αρχαία κείμενα

  • Αριθμοί

    Η πρώτη φυσική διάκριση των Αριθμών είναι σε μονούς και ζυγούς. Οι ζυγοί αριθμοί είναι εκείνη πού μπορούν να διαιρεθούν σε δύο ίσα μέρη, χωρίς να αφήσουν τη μονάδα σαν υπόλοιπο. Οι μονοί αριθμοί, όταν χωριστούν σε δύο ίσα μέρη, αφήνουν και μία μονάδα σαν υπόλοιπο. Όλοι οι ζυγοί αριθμοί, εκτός από τη δυάδα, το δύο, πού είναι απλώς δύο μονάδες, μπορούν να χωριστούν σε δύο ίσα μέρη καθώς και σε δύο άνισα μέρη, αλλά και στις δύο αυτές περιπτώσεις δεν παρουσιάζονται οι άρτιοι μαζί με τους περιττούς αριθμούς, ή οι περιττοί μαζί με τους άρτιους. Ο δυαδικός αριθμός δύο δεν μπορεί να χωριστεί σε δύο άνισα μέρη. Έτσι το 10 χωρίζεται σε 5 και 5, πού είναι δύο ίσα μέρη, καθώς και σε 3 και 7, πού είναι περιττοί, και σε 6 και 4, πού είναι άρτιοι αριθμοί.
    Αλλά ο μονός αριθμός χωρίζεται μόνο σε δύο άνισα μέρη και το ένα μέρος είναι ένας περιττός αριθμός και το άλλο ένας άρτιος αριθμός. Έτσι το 7 χωρίζεται σε 4 και 3, ή σε 5 και 2.
    Οι αρχαίοι παρατήρησαν επίσης ότι ή μονάδα είναι «μονός» αριθμός και ότι είναι ο πρώτος «μονός αριθμός», γιατί δεν μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ίσους αριθμούς. Μία άλλη Ιδιομορφία πού παρατήρησαν ήταν ότι ή μονάδα, προστιθέμενη σε ένα ζυγό αριθμό τον καθιστούσε μονό, αλλά αν οι ζυγοί προσθέτονταν σε ζυγούς αριθμούς μας έδιδαν πάλι ζυγούς αριθμούς.
    Ο Αριστοτέλης στην Πυθαγορική πραγματεία του παρατηρεί ότι η μονάδα μετέχει και της φύσης του ζυγού αριθμού, γιατί όταν προστίθεται σε μονό αριθμό μας κάνει ένα ζυγό, και όταν προστίθεται σε ένα ζυγό σχηματίζεται ένας μονός αριθμός. Έτσι ονομάζεται «αρτιόμορφος μονός».
    Η Μονάδα είναι ή πρώτη Ιδέα του περιττού αριθμού. Κατά τον ίδιο τρόπο οι Πυθαγόρειοι θεωρούν το «δύο» σαν την «πρώτη Ιδέα της απροσδιόριστης δυάδας» και αποδίδουν τον αριθμό 2 σε κείνη την απροσδιόριστη, άγνωστη και απεριόριστη όψη στον κόσμο, ακριβώς όπως συσχετίζουν τη μονάδα με καθετί πού είναι καθορισμένο και κανονικό. Σημείωσαν ακόμα ότι στη σειρά των αριθμών, πού αρχίζουν από τη μονάδα, οι αριθμοί αυξάνονται κάθε φορά με την προσθήκη μίας μονάδας και έτσι ο λόγος μεταξύ τους μειώνεται. Έτσι το 2 σε σχέση με το 3 είναι 1 ± 1 στο 2, δύο και μία μονάδα, τρία δεύτερα. Το 4 σε σχέση με το 3 είναι 3 και μία μονάδα και ο λόγος είναι τέσσερα τρίτα, τα έξι πέμπτα, 6 προς 5 είναι μικρότερο από τον προηγούμενο, δηλαδή τα πέντε τέταρτα ή 5 προς 4 και το ίδιο συνεχίζεται σε όλη τη σειρά των αριθμών. Επίσης ότι στη φυσική σειρά αριθμών κάθε αριθμός είναι το μισό του αθροίσματος των αριθμών πού τον περιστοιχίζουν. Έτσι το 5 είναι το μισό του 6 συν 4. Επίσης πως το μισό του αθροίσματος του επόμενου ζευγαριού αριθμών, π.χ. το 5 είναι το μισό του 7 συν 3 κι αυτό συνεχίζεται μέχρι πού φτάνουμε στο σημείο όπου ο ένας αριθμός του ζευγαριού να είναι η μονάδα. Η ίδια η μονάδα έχει αριθμό μόνο πάνω απ’ αυτή. Έτσι ονομάζεται «πηγή κάθε πλήθους». Η φράση «αρτιόμορφος ζυγός» είναι ένας άλλος όρος που χρησιμοποιούταν στην αρχαιότητα για ένα είδος ζυγών αριθμών. Αυτά πού διαιρούνται σε δύο ίσα μέρη και κάθε ένα απ’ αυτά τα μέρη διαιρείται ομοιόμορφα και η ομοιόμορφη διαίρεση συνεχίζεται μέχρι να προκύψει η μονάδα. Ένας τέτοιος αριθμός είναι το 64. Οι αριθμοί αποτελούν μία σειρά, αρχίζοντας από τη μονάδα και σχηματίζοντας κάθε φορά ένα λόγο «δύο» μεταξύ τους, όπως 1, 2, 4, 8, 16, 32. Ο όρος «αρτιόμορφος μονός», αναφερόμενος σε ένα ζυγό αριθμό, όπως 6, 10, 14, 18, που όταν διαιρεθεί σε δύο ίσα μέρη, αυτά τα μέρη δεν μπορούν να διαιρεθούν ξανά σε ίσα μέρη. Μπορεί να σχηματιστεί μία σειρά τέτοιων αριθμών με διπλασιασμό των αριθμών μίας σειράς από μονούς αριθμούς: οι 1, 3, 3, 5, 7, 9, μας δίδουν τους 2, 6, 10, 14, 18.
    Οι μη αρτιόμορφοι ζυγοί αριθμοί μπορούν να χωριστούν σε δύο μέρη κι αυτά τα μέρη να χωριστούν ξανά εξίσου. Τέτοιοι αριθμοί είναι το 24 και το 28.
    Οι μονοί αριθμοί μπορούν να θεωρηθούν από τρεις απόψεις, ως εξής:
    «Πρώτοι και απλοί». Είναι οι αριθμοί 3, 5, 7, 11, 13, 19, 23, 29, 31, δεν μπορούν να μετρηθούν με άλλους αριθμούς εκτός της μονάδας. Δε συντίθενται από άλλους αριθμούς, αλλά σχηματίζονται μόνο από τη μονάδα.
    «Δεύτεροι και σύνθετοι»
    . Είναι στην πραγματικότητα «μονοί», αλλά περιέχουν άλλους αριθμούς και συντίθενται απ’ αυτούς. Τέτοιοι είναι οι 9, 15, 21, 25, 27, 33 και 39. Αυτοί περιέχουν μέρη πού κατονομάζονται με έναν άλλο αριθμό, εκτός από τη βασική μονάδα. Έτσι το ένα τρίτο του εννιά είναι το 3, το ένα τρίτο του 15 είναι το 5 και το ένα πέμπτο είναι το 3. Αφού περιέχει έναν άλλο αριθμό ονομάζεται δεύτερος και αφού είναι επιδεκτικός διαίρεσης ονομάζεται σύνθετος.
    Η τρίτη ομάδα μονών αριθμών είναι πιο περίπλοκη, αφού οι αριθμοί της είναι δεύτεροι και σύνθετοι, αλλά στη μεταξύ τους σχέση είναι πρώτοι και απλοί. Τέτοιοι είναι το 9 και το 25 και οι δύο διαιρούνται και ο καθένας απ’ αυτούς είναι δεύτερος και σύνθετος, αλλά δεν έχουν κοινό μέτρο. Έτσι το 3 που διαιρεί το 9, δε διαιρεί το 25.
    Οι ζυγοί αριθμοί έχουν επίσης, διακριθεί από τους αρχαίους σε Τέλειους, Ελλιπείς και Υπεράφθονους.
    Ο Θέων αναφέρει:
    ἔτι τε τῶν ἀριθμῶν οἱ μέν τινες τέλειοι λέγονται, οἱ δ' ὑπερτέλειοι, οἱ δ' ἐλλιπεῖς. καὶ τέλειοι μέν εἰσιν οἱ τοῖς αὑτῶν μέρεσιν ἴσοι, ὡς ὁ τῶν · μέρη γὰρ αὐτοῦ ἥμισυ γ, τρίτον β, ἕκτον α, ἅτινα συντιθέμενα ποιεῖ τὸν . γεννῶνται δὲ οἱ τέλειοι τοῦτον τὸν τρόπον. ἐὰν ἐκθώμεθα τοὺς ἀπὸ μονάδος διπλασίους καὶ συντιθῶμεν αὐτούς, μέχρις οὗ ἂν γένηται πρῶτος καὶ ἀσύνθετος ἀριθμός, καὶ τὸν ἐκ τῆς συνθέσεως ἐπὶ τὸν ἔσχατον τῶν συντιθεμένων πολλαπλασιάσωμεν, ὁ ἀπογεννηθεὶς ἔσται τέλειος. οἷον ἐκκείσθωσαν διπλάσιοι α β δ η ι. συνθῶμεν οὖν α καὶ β· γίνεται γ· καὶ τὸν γ ἐπὶ τὸν ὕστερον τὸν ἐκ τῆς συνθέσεως πολλαπλασιάσωμεν, τουτέστιν ἐπὶ τὸν β· γίνεται , ὅς ἐστι πρῶτος τέλειος. ἂν πάλιν τρεῖς τοὺς ἐφεξῆς διπλασίους συνθῶμεν, α καὶ β καὶ δ, ἔσται ζ· καὶ τοῦτον ἐπὶ τὸν ἔσχατον τῶν τῆς συνθέσεως πολλαπλασιάσωμεν, τὸν ζ ἐπὶ τὸν δ· ἔσται ὁ κη, ὅς ἐστι δεύτερος τέλειος· σύγκειται ἐκ τοῦ ἡμίσεος τοῦ ιδ, τετάρτου τοῦ ζ, ἑβδόμου τοῦ δ, τεσσαρακαιδεκάτου τοῦ β, εἰκοστοῦ ὀγδόου τοῦ α.
    ὑπερτέλειοι δέ εἰσιν ὧν τὰ μέρη συντεθέντα μείζονά ἐστι τῶν ὅλων, οἷον ὁ τῶν ιβ· τούτου γὰρ ἥμισύ ἐστιν , τρίτον δ, τέταρτον γ, ἕκτον β, δωδέκατον α, ἅτινα συντεθέντα γίνεται ι, ὅς ἐστι μείζων τοῦ ἐξ ἀρχῆς, τουτέστι τῶν ιβ.
    ἐλλιπεῖς δέ εἰσιν ὧν τὰ μέρη συντεθέντα ἐλάττονα τὸν ἀριθμὸν ποιεῖ τοῦ ἐξ ἀρχῆς προτεθέντος ἀριθμοῦ, οἷον ὁ τῶν η· τούτου γὰρ ἥμισυ δ, τέταρτον β, ὄγδοον ἕν. τὸ αὐτὸ δὲ καὶ τῷ ι συμβέβηκεν, ὃν καθ' ἕτερον λόγον τέλειον ἔφασαν οἱ Πυθαγορικοί, περὶ οὗ κατὰ τὴν οἰκείαν χώραν ἀποδώσομεν. λέγεται δὲ καὶ ὁ γ τέλειος, ἐπειδὴ πρῶτος ἀρχὴν καὶ μέσα καὶ πέρας ἔχει· ὁ δ' αὐτὸς καὶ γραμμή ἐστι καὶ ἐπίπεδον, τρίγωνον γὰρ ἰσόπλευρον ἑκάστην πλευρὰν δυεῖν μονάδων ἔχον, καὶ πρῶτος δεσμὸς καὶ στερεοῦ δύναμις· ἐν γὰρ τρισὶ διαστάσεσι τὸ στερεὸν νοεῖσθαι.
    Υπερτέλειοι και Υπεράφθονοι είναι αριθμοί όπως οι 12 και 24. Ελλείπεις είναι αριθμοί όπως το 8 και το 14. Τέλειοι είναι αριθμοί όπως το 6 και το 28 που είναι ίσοι με το άθροισμα των μερών τους. Δηλαδή, το 28, έχει μισό του το 14, το ένα τέταρτό του είναι το 7, το ένα έβδομό του είναι το 4, το ένα δέκατο τέταρτό του είναι το 2 και το εικοστό όγδοό του είναι το 1, δηλαδή ποσότητες που προστιθέμενες δίνουν το 28.
    Στους Ελλιπείς αριθμούς, όπως είναι το 14, το σύνολο του αριθμού υπερβαίνει τα μέρη του, δηλαδή το ένα έβδομο του 14 είναι το 2, το μισό του είναι το 7 και το ένα δέκατο τέταρτο είναι 1. Το άθροισμά τους είναι 10, δηλαδή λιγότερο από το 14.
    Στους Υπεράφθονους αριθμούς, όπως είναι το 12, το άθροισμα των μερών του υπερβαίνει τον ίδιο τον αριθμό. Έτσι το ένα έκτο του 12 είναι το 2, το ένα τέταρτο είναι το 3, το ένα τρίτο είναι το 4, το μισό του είναι το 6 και το ένα δωδέκατο είναι το 1. Το άθροισμά τους είναι 16, δηλαδή μεγαλύτερο από το 12.
    Οι Υπερτέλειοι αριθμοί φαίνεται να μοιάζουν με τον γίγαντα Βριάρεω, τα μέρη του είναι πολυάριθμα. Οι Ελλιπείς αριθμοί μοιάζουν με τους Κύκλωπες που είχαν μόνο ένα μάτι, ενώ οι Τέλειοι αριθμοί είχαν την ιδιοσυγκρασία της μετριοπάθειας και αμιλλώνται στην Αρετή.
    Ο Βριάρεω είναι παιδί της Γης και του Ουρανού. Είχε εκατό χέρια, πενήντα κεφαλές. Ο Αριστοτέλης λέει πως οι Ηράκλειες Στήλες, καλούνταν Βριάρεω. Όταν ο Ηρακλής καθάρισε τη γη και τη θάλασσα και γινόμενος ευεργέτης των ανθρώπων, για να τον τιμήσουν έδωσαν το όνομά του στις στήλες. Σήμερα, ονομάζεται Γιβραλτάρ. Οι Κύκλωπες είναι αγαθές οντότητες πλην του Πολύφημου. Το όνομα Κύκλωψ, συντίθεται από το «κύκλος» και «ώψ». Η λέξη «κολοφών» δηλώνει την ολοκλήρωση του πράγματος, το έσχατο σημείο των άκρων, το ύψιστο σημείο, την κορωνίδα. Ακόμα σημαίνει το υψηλό ακρωτήριο. Η λέξη επί παθών, δηλαδή στην εφαρμογή της σε ορισμούς που αφορούν γεγονότα, σημαίνει «μεγάλα κακά, συμφορές».
    Οι Τέλειοι αριθμοί είναι όπως οι αρετές λίγοι σε αριθμό. Οι άλλες δύο κατηγορίες είναι σαν τα ελαττώματα, που είναι πολυάριθμα, ακανόνιστα και ακαθόριστα.
    Ανάμεσα στο 1 και στο 10 υπάρχει μόνο ένας τέλειος αριθμός, δηλαδή το 6 κι ανάμεσα στο 10 και στο 100 υπάρχει πάλι ένας, δηλαδή το 28. Ανάμεσα στο 100 και στο 1000 υπάρχει μόνο ένας, ο 496. Ανάμεσα στο 1000 και στο 10000 υπάρχει επίσης ένας, ο 8128. Οι μονοί αριθμοί ονομάζονται Γνώμονες, γιατί προστιθέμενοι σε τετράγωνα, διατηρούν το ίδιο σχήμα, όπως διαπιστώνουμε στη Γεωμετρία.
    Ένας αριθμός πού σχηματίζεται από τον πολλαπλασιασμό ενός μονού και ενός ζυγού αριθμού ονομάζεται Ερμαφρόδιτος ή «αρρενοθήλυς».
    Ο Ιαμβλίχος, στην πραγματεία του για την Αριθμητική του Νικόμαχου, δίνει μια διαφορετική άποψη στους αριθμούς. Λέει ότι μερικοί είναι σαν φίλοι, ότι είναι Φίλιοι αριθμοί, όπως το 284 και το 220. Ο Πυθαγόρας ορίζει το φίλο σαν «έτερος εγώ». Τα μέρη λοιπόν, αυτών των αριθμών σχηματίζουν έναν άλλο με τη φύση της φιλίας. Για παράδειγμα το 220 είναι ίσο με το άθροισμα των υποπολλαπλασίων, των ακριβών διαιρετέων του 284. δηλαδή, 1+2+4+71+142=220. Το 284 είναι ίσο με το άθροισμα των υποπολλαπλασίων του 220. Δηλαδή, 1+2+4+5+10+11+20+22+44+55+110=284.
    Ας δούμε αναλυτικά, τους δύο αριθμοί 220 και 284.

    Αριθμός

    Διαιρετέος

    Πηλίκο

    Αριθμός

    Διαιρετέος

    Πηλίκο

    220/

    220

    =1

    284/

    284

    =1

    220/

    2

    =110

    284/

    2

    =142

    220/

    4

    =55

    284/

    4

    =71

    220/

    5

    =44

    284/

    71

    =4

    220/

    10

    =22

    284/

    141

    =2

    220/

    11

    =20

     

     

    ----------

    220/

    20

    =11                                        

     

     

    +   220

    220/

    22

    =10

     

     

     

    220/

    44

    =5

     

     

     

    220/

    55

    =4

     

     

     

    220/

    110

    =2

     

     

     

     

     

    --------

     

     

     

     

     

    +  284

     

     

     

    Ο Σιμπλίκιος δηλώνει πως οι Πυθαγόρειοι είχαν ορίσει συντόμως την έννοια της τριάδος με τον ορισμό «καθετί έχει αρχή, μέσον και τέλος. Σε αυτό ορίζεται ο αριθμός της τριάδος.»
    ἔδειξαν οἱ Πυθαγόρειοι συντόμως οὕτως· τὸ πᾶν ἀρχὴν ἔχει καὶ μέσον καὶ τέλος· τὸ τοιοῦτον τῷ τῆς τριάδος ἀριθμῷ ὥρισται.

     
    Ακόμα ο ίδιος παρατηρεί πως ο Πυθαγόρας και οι μαθητές του είχαν ακούσει την Μουσική των Ουρανίων Σφαιρών που προέκυπτε από την κίνηση των σωμάτων και από την αναλογική απόσταση μεταξύ τους, όχι μόνο του Ηλίου, της Σελήνης, της Αφροδίτης και του Ερμή, αλλά και των άλλων αστέρων (πλανήτες).
    οἱ δὲ Πυθαγόρειοι ἐναρμόνιον ἦχον ἀπὸ τῆς τῶν οὐρανίων σωμάτων κινήσεως ἔλεγον ἀποτελεῖσθαι καὶ ἐκ τῆς τῶν ἀποστημάτων αὐτῶν ἀναλογίας μετ' ἐπιστήμης συνελογίζοντο, εἴπερ οὐ μόνον Ἡλίου καὶ Σελήνης καὶ Ἀφροδίτης καὶ Ἑρμοῦ, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ἀστέρων οἱ λόγοι τῶν ἀποστημάτων ὑπ' αὐτῶν κατελήφθησαν.
    Ο Σιμπλίκιος τονίζει πως ο Αριστοτέλης διαφωνεί, αλλά η δυσκολία μπορεί να ξεπεραστεί:
    Σ’ αυτή την σφαίρα κάτω της Σελήνης όλα τα πράγματα δεν είναι ασύμμετρα, ούτε καθετί γίνεται όμοια αισθητό σε κάθε σώμα. Τα σκυλιά μπορούν να μυρίσουν και να αναγνωρίσουν την παρουσία των ζώων που μπορεί να βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση, τη στιγμή που ο άνθρωπος έχει πλήρη άγνοια της ύπαρξής τους.
    μήποτε οὖν κατὰ τὴν τῶν ἀνδρῶν φιλοσοφίαν λυτέον τὴν ἔνστασιν λέγοντα, ὅτι οὐ πάντα ἀλλήλοις ἐστὶ σύμμετρα, οὐδὲ πᾶν παντί ἐστιν αἰσθητὸν οὐδὲ παρ' ἡμῖν· δηλοῦσι δὲ οἱ κύνες ὀσφραινόμενοι τῶν ζῴων πόρρωθεν, ὧν οἱ ἄνθρωποι οὐκ ὀσφραίνονται.
    Και ακόμα, πως μερικοί από τους αρχαίους πίστευαν ότι η ψυχή έχει τρεις φορείς, το γήινο σώμα, ένα αεριώδες σώμα, όπου τιμωρείται και ένα αιθέριο σώμα, φωτεινό και ουράνιο όπου διαμένει η ψυχή όταν βρίσκεται σε κατάσταση μακαριότητας. Αυτό ακριβώς το σώμα, με εξαγνίσει των αισθήσεων, με κληρονομική μαγική δύναμη, με χρηστότητα, ή με θρησκευτικές τελετουργίες καθιέρωσης, μπορεί να αντιληφθεί, αφού παραμερίσει το γήινο σώμα, πράγματα ακατάληπτα σε μας και να ακούσει ήχους ανήκουστους σε μας που είμαστε σε δεσμά.
    πόσῳ δὴ μᾶλλον ἐπὶ τῶν τοσοῦτον τῇ φύσει διεστηκότων, ὅσον τὰ ἄφθαρτα τῶν φθαρτῶν καὶ τὰ οὐράνια τῶν ἐπιγείων, ἀληθὲς εἰπεῖν, ὅτι ὁ τῶν θείων σωμάτων ἦχος ταῖς ἐπικήροις ἀκοαῖς οὐκ ἔστιν ἀκουστός. εἰ δέ τις καὶ τοῦτο τὸ σῶμα τὸ ἐπίκηρον ἐξηρτημένος τὸ αὐτοειδὲς αὐτοῦ καὶ οὐράνιον ὄχημα καὶ τὰς ἐν αὐτῷ αἰσθήσεις κεκαθαρμένας σχοίη ἢ δι' εὐμοιρίαν ἢ δι' εὐζωίαν ἢ πρὸς τούτοις διὰ ἱερατικὴν τελεσιουργίαν, οὗτος ἂν ἴδοι τὰ τοῖς ἄλλοις ἀόρατα καὶ ἀκούσοι τῶν τοῖς ἄλλοις μὴ ἀκουομένων, ὥσπερ ὁ Πυθαγόρας ἱστόρηται. θείων δὲ καὶ ἀύλων σωμάτων κἂν εἰ γίνηταί τις ψόφος, οὔτε πληκτικὸς οὔτε ἀποκναίων γίνεται, ἀλλὰ τῶν γενεσιουργῶν ἤχων διεγείρει τὰς δυνάμεις καὶ τὰς ἐνεργείας καὶ τὴν σύστοιχον αἴσθησιν τελειοῖ· καὶ ἀναλογίαν μὲν ἔχει τινὰ πρὸς τὸν ψόφον τὸν συνεδρεύοντα τῇ κινήσει τῶν ἐπικήρων σωμάτων, ἐνέργεια δέ τίς ἐστι τῆς ἐκείνων κινήσεως ἀπαθὴς τοῦ ψόφου παρ' ἡμῖν γινομένου διὰ τὴν ἠχητικὴν τοῦ ἀέρος φύσιν· εἰ οὖν ἐκεῖ ἀὴρ παθητικὸς οὐκ ἔστι, δῆλον, ὅτι οὐδὲ ψόφος ἂν εἴη. ἀλλ' ἔοικεν ὁ Πυθαγόρας οὕτω λέγεσθαι τῆς ἁρμονίας ἐκείνης ἀκούειν, ὡς εἰ καὶ τοὺς ἐν τοῖς ἀριθμοῖς ἁρμονικοὺς λόγους ἐννοῶν καὶ τὸ ἐν αὐτοῖς ἀκουστὸν ἀκούειν ἔλεγε τῆς ἁρμονίας. Ἀπορήσοι δὲ ἄν τις εἰκότως, διὰ τί αὐτὰ μὲν τὰ ἄστρα ταῖς ὁρατικαῖς ἡμῶν αἰσθήσεσιν ὁρᾶται, ὁ δὲ ἦχος αὐτῶν ταῖς ἀκοαῖς ἡμῶν οὐκ ἀκούεται. καὶ ῥητέον, ὅτι οὐδὲ τὰ ἄστρα αὐτὰ ὁρῶμεν· οὐδὲ γὰρ τὰ μεγέθη αὐτῶν οὔτε τὰ σχήματα οὔτε τὰ ὑπεραίροντα κάλλη, ἀλλ' οὐδὲ τὴν κίνησιν, δι' ἣν ὁ ψόφος, ἀλλ' οἷον ἔκλαμψίν τινα αὐτῶν ὁρῶμεν τοιαύτην, οἷον καὶ τὸ τοῦ ἡλίου περὶ γῆν φῶς, οὐκ αὐτὸς ὁ ἥλιος ὁρᾶται. τάχα δὲ οὐκ ἂν εἴη θαυμαστὸν τὴν μὲν ὀπτικὴν αἴσθησιν ἅτε ἀυλοτέραν καὶ κατ' ἐνέργειαν μᾶλλον ἱσταμένην ἤπερ κατὰ πάθος καὶ πολὺ τῶν ἄλλων ὑπερέχουσαν τῆς αἴγλης καὶ ἐκλάμψεως τῶν οὐρανίων ἀξιοῦσθαι, τὰς δὲ ἄλλας αἰσθήσεις μηδὲ πρὸς ταύτας ἐπιτηδείως ἔχειν.
    Ένας διορατικός μπορεί να δει γεγονότα αδιόρατα για τους απλούς θνητούς, ενώ την ίδια στιγμή να είναι αδύναμος στο άκουσμα των υπβερβατικών ήχων, όπως όλους τους απλούς θνητούς. Κι αυτό γιατί βλέπουμε τους αστέρες, ενώ δεν ακούμε την κίνησή τους. Ίσως, γιατί οι Θεοί δεν κατεβαίνουν πολύ συχνά από τα Βασίλεια της Δόξας τους για να επισκεφθούν τη Γη, όπως τους παλιούς καιρούς, ίσως, γιατί ο Ουρανός είναι πιο μακρινός ή η Γη είναι πιο παγωμένη….

    Ο Πλούταρχος, στο Περί Ίσιδος και Οσίριδος» αναφέρει πως:
    «……..οι Πυθαγόρειοι πάλι κόσμησαν τους αριθμούς και τα σχήματα με ονόματα Θεών. Για παράδειγμα το ισόπλευρο τρίγωνο το ονόμαζαν Αθηνά κορυφογέννητη και τριτογένεια, γιατί διαιρείται με τρεις κάθετες γραμμές που φέρονται από τις τρεις γωνίες. Και τον αριθμό ένα τον έλεγαν Απόλλωνα, λόγω αποκήρυξης του πλήθους και απλότητας της μονάδας. Τη δυάδα την έλεγαν έριδα και τόλμη και την τριάδα δικαιοσύνη. Γιατί καθώς το να αδικεί κανείς και να αδικείται είναι έλλειψη και υπερβολή αντίστοιχα, το δίκαιο βρίσκεται στη μέση με την ισότητα. Και η καλούμενη Τετρακτύς, το τριανταέξι δηλαδή, ήταν ο πιο μεγάλος όρκος κατά την παράδοση και έχει ονομαστεί κόσμος που αποτελείται από τους πρώτους τέσσερις άρτιους αριθμούς και τους πρώτους τέσσερις περιττούς αριθμούς με πρόσθεσή τους.
    Οἱ δὲ Πυθαγόρειοι καὶ ἀριθμοὺς καὶ σχήματα θεῶν ἐκόσμησαν προσηγορίαις. τὸ μὲν γὰρ ἰσόπλευρον τρίγωνον ἐκάλουν Ἀθηνᾶν κορυφαγενῆ καὶ τριτογένειαν, ὅτι τρισὶ καθέτοις ἀπὸ τῶν τριῶν γωνιῶν ἀγομέναις διαιρεῖται· τὸ δ' ἓν Ἀπόλλωνα πλήθους ἀποφάσει καὶ δι' ἁπλότητα τῆς μονάδος· ἔριν δὲ τὴν δυάδα καὶ τόλμαν, δίκην δὲ τὴν τριάδα· τοῦ γὰρ ἀδικεῖν καὶ ἀδικεῖσθαι κατ' ἔλλειψιν καὶ ὑπερβολὴν ὄντος τὸ ἰσότητι δίκαιον ἐν μέσῳ γέγονεν· ἡ δὲ καλουμένη τετρακτύς, τὰ ἓξ καὶ τριάκοντα, | μέγιστος ἦν ὅρκος, ὡς τεθρύληται, καὶ κόσμος ὠνόμασται, τεσσάρων μὲν ἀρτίων τῶν πρώτων, τεσσάρων δὲ τῶν περισσῶν εἰς ταὐτὸ συντιθεμένων ἀποτελούμενος.
    Ο Πυθαγόρας προτείνει με μεγάλη προσοχή τη μελέτη της φύσης, καθότι ήταν Μέγας Μύστης και Αρχιερέας, για να μην γίνονται λανθασμένες εκτιμήσεις, μια και τα στοιχεία και οι αριθμοί στην απόλυτη φύση τους είναι ουδέτεροι και το έργο τους παράγεται στην κίνησή τους.
    Στον Ιάμβλιχο, στα «Τα θεολογούμενα της αριθμητικής» στην ενότητα περί μονάδος, διαβάζομε «Συναριθμηθέν γάρ τό μονάς όνομα τξα’ αποδίδωσιν, άπερ ζωδιακού κύκλου μοίραι εισίν». Που σημαίνει αν τα γράμματα της λέξης «μονάς» υπολογιστούν ως αριθμοί και προστεθούν δίνουν άθροισμα 361, ήτοι τον αριθμό των μοιρών του ζωδιακού κύκλου. Παρατηρήστε πως το 361 είναι το τέλειο τετράγωνο του 19, με γράμμα τξα. Αν στην λέξη μονάς προσθέσομε το άρθρο, δηλαδή «η μονάς» ο αριθμός είναι  369, η πλευρά του κανονικού εννεαγώνου στης Σελήνης!!!
    Στην ενότητα περί εξάδος, λέει «η συναρίθμηση του κόσμου ονόματος εξακόσια εστίν.», δηλαδή το άθροισμα των αριθμών της λέξης «κόσμος» είναι εξακόσια, όπου το γράμμα Χ.  Ακόμα, για τη δεκάδα λέει, «Έτι η δεκάς αριθμόν γεννά το ε΄ και το ν΄ θαυμαστά περιέχοντα κάλλη. Έτι εάν ψηφίσης τό έν γράμμασιν, ευρίσεις κατά σύνθεσιν τόν νε’». Αυτό ερμηνεύεται: ακόμη η δεκάς γεννά τον 55, όστις περιέχει θαυμαστά κάλλη. Αν δε υπολογίσεις τα ψηφία της λέξης «εν» εις αριθμούς ευρίσκεις άθροισμα 55.
    Άρα, οι λέξεις της αρχαίας γλώσσας υπολογίζονταν και ως αριθμοί και οι αριθμοί αντίστροφα αντιπροσώπευαν λέξεις. Από τις συγγραφές του Ιαμβλίχου δεν γνωρίζομε αν ήταν γνωστό στον ίδιο ότι και τα ονόματα των αρχαίων Θεών ήταν Μαθηματικοί αριθμοί. Ίσως, να μην γνώριζε ή δεν έγραψε, πως και στον Όμηρο υπήρχαν Κωδικοί Αριθμοί και αναφέρεται μόνο στον Πυθαγόρα.
    Αν κάποιος ερευνήσει με προσοχή τα αρχαία κείμενα, ιδίως του Αριστοτέλη, των Πυθαγορείων, του Στράβωνα, του Παυσανία, του Ήρωνα του Αλεξανδρέως, του Πλάτωνα και του Ιάμβλιχο, χωρίς να αγνοήσει τους κλασικούς αστρονόμους-αστρολόγους της εποχής, θα καταλήξει στο συμπέρασμα, πως τα στοιχεία (γράμματα) και οι αριθμοί παρήγαγαν, δημιούργησαν, εξέλιξαν και επηρέασαν σταθερά και βαθιά την πορεία του Ανθρώπου, σε πνευματικό και υλικό επίπεδο.
    Όσον αφορά το Πυθαγόρειο θεώρημα, λέγεται πως σσύμφωνα με τον θρύλο, όταν ο Πυθαγόρας ανακάλυψε το εν λόγω θεώρημα έσφαξε εκατό βόδια (εκατόμβη) για να ευχαριστήσει τους θεούς (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι ΦιλοσόφωνVII12).
    Το Πυθαγόρειο θεώρημα υποστηρίζει: Το τετράγωνο της υποτείνουσας ενός ορθογωνίου τριγώνου είναι ίσο με το άθροισμα των τετραγώνων των δύο άλλων πλευρών. Δηλαδή σε ένα ασύμμετρο (σκαληνό) ορθογώνιο τρίγωνο, με βάση 3, πλευρά 4 και υποτείνουσα 5, είναι: 52 =42+32. Οι πλευρές έχουν αναλογία 3:4:5.
    Κατά τον τρόπο αυτό λοιπόν, οι αριθμοί, που αρχικά φαίνονται άνισοι μεταξύ τους, αποκτούν σχέση μέσα από τις αρμονικές τους συνάφειες. Όταν δηλαδή οι γραμμές που έχουν αυτήν την αναλογία μεταξύ τους χρησιμοποιηθούν μαζί, έχοντας ως βάση ότι οι γραμμές με 4 και 3 μέρη σχηματίζουν ορθή γωνία, τότε η τρίτη γραμμή που ενώνει τα δύο ελεύθερα άκρα των δύο πρώτων είναι πέντε μερών, επιτυγχάνοντας έτσι είτε αναλογική είτε γεωμετρική σχέση με τις άλλες δύο.

    Σύμφωνα με τον Φιλόλαο, όπως μας λέει ο Στοβαίος, όλα πράγματα που γνωρίζουμε έχουν αριθμό, επειδή χωρίς αυτόν δεν μπορούμε ούτε να διανοηθούμε ούτε να γνωρίσουμε κάτι. Ο κάθε αριθμός μάλιστα έχει δύο χαρακτηριστικά, το περιττό και το άρτιο, ενώ υπάρχει και ένα τρίτο είδος, ο “αρτιοπέριττος”, που προκύπτει από την ανάμειξη των δύο, πράγμα που τόσο ο Αριστοτέλης στα Μετά τα φυσικά (Α 5, 985β23) όσο και ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιέας (Σχόλια εις Άριστοτέλους Μετά τά φυσικά 1, 40, 12, σελ 66) το επιβεβαιώνουν. Ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιέας μάλιστα κάνει αναφορά και σε άλλα σχετικά κείμενα του Αριστοτέλη, όπως στο Περί Ουρανού (Β 13, 293α18) και στα χαμένα συγγράμματα για τους Πυθαγορείους (Αλεξάνδρου Αφροδισιέως Σχόλια είς Αριστοτέλους Μετά τά φυσικά 1, 41, 1-16).

    Απόσπασμα από το "Περί Ίσιδος και Οσίριδος"

    Οἱ δὲ Πυθαγόρειοι καὶ ἀριθμοὺς καὶ σχήματα θεῶν
    ἐκόσμησαν προσηγορίαις. τὸ μὲν γὰρ ἰσόπλευρον τρίγωνον
    ἐκάλουν Ἀθηνᾶν κορυφαγενῆ καὶ τριτογένειαν, ὅτι τρισὶ
    καθέτοις ἀπὸ τῶν τριῶν γωνιῶν ἀγομέναις διαιρεῖται·
    τὸ δ' ἓν Ἀπόλλωνα πλήθους ἀποφάσει καὶ δι' ἁπλότητα
    τῆς μονάδος· ἔριν δὲ τὴν δυάδα καὶ τόλμαν, δίκην δὲ
    τὴν τριάδα· τοῦ γὰρ ἀδικεῖν καὶ ἀδικεῖσθαι κατ' ἔλλει-
    ψιν καὶ ὑπερβολὴν ὄντος τὸ ἰσότητι δίκαιον ἐν μέσῳ
    γέγονεν· ἡ δὲ καλουμένη τετρακτύς, τὰ ἓξ καὶ τριά-
    κοντα, | μέγιστος ἦν ὅρκος, ὡς τεθρύληται, καὶ κόσμος
    ὠνόμασται, τεσσάρων μὲν ἀρτίων τῶν πρώτων, τεσσά-
    ρων δὲ τῶν περισσῶν εἰς ταὐτὸ συντιθεμένων ἀποτελού-
    μενος. εἴπερ οὖν οἱ δοκιμώτατοι τῶν φιλοσόφων
    οὐδ' ἐν ἀψύχοις καὶ ἀσωμάτοις πράγμασιν αἴνιγμα τοῦ
    θείου κατιδόντες ἠξίουν ἀμελεῖν οὐδὲν οὐδ' ἀτιμάζειν,
    ἔτι μᾶλλον, οἶμαι, τὰς ἐν αἰσθανομέναις καὶ ψυχὴν
    ἐχούσαις καὶ πάθος καὶ ἦθος φύσεσιν ἰδιότητας
    [κατὰ τὸ ἦθοσ] ἀγαπητέον [οὖν] οὐ ταῦτα τιμῶν-
    τας, ἀλλὰ διὰ τούτων τὸ θεῖον ὡς ἐναργεστέρων
    ἐσόπτρων καὶ φύσει γεγονότων. ἀληθὲς δὲ καὶ
    τοῦτ' ἔστιν, ὡς ὄργανον τὴν ψυχὴν δεῖ τοῦ πάντα
    κοσμοῦντος θεοῦ νομίζειν καὶ ὅλως ἀξιοῦν γε μηδὲν
    ἄψυχον ἐμψύχου μηδ' ἀναίσθητον αἰσθανομένου κρεῖτ-
    τον εἶναι μηδ' ἂν τὸν σύμπαντά τις χρυσὸν ὁμοῦ καὶ
    σμάραγδον εἰς ταὐτὸ συμφορήσῃ. οὐκ ἐν χρόαις γὰρ
    οὐδ' ἐν σχήμασιν οὐδ' ἐν λειότησιν ἐγγίνεται τὸ θεῖον,
    ἀλλ' ἀτιμοτέραν ἔχει νεκρῶν μοῖραν, ὅσα μὴ μετέσχε
    μηδὲ μετέχειν τοῦ ζῆν πέφυκεν. ἡ δὲ ζῶσα καὶ βλέ-
    πουσα καὶ κινήσεως ἀρχὴν ἐξ αὑτῆς ἔχουσα καὶ γνῶσιν
    οἰκείων καὶ ἀλλοτρίων φύσις κάλλους τ' ἔσπακεν ἀπορ-
    ροὴν καὶ μοῖραν ἐκ τοῦ φρονοῦντος, ὅτῳ κυβερνᾶται τὸ
    [τε] σύμπαν καθ' Ἡράκλειτον. ὅθεν οὐ χεῖρον
    ἐν τούτοις εἰκάζεται τὸ θεῖον ἢ χαλκοῖς καὶ λιθίνοις
    δημιουργήμασιν, ἃ φθορὰς μὲν ὁμοίως δέχεται καὶ ἐπι-
    χρώσεις, αἰσθήσεως δὲ πάσης φύσει καὶ συνέσεως ἐστέρηται.

     

  • Διάφορα κείμενα

    Από τον Όμηρο έως τον Πλωτίνο η αρχαία ελληνική θρησκευτική σκέψη παρουσίασε μια μεγάλη εξέλιξη η οποία οφείλετο κυρίως στις επιδράσεις των ανατολικών μυστικιστικών λατρειών αλλά και στην ανάγκη του λάτρη για μια πιο άμεση επαφή με το θεϊκό. Έτσι από ένα πάντρεμα του ομηρικού «μέτρου» και της μυστηριακής «έκστασης» διαμορφώθηκαν δύο ουσιαστικές και αντίθετες όψεις της αρχαιοελληνικής θρησκευτικότητας. Η αρχαιοελληνική μεταφυσική πίστη κινήθηκε μεταξύ του εκκοσμικευμένου ομηρικού ανθρωπομορφισμού και του εκστατικού μυστικισμού του Πλωτίνου.
    Κωνσταντίνος Τσοπάνης
    Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων

    Οι πρόγονοί μας καθόρισαν μεγάλους και αιώνιους πνευματικούς θησαυρούς για αυτούς που έχουν αφυπνισμένο μυαλό και παιδεύονται στην απόκτηση της γνώσης. Δεδομένου πως στη σημερινή εποχή υπάρχουν ολόκληρες ομάδες που αναζητούν τη σοφία των Αρχαίων, σκέπτομαι πως πρέπει, επιβάλλεται να παρέχω μια σχετική φροντίδα για να μπορούν κάπως εύκολα να φθάνουν στη μελέτη των στοιχείων.  Γιατί υπάρχει μια μεγάλη αιτία, που τούτο πρέπει να γίνει. Τα άτομα των οποίων οι ψυχές είναι αφυπνισμένες, μέσα από την τέρψη της μελέτης δεν μπορούν παρά να φέρουν φυλαγμένες στις καρδιές τους τις μορφές εκείνων που ανήκουν στις κατοικίες των Θεών.

    Μολονότι, ο χώρος που διαθέτω είναι κάπως μικρός, θα τολμήσω να δώσω όσο το δυνατόν περισσότερα κείμενα. Και τούτο γιατί γνωρίζω πως οι ελληνικές διάνοιές μας, που εμφύτως σέβονται τις υψηλότερες περιοχές του Αέρα, ανυψούμενες στον ουρανό στα βήματα της Ιστορίας, είναι αναγκαίο να είναι όχι μόνο στα δόγματά τους, αλλά ακόμη και στην καθημερινότητά τους, αυτό που οι πρόγονοί μας θέλησαν μέσω του αιώνιου χρόνου.

     Βιβλία

    Περί των 12 ζωδίων, Τεύκρου του Βαβυλώνιου

    Ουέττιος Ουάλης Αστρολογία

    Παύλου Αλεξανδρέως, Αποτελεσματικά

    Ιωάννης Καματηρός, αστρονομία

    Διογένης Λαέρτιος

    Σίβυλλα

    Γεμίνου, εισαγωγή στα φαινόμενα

    Ησιόδου, Θεογονία

    Παύλου Αλεξανδρέως, ανακεφαλαίωση

    Ιωάννης Καματηρός, ζωδιακός

    Ερατοσθένης, καταστερισμοί

    Πλούταρχος, στον Τίμαιο

    Ανατολίου περί δεκάδος καί τών εντός αυτής αριθμών

    Κλαύδιος Πτολεμαίος, Φάσεις Αστέρων

    Δωρόθεος

    Ηφαιστείων, Επιτομή

    Ετοιμολογία αλφαβήτου

    Πυθαγόρας, Πλανώμενοι αστέρες

    Θέων ο Σμυρναίος

    Ερμείου, Σχόλια στον Φαιδρον του Πλάτωνα

    Δωρόθεος, τα 7 επίθετα των αστέρων

    Αποκάλυψις Αδάμ

    Ιππόλυτος, κατά πασών αιρέσεων

    Θέων Αλεξανδρεύς, πρόχειροι κανόνες

     

     

  • Ελεύθερη απόδοση

    Ελεύθερη απόδοση του πάπυρου PGM IV.1716-1870

    Η ιεροτελεστία ονομάστηκε «ξίφος» γιατί δεν υπάρχει καμία όμοια εξαιτίας της δύναμής της, καθότι άμεσα υποτάσσει και προσελκύει την ψυχή οποιουδήποτε επιθυμείς.
    Καθώς λες την μαγική επίκληση, πες επίσης: «Κάνω να καμφθεί η ψυχή του NN».
    Πάρε λίθο μαγνήτη που αναπνέει (μαγνητίτης;) και χάραξε την Αφροδίτη να κάθεται καβάλα στην Ψυχή και με το αριστερό χέρι της να κρατά τα μαλλιά της που είναι δεμένα σε βοστρύχους (μπούκλες). Και επάνω από το κεφάλι της (χάραξε): «αχμαγε ραρπεψει» και κάτω από την Αφροδίτη και την Ψυχή χάραξε τον Έρωτα να στέκεται στο θόλο του ουρανού, κρατώντας έναν φλεγόμενο δαυλό και καίγοντας την Ψυχή. Και κάτω από τον Έρωτα αυτά τα ονόματα: «αχαπα Αδωναιε βασμα χαρακω Ιακωβ Ιαω η· φαρφαρηϊ». Στην άλλη πλευρά της πέτρας χάραξε την Ψυχή και τον Έρωτα αγκαλιασμένους και κάτω από τα πόδια του Έρωτα αυτά τα γράμματα: «σσς- σσσσς» και κάτω από τα πόδια της ψυχής: «ηηηηηηηη· ». Χρησιμοποίησε την πέτρα, όταν χαραχτεί και καθαγιαστεί, έτσι: βάλε την κάτω από τη γλώσσα σου και περίστρεψε την σε ότι επιθυμείς και πες αυτή τη μαγική επίκληση:
    "Σε καλώ Εσένα, δημιουργέ όλης της δημιουργίας, που απλώνεις τα φτερά σου πέρα από ολόκληρο τον κόσμο, Εσύ, ο απροσπέλαστος και απεριόριστος, ο οποίος αναπνέεις μέσα σε κάθε ζώσα ψυχή δίνοντας λογική, ο οποίος ταίριαξες όλα τα πράγματα μαζί με τη δύναμή Σου, πρωτογέννητε, ιδρυτή του κόσμου, ο έχων χρυσές φτερούγες, του οποίου το φως είναι ανεξιχνίαστο, ο οποίος καλύπτεις δίκαιες σκέψεις και υπάρχεις εμπρός στη σκοτεινή μανία, Μυστικέ Ένα που κρυφά κατοικείς στην κάθε ψυχή. Εσύ δημιουργείς ένα αθέατο πυρ καθώς παίρνεις κάθε ζωντανό πράγμα χωρίς ανάπτυξη, εξαντλημένο από τα βάσανά του, μάλλον έχοντας με ευχαρίστηση γοητεύσει το άλγος από το χρόνο, όταν ο κόσμος εισέρεε στη ζωή. Εσύ επίσης έρχεσαι και φέρνεις πόνο, που είναι μερικές φορές λογικός, μερικές φορές άλογος, εξ αιτίας του οποίου οι άνθρωποι τολμούν πέρα του τι είναι κατάλληλο και παίρνουν προφύλαξη στο Φως Σου το οποίο είναι ανεξιχνίαστο. Ο πλέον ισχυρογνώμων, άνομος, αμείλικτος, ανηλεής, αόρατος, ασώματος, γεννήτωρ της παραφροσύνης, τοξότης, μεταφορέας πυρσού, κύριος πάσης ζώσης αισθήσεως και από κάθε τι κρυφός, φαρμακευτής της λησμονιάς, δημιουργός της σιωπής, δια μέσου του οποίου το φως και προς τον οποίο το φως ταξιδεύει, παιδιάστικος όταν έχει δημιουργήσει με την καρδιά, σοφότατος όταν έχει επιτύχει. Σε καλώ, ατάραχος δια της δεήσεως, δια του μεγάλου ονόματός Σου: αζαραχθαραζα λαθα ιαθαλ· υυυ λαθαϊ· αθαλλαλαφ· ιοιοιο· αϊ αϊ· αϊ· αϊ ουεριευ· οιαϊ· λεγετα· ραμαϊ· αμα· ραταγελ· πρωτοφανη, νυκτιφανη, νυκτιχαρη, νυκτιγενετωρ, επηκοε, ερηκισιθφη αραραχαραρα ηφθισικηρε Ιαβεζεβυθ ΙΩ βύθιε· βεριαμβω βεριαμβεβω· πελάγιε μερμεργου· κρύφιε καί πρεσβύτατε αχαπα· Αδωναίε· βασμα· χαρακω· Ιακώβ· Ιάω· Χαρουήρ· Αρουήρ· Λαϊλαμ· Σεμεσιλάμ· σουμαρτα· μαρβα· καρβα· μεναβωθ· ηιια· Γύρισε την «ψυχή» της NN σε μένα τον NN, έτσι ώστε αυτή να με αγαπήσει, έτσι ώστε αυτή να αισθανθεί πάθος για μένα, έτσι ώστε αυτή να μου δώσει ότι είναι στη εξουσία της. Άφησέ την να πει σε μένα τι βρίσκεται στην ψυχή της επειδή έχω επικαλεστεί το μέγα όνομά Σου».
    Και πάνω σε ένα χρυσό φύλλο χάραξε αυτό το ξίφος: «Ένας Θουριήλ· Μιχαήλ· Γαβριήλ· Ουριήλ· Μισαήλ· Ιρραήλ· Ιστραήλl: Είθε να είναι μια ευνοϊκή μέρα για αυτό το όνομα και για μένα που το γνωρίζω και το φορώ. Συγκαλώ την αθάνατη και αλάνθαστη ισχύ του Θεού. Χορήγησέ μου την υποταγή κάθε ψυχής της οποίας κάθε φορά επικαλούμαι».
    Δώσε το φύλλο σε μια πέρδικα να το καταβροχθίσει και σκότωσέ την. Μετά σήκωσέ την και φόρεσέ την γύρω από τον αυχένα σου προσθέτοντας φλούδα από το φυτό παιδέρως». Είναι η προσφορά θυμιάματος που ζωντανεύει τον Έρωτα και την όλη διαδικασία: λιβανωτός (μάννα) 4 δράμια, στύραξ 4 δράμια, όπιο 4 δράμια, σμύρνα 6 δράμια, λιβανωτό, σαφράν βδέλλιο 2 δράμια. Ανάμιξε σε ένα ξηρό σύκο αλειμμένο με λίπος πάρε κρασί μυρωδάτο, όλα σε ίσες ποσότητες και χρησιμοποίησέ το για την τέλεση. Στην τέλεση πρώτα ρίξε θυμίαμα στο βωμό και έτσι χρησιμοποίησε αυτόν τον τρόπο.
    Υπάρχει επίσης μια  ιεροτελεστία για την  απόκτηση  ενός βοηθού, που φτιάχνεται σε ξύλο από μουριά. Πραγματοποιείται ένας πτερωτός Έρωτα που φορά ένα μανδύα, με το δεξιό πόδι ανυψωμένο (με μορφή βαδίσματος), έχοντας κοίλωμα στο πίσω μέρος (στους γλουτούς). Μέσα στην κοιλότητα βάλε ένα χρυσό φύλλο που έγραψες με σφυρηλατημένη χάλκινη γραφίδα, κάποιου το όνομα. «Μαρσαβουταρθε γίνε βοηθός και υποστηρικτής και αποστολέας ονείρων». Πήγαινε αργά τη νύχτα στο σπίτι αυτής που επιθυμείς, κτύπησε την πόρτα της με τον Έρωτα και πες: «Επίσης, εδώ διαμένει η NN, για να παρουσιαστείς σε αυτήν να πεις αυτά που προτιμώ, όμοιος με αυτόν που σέβεται θεό ή δαίμονα».
    Και πηγαίνοντας στο σπίτι σου, τοποθέτησε το τραπέζι και άπλωσε ένα καθαρό λινό ρούχο και εποχιακά άνθη και τοποθέτησε επάνω τη μικρή εικόνα τη γλυπτή, μετά για αυτήν (την εικόνα) ρίξε θυμίαμα στο βωμό και συνεχώς λέγε τα λόγια της μαγικής επίκλησης και στείλε τον και (αυτός) θα δράσει χωρίς αποτυχία. Όταν δε πλαγιάσεις στο λίθο σε αυτή τη νύχτα θα έχεις όνειρα. Διότι σε άλλη, αφοσιώνεται σε άλλους.

    Αρχαίο κείμενο

     Ξίφος Δαρδάνου· πρᾶξις ἡ καλουμένη ξίφος, ἧς οὐδέν ἐστιν ἶσον διὰ τὴν ἐνέργειαν· κλίνει γὰρ καὶ ἄγει ψυχὴν ἄντικρυς, οὗ ἂν θέλῃς, λέγων τὸν λόγον καὶ ὅτι· κλίνω τὴν ψυχὴν τοῦ δεῖνα.
    λαβὼν λίθον μάγνητα τὸν πνέοντα γλύψον Ἀφροδίτην ἱππιστὶ καθημένην ἐπὶ Ψυχῆς, τῇ ἀριστερᾷ χειρὶ κρατοῦσαν, τοὺς βοστρύχους ἀναδες- μευομένην, καὶ ἐπάνω τῆς κεφαλῆς αὐτῆς· αχμαγε ραρπεψει· ὑποκάτω δὲ τῆς Ἀφροδίτης καὶ τῆς Ψυχῆς Ἔρωτα ἐπὶ πόλου ἑστῶτα, λαμπάδα κρατοῦντα καομένην, φλέγοντα τὴν Ψυχήν. ὑποκάτω δὲ τοῦ Ἔρωτος τὰ ὀνόματα ταῦτα· αχαπα Ἀδωναῖε βασμα χαρακω Ἰακὼβ Ἰάω η· φαρφαρηϊ· εἰς δὲ τὸ ἕτερον μέρος τοῦ λίθου Ψυχὴν καὶ Ἔρωτα περιπεπλεγμένους ἑαυτοῖς καὶ ὑπὸ τοὺς πόδας τοῦ Ἔρωτος ταῦτα· σσς- σσσσς, ὑποκάτω δὲ τῆς Ψυχῆς· ηηηηηηηη· γλυφέντι δὲ τῷ λίθῳ καὶ τελεσθέντι χρῶ οὕτως· λαβὼν αὐτὸν ὑπὸ τὴν γλῶσσάν σου στρέφε, εἰς ὃ θέλεις, λέγε τὸν λόγον τοῦτον·
    ἐπικαλοῦμαί σε, τὸν ἀρχηγέτην πάσης γενέσεως, τὸν διατείναντα τὰς ἑαυτοῦ πτέρυγας εἰς τὸν σύμπαντα κόσμον, σὲ τὸν ἄπλατον καὶ ἀμέτρητον, εἰς τὰς ψυχὰς πάσας ζωογόνον ἐμπνέοντα λογισμόν, τὸν συναρμοσάμενον τὰ πάντα τῇ ἑαυτοῦ δυνάμει, πρωτόγονε, παντὸς κτίστα, χρυσοπτέρυγε, με- λαμφαῆ, ὁ τοὺς σώφρονας λογισμοὺς ἐπικαλύπτων καὶ σκοτεινὸν ἐμπνέων οἶστρον, ὁ κρύφιμος καὶ λάθρᾳ ἐπινεμόμενος πάσαις ψυχαῖς· πῦρ ἀθεώρητον γεννᾷς βαστάζων τὰ πάντα ἔμψυχα οὐ κοπιῶν αὐτὰ βασανίζων, ἀλλὰ μεθ' ἡδονῆς ὀδυνηρᾷ τέρψει, ἐξ οὗ τὰ πάντα συνέστηκεν. σὺ καὶ ἐντυγχανόμενος λύπην φέρεις ποτὲ μὲν σώφρων, ποτὲ δὲ ἀλόγιστος, δι' ὃν ὑπὲρ τὸ καθῆκον τολμῶντες οἱ ἄνθρωποι ἐπὶ τὸν μελανφαῆ σε καταφεύγουσιν. νεώτατε, ἄνομε, ἀνίλαστε, ἀλιτάνευτε, ἀϊδῆ, ἀσώματε, οἰστρογενέτωρ, τοξότα, λαμπαδοῦχε, πάσης πνευματικῆς αἰσθήσεως, κρυφίων πάντων ἄναξ, ταμία λήθης, γενάρχα σιγῆς, δι' ὃν τὸ φῶς καὶ εἰς ὃν τὸ φῶς χωρεῖ, νήπιε, ὅταν γεννηθῇς ἐνκάρδιος, πρεσβύτατε, ὅταν ἐπιτευχθῇς· ἐπικαλοῦμαί σε, τὸν ἀπαραίτητον, τῷ μεγάλῳ σου ὀνόματι· αζαραχθαραζα λαθα ιαθαλ· υυυ λαθαϊ· αθαλλαλαφ· ιοιοιο· αϊ αϊ· αϊ· αϊ ουεριευ· οιαϊ· λεγετα· ραμαϊ· αμα· ραταγελ· πρωτοφανῆ, νυκτιφανῆ, νυκτιχαρῆ, νυκτιγενέτωρ, ἐπήκοε, ερηκισιθφη αραραχαραρα ηφθισικηρε Ἰαβεζεβυθ ἰὼ βύθιε· βεριαμβω βεριαμβεβω· πελάγιε μερμεργου· κρύφιε καὶ πρεσβύτατε αχαπα· Ἀδωναῖε· βασμα· χαρακω· Ἰακώβ· Ἰάω· Χαρουήρ· Ἁρουήρ· Λαϊλαμ· Σεμεσιλάμ· σουμαρτα· μαρβα· καρβα· μεναβωθ· ηιια· ἐπίστρεψον τὴν ψυχὴν τῆς δεῖνα εἰς ἐμὲ τὸν δεῖνα, ἵνα με φιλῇ, ἵνα μου ἐρᾷ, ἵνα μοι δοῖ τὰ ἐν ταῖς χερσὶν ἑαυτῆς. λεγέτω μοι τὰ ἐν τῇ ψυχῇ ἑαυτῆς, ὅτι ἐπικέκλημαι τὸ μέγα σου ὄνομα.
    εἰς δὲ πέταλον χρυσοῦν τὸ ξίφος τοῦτο γράφε· εἷς Θουριήλ· Μιχαήλ· Γαβριήλ· Οὐριήλ· Μισαήλ· Ἰρραήλ· Ἰστραήλ· ἀγαθὴ ἡμέρα γένοιτο τῷ ὀνόματι, καὶ ἐμοί, τῷ εἰδότι αὐτὸ καὶ περικειμένῳ, τὴν ἀθάνατον καὶ ἄπτωτον ἰσχὺν τοῦ θεοῦ παρακαλῶ. δὸς δέ μοι πάσης ψυχῆς ὑποταγήν, ἧς ἂν ἐπικαλέσωμαι. καὶ δὸς τὸ πέταλον καταπεῖν πέρδικι καὶ σφάξον αὐτὸν καὶ ἀνελόμενος φόρει περὶ τὸν τράχηλον ἐνθεὶς εἰς τὴν λεπίδα παιδέρωτα βοτάνην.
    ἔστιν τὸ ἐπίθυμα τὸ ἐμψυχοῦν τὸν Ἔρωτα καὶ ὅλην τὴν πρᾶξιν· μάννης δραχμαὶ δ, στύρακος δραχμαὶ δ, ὀπίου δραχμαὶ δ, ζμύρνης δραχμαὶ δ, λίβανος, κρόκος, βδέλλα ἀνὰ ἡμίδραχμον. ἰσχάδα λιπαρὰν μίξας ἀναλάμβανε οἴνῳ εὐώδει πάντα ἴσα καὶ χρῶ εἰς τὴν χρῆσιν. ἐν δὲ χρήσει πρῶτον ἐπίθυε, καὶ οὕτως χρῶ.
    ἔχει δὲ καὶ πρᾶξιν πάρεδρος, ὃς γίνεται ἐκ μορέας ξύλου· γίνεται δὲ Ἔρως πτερωτὸς χλαμύδα ἔχων, προβεβληκὼς τὸν δεξιὸν πόδα, κοῖλον ἔχων τὸν νῶτον. εἰς δὲ τὸ κοίλωμα βάλε χρυσοῦν πέταλον κυπρίῳ γραφείῳ γράψας ψυχρηλάτῳ τινὸς τὸ ὄνομα· Μαρσαβουταρθε - γενοῦ μοι πάρεδρος καὶ παραστάτης καὶ ὀνειροπομπός. καὶ ἐλθὼν ὀψὲ εἰς τὴν οἰκίαν, ἧς βούλει, κροῦε τὴν θύραν αὐτῆς τῷ Ἔρωτι καὶ λέγε· ἰδέ, ὧδε μένει ἡ δεῖνα, ὅπως παρασταθεὶς αὐτῇ εἴπῃς, ἃ προαιροῦμαι, ὁμοιωθεὶς ᾧ σέβεται θεῷ ἢ δαίμονι. καὶ ἐλθών σου εἰς τὸν οἶκον θὲς τράπεζαν καὶ ὑποστρώσας σινδόνα καθαρὰν καὶ ἄνθη τὰ τοῦ καιροῦ θὲς ἐπάνω τὸ ζῴδιον, εἶτα ἐπίθυε αὐτῷ καὶ λέγε τὸν λόγον συνεχῶς τὸν τῆς ἐπικλήσεως καὶ πέμπε, καὶ ποιήσει ἀπαραβάτως. ὅταν δὲ κλίνῃς τῷ λίθῳ, ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ὀνειροπομπεῖ· ἄλλῃ γὰρ ἄλλων ἔχεται.
    Μηδένα δίδασκε. ἔστιν γὰρ καρτερὸν λίαν καὶ ἀνυπέρβλητον, ποιοῦν πρὸς πάντας αὐθήμερον, ἁπλῶς ἐσχημένως, λίαν καρτερώτατον. ἔστι δέ· λαβὼν κηροῦ οὐγκίας δ, ἄγνου καρποῦ οὐγκίας η, μάννης δραχμὰς δ. ταῦτα λειώσας χωρὶς ἔκαστον, μίςγε τῇ πίσσῃ καὶ τῷ κηρῷ καὶ πλάσον κύνα δακτύλων ὀκτώ, χάσκοντα. ἐνθήσεις δὲ εἰς τὸ στόμα τοῦ κυνὸς ἀπὸ ἀνθρώπου κεφαλῆς βιαίου ὀστέον καὶ ἐπίγραψον εἰς τὰς πλευρὰς τοῦ κυνὸς τοὺς χαρακτῆρας τούτους· ΧΖΟΠΨΧ Ψ καὶ θήσεις ἐπὶ τρίποδα τὸν κύνα. ἐχέτω δὲ ὁ κύων τὸν πόδα ἐπηρμέ- νον τὸν δεξιόν. γράφε δὲ εἰς τὸ πιττάκιον ταῦτα τὰ ὀνόματα καὶ ἃ θέλεις· Ἰάω αστω ιωφη καὶ θήσεις ἐπὶ τὸν τρίποδα τὸ πιττάκιον καὶ ἐπάνω τοῦ πιττακίου στήσεις τὸν κύνα καὶ λέγε ταῦτα πολλάκις τὰ ὀνόματα. καὶ εἰπόντος σοῦ τὸν λόγον ὁ κύων συρίζει. καὶ ἐὰν συρίσειεν, οὐκ ἔρχεται. ἐπίλεγε οὖν πάλιν τὸν λόγον, κἂν ὑλακτήσῃ, ἄγει. εἶτα ἀνοίξας τὴν θύραν εὑρήσεις παρὰ ταῖς θύραις, ἣν θέλεις. παρακείσθω δὲ τῷ κυνὶ θυμι- ατήριον, εἰς ὃ ἐπικείσθω λίβανος, λέγων τὸν λόγον. λόγος· βαυκύων, ἐξορκίζω σε, Κέρβερε, κατὰ τῶν ἀπαγξαμένων καὶ τῶν νεκρῶν καὶ τῶν βιαίως τεθνηκότων· ἄξον μοι τὴν δεῖνα τῆς δεῖνα, ἐμοὶ τῷ δεῖνα τῆς δεῖνα. ἐξορκίζω σε, Κέρβερε, κατὰ τῆς ἱερᾶς κεφαλῆς τῶν καταχθονίων θεῶν· ἄγε μοι τὴν δεῖνα τῆς δεῖνα ζουχ ζουκι το παρυ· υφηβαρμω ενωρ· σεκεμι· κριουδασεφη· τριβεψι· ἄγε μοι τὴν δεῖνα τῆς δεῖνα, ἐμοί, τῷ δεῖνα, ἤδη ἤδη, ταχὺ ταχύ. ἐρεῖς δὲ καὶ τὸν κατὰ πάντων λόγον. ταῦτα δὲ ἐν ἐπιπέδῳ ποιήσεις, καθαρῷ τόπῳ.

  • Ελεύθερη απόδοση

    Ελεύθερη απόδοση του πάπυρου 122 (PGM VIII)

    Μια μαγική επίκληση για την εύνοια του Ερμή. ِΑπό τον Papyrus 122 (PGM VIII), ένα μαγικό εγχειρίδιο χρονολογημένο τον τέταρτο ή πέμπτο αιώνα μ.Χ, στις γραμμές από 1 ως 63, είναι ένα χαριστήριον (μαγική επίκληση για εύνοια) γραμμένο στα Ελληνικά, εκτός από μια φράση στα Κοπτικά. Αποδίδεται στον Αστραψοίκο που ίσως είναι το όνομα διαφόρων Περσών μάγων, σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο. Η μαγική επίκληση είναι μια αυθεντική όψη της Αρχαίας Ελληνικής μαγείας, η οποία επικαλείται τους Θεούς διαμέσου των Αιγυπτιακών Ονομάτων τους, ιδιοτήτων τους κλπ. Είναι ένα κομμάτι της δημιουργίας της σωστής διάταξης της λογικής για την αποτελεσματική μαγεία.

    Προετοιμασία
    Πάρε ξύλο ελιάς και φτιάξε ένα καθισμένο κυνοκέφαλο με το πτερωτό καπέλο του Ερμή, στο κεφάλι του. Και στη ράχη του θήκη και γράψε το όνομα του Ερμή με μύρρα σε χαρτί και βάλε το στη θήκη και λιβάνισε με λιβανωτό και βάλε το όπου θέλεις στο κατάστημα μέσα. Αυτό είναι το όνομα ‘φθορον, φθιονη Θωύθ’ και γράψε επιπλέον τα μεγάλα ονόματα ‘Ίάω Σαβαώθ Αδωνιαίε αβλαναθαναλβα ακραμμαχαρει τξε δος τω εργαστηρίω την πράξιν, την χάριν, την ευπορίαν, επαφροδισίαν, αυτώ τω δείνα και τω εργαστηρίω, ήδη, ήδη, ταχύ, ταχύ’
    Πρέπει να υπάρχει στην πλάτη ένα καπάκι για να κλείνει.

    Τα λόγια της μαγικής επίκλησης στο λιβάνισμα είναι:

    «Έλα σε μένα, Κύριε Ερμή, απολύτως ως τα έμβρυα φθάνουν μέσα στις σπείρες των Γυναικών. Έλα σε μένα, Κύριε Ερμή, ο συλλέγων τις τροφές των Θεών και ανθρώπων. Έλα σε μένα, Κύριε Ερμή, τον [τάδε] και δώσε μου χάρη, τροφή, εύνοια, αίθριο πρόσωπο, γοητεία, καλή ζωή, νίκη και δύναμη για κάθε άνδρα και γυναίκα. Γνωρίζω τα Ονόματά σου που λήφθηκαν στον Ουρανό: Λαμφεν Ουωθι - Ουασθεν Ουωθι - Οαμενωθ - Ενθομουχ. Αυτά είναι τα Ονόματά Σου στις τέσσερις γωνίες του Ουρανού. Γνωρίζω Εσένα και γνωρίζω τις Μορφές Σου που είναι: στην Ανατολή έχεις τη μορφή μιας Ίβεως. Στη Δύση έχεις τη μορφή ενός Κυνοκεφάλου. Στο Βορρά έχεις τη μορφή ενός Όφεως. Στο Νότο έχεις τη μορφή ενός Λύκου. Γνωρίζω ποίο είναι το Φυτό Σου: Άμπελος και Ελιά. Και γνωρίζω το Δένδρο Σου: Έβενος. Σε γνωρίζω Ερμή, οποίος είσαι και από πού είσαι και ποία είναι η Πόλη σου: Ερμούπολις. Γνωρίζω τα βαρβαρικά Ονόματά Σου Φαρναθαρ - Βαραλήλ - Χθα και το αληθινό Σου Όνομα το γραμμένο στην Ιερή Στήλη στα άδυτο της Ερμούπολης, όπου η γέννησή Σου. Έλα σε μένα, Κύριε Ερμή και όποτε η Ίσις, η Μεγαλύτερη των Θεών, Σε είχε επικαλεσθεί, σε κάθε κρίση και σε κάθε μέρος, έναντι ανθρώπων, Θεών και δαιμόνων και ότι ζει κάτω από τη θάλασσα και πάνω στη γη, Αυτή είχε συγκρατήσει τη εύνοιά Σου και είχε νίκη πάνω σε Θεούς και ανθρώπους με κάθε πλάσμα στον κόσμο. Ως εκ τούτου εγώ επίσης [τάδε], επικαλούμαι Εσένα. Για αυτό το λόγο, δώσε μου κάλλος, δομή και χάρη. Άκουσέ με Ερμή, ευεργέτη και εφευρέτη των φαρμάκων. Γίνε Εσύ καλόβουλος για να συνομιλώ μαζί και να ακούω. Εσύ έχεις κάνεις όλα τα πράγματα να διαμορφώνονται σαν το δικό Σου Αιθιοπικό Κυνοκέφαλο, τον Κύριο των Δαιμόνων του Κάτω Κόσμου. Γαλήνεψε όλα και δώσε μου δύναμη. Κάνε [πες το συνηθισμένο] Άσε τους να μου δώσουν χρυσό, ασήμι, ατελείωτη τροφή. Διέσωσέ με πάντα και διαμέσου όλης της αιωνιότητας, από απάτες, όλες τις συκοφαντίες,  δηλητήρια, διαβολικές γλώσσες, από κατοχή, μίσος και των Θεών και των ανθρώπων. Άσε τους να δώσουν σε μένα εύνοια, νίκη και αφθονία. Διότι Εσύ είσαι εγώ και εγώ Εσύ. Το δικό Σου είναι δικό μου και το δικό μου δικό Σου. Εγώ είμαι το ομοίωμά Σου. Αν ίσως κάποιο κακό μπορεί να εμφανιστεί σε μένα κάθε ώρα αυτό το έτος ή μήνα ή μέρα ή ώρα, θα γίνει αυτό στο Μεγάλο Θεό Αχχεμεν Εστροφ. Έτσι, η πλώρη του πιο Ιερού Πλοίου δημιουργήθηκε. Το δικό Σου Αληθινό Όνομα είναι χαραγμένο στην Καθαγιασμένη Στήλη, υψωμένη στον Ιερό Χώρο στην δική Σου γενέτειρα, την Ερμούπολη, το δικό Σου Αληθινό Όνομα Οσεργαριαχ Νομαφι, γιατί είναι δικό Σου Όνομα με δεκαπέντε χαρακτήρες και ο αριθμός των ημερών της Σελήνης που ανατέλλουν. Και το δικό Σου δεύτερο Όνομα έχει τον αριθμό επτά, που συμφωνεί στον Έναν που Κυβερνά τον Κόσμο. Αληθινά: Αβρασάξ. Γνωρίζω Εσένα, Ερμή, και Εσύ γνωρίζεις εμένα. Είμαι Εσύ και Είσαι εγώ. Ως εκ τούτου, Εσύ κάνεις κάθε τι που ζητώ. Με Τύχη και Καλό Δαίμονα γύρισε σε μένα. Τώρα! Τώρα! Γρήγορα! Γρήγορα!»

    Αρχαίο κείμενο

      Φιλτροκατάδεσμος Ἀστραψοίκου. λόγος. ἐλθέ μοι, κύριε Ἑρμῆ, ὡς τὰ βρέφη εἰς τὰσ κοιλίας τῶν γυναικῶν. ἐλθέ μοι, κύριε Ἑρμῆ, συνάγων τὰς τροφὰς τῶν θεῶν καὶ ἀνθρώπων, ἐλθέ μοι, τῷ δεῖνα, κύριε Ἑρμῆ, καὶ δός μοι χάριν, τροφήν, νίκην, εὐημερίαν, ἐπαφροδισίαν, προσώπου εἶδος, ἀλκὴν ἁπάντων καὶ πασῶν. ὀνόματά σοι ἐν οὐρανῷ· Λαμφθεν Οὐωθι: Οὐασθεν Οὐωθι: Ὀαμενώθ: Ἐνθομουχ: ταῦτά εἰσιν τὰ ἐν ταῖσ δ γωνίαις τοῦ οὐρανοῦ ὀνόματα. οἶδά σου καὶ τὰς μορφάς, αἵ εἰσι· ἐν τῷ ἀπηλιώτῃ μορφὴν ἔχεις ἴβεως, ἐν τῷ λιβὶ μορφὴν ἔχεις κυνοκεφάλου, ἐν τῷ βορέᾳ μορφὴν ἔχεις ὄφεως, ἐν δὲ τῷ νότῳ μορφὴν ἔχεις λύκου. ἡ βοτάνη σου ηλολλα: ετεβεν θωητ: οἶδά σου καὶ τὸ ξύλον· τὸ ἐβεννίνου. οἶδά σε, Ἑρμῆ, τίς εἶ καὶ πόθεν εἶ, καὶ τίς ἡ πόλις σου· Ἑρμούπολις. ἐλθέ μοι, κύρι' Ἑρμῆ, πολυώνυμε, εἰδὼς τὰ κρύφιμα τὰ ὑπὸ τὸν πόλον καὶ τὴν γῆν. ἐλθέ μοι, κύρι' Ἑρμῆ, τῷ δεῖνα, εὐεργέτησον, ἀγαθοποιὲ τῆς οἰκουμένης. ἐπάκουσόν μου καὶ χάρισόν με πρὸς πάντα τὰ κατὰ τὴν γῆν οἰκουμένην εἴδη. ἀνοίξας μοι τὰς χεῖρας πάντων συνδωροδοκούν- των, ἐπανάγκασον αὐτοὺς δοῦναί μοι, ἃ ἔχουσιν ἐν ταῖς χερσίν. οἶδά σου καὶ τὰ βαρβαρικὰ ὀνόματα· Φαρναθαρ: Βαραχήλ: Χθα: ταῦτά σοί ἐστιν τὰ βαρβαρικὰ ὀνόματα. Ἐὰν ἐπεκαλέσατό σε Ἶσις, μεγίστη τῶν θεῶν ἁπάντων, ἐν πάσῃ κρίσει, ἐν παντὶ τόπῳ πρὸς θεοὺς καὶ ἀνθρώπους καὶ δαίμονας καὶ ἔνυδρα ζῷα καὶ ἐπίγεια καὶ ἔσχεν τὴν χάριν, τὸ νῖκος πρὸς θεοὺς καὶ ἀνθρώπους καὶ παρὰ πᾶσι τοῖς ὑπὸ τὸν κόσμον ζῴοις, οὕτως κἀγώ, ὁ δεῖνα, ἐπικαλοῦμαί σε. διὸ δός μοι τὴν χάριν, μορφήν, κάλλος· ἐπάκουσόν μου, Ἑρμῆ, εὐεργέτα, φαρμάκων εὑρετά, εὐδιάλεκτος γενοῦ καὶ ἐπάκουσον, καθὼς ἐποίησασ πάντα τῷ Αἰθιοπικῷ κυνοκεφάλῳ σου, τῷ κυρίῳ τῶν χθονίων. πράϋνε πάντας καὶ δός μοι ἀλκήν, μορφήν #κοινόν$, καὶ δότωσάν μοι χρυσὸν καὶ ἄργυρον καὶ τροφὴν πᾶσαν ἀδιάλειπτον. διάσωσόν με πάντοτε εἰς τὸν αἰῶνα ἀπὸ φαρμάκων καὶ δολίων καὶ βασκοσύνης πάσης καὶ γλωττῶν πονηρῶν, ἀπὸ πάσης συνοχῆς, ἀπὸ παντὸς μίσους θεῶν τε καὶ ἀνθρώπων. δότωσάν μοι χάριν καὶ νίκην καὶ πρᾶξιν καὶ εὐπορίαν. σὺ γὰρ ἐγὼ καὶ ἐγὼ σύ, τὸ σὸν ὄνομα ἐμὸν καὶ τὸ ἐμὸν σόν· ἐγὼ γάρ εἰμι τὸ εἴδωλόν σου. ἐπάν τί μοι συββῇ τούτῳ τῷ ἐνιαυτῷ ἢ τούτῳ τῷ μηνὶ ἢ ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ ἢ ταύτῃ τῇ ὥρᾳ, συββήσεται τῷ μεγάλῳ θεῷ Αχχεμεν: εστροφ: τῷ ἐπεγραμμένῳ ἐπὶ τῆς πρώρης τοῦ ἱεροῦ πλοίου. τὸ δὲ ἀληθινὸν ὄνομά σου ἐπεγραμμένον ἐστὶ τῇ ἱερᾷ στήλῃ ἐν τῷ ἀδύτῳ ἐν Ἑρμουπόλει, οὗ ἐστιν ἡ γένεσίς σου. ὄνομά σου ἀληθινόν· Οσεργαριαχ: νομαφι: τοῦτό ἐστίν σου τὸ ὄνομα τὸ πεντεκαιδεκαγράμματον ἔχον ἀριθμὸν γραμμάτων πρὸς τὰς ἡμέρας τῆς ἀνατολῆς τῆς σελήνης, τὸ δὲ δεύτερον ὄνομα ἔχον ἀριθμὸν ζ τῶν κυριευόντων τοῦ κόσμου, τὴν ψῆφον ἔχον τξε πρὸς τὰς ἡμέρας τοῦ ἐνιαυτοῦ. ἀληθῶς· Ἀβρασάξ. οἶδά σε, Ἑρμῆ, καὶ σὺ ἐμέ. ἐγώ εἰμι σὺ καὶ σὺ ἐγώ. καὶ πρᾶξόν μοι πάντα καὶ συνρέποις σὺν Ἀγαθῇ Τύχῃ καὶ Ἀγαθῷ Δαίμονι, ἤδη, ἤδη, ταχύ, ταχύ. Λαβὼν ξύλον ἐλάϊνον ποίησον κυνοκεφάλιον καθήμενον, ἔχοντα τὴν τοῦ Ἑρμοῦ περικεφαλαίαν πτερωτὴν καὶ ἐκ τοῦ νώτου γλωσσόκομον καὶ ἐπίγραφε τὸ ὄνομα τοῦ Ἑρμοῦ εἰς χάρτην καὶ ἐπιτίθει εἰς τὸ γλωσσόκομον. γράφε ζμύρνῃ ἐπευξάμενος, ὃ ποιεῖς ἢ ὃ θέλεις, καὶ πωμάσας ἐπίθυε λιβανωτὸν καὶ τίθει, ὅπου θέλεις ἐν ἐργαστηρίῳ μέσον. ἔστι δὲ τὸ ὄνομα τὸ γραφόμενον· φθορον, φθιονη Θωύθ: προσέτι γράφε καὶ τὰ μεγάλα ὀνόματα ταῦτα· Ἰάω: Σαβαώθ: Ἀδωναῖε ἀβλαναθαναλβα ἀκραμμαχαμαρει, τξε, δὸς τῷ ἐργαστηρίῳ τὴν πρᾶξιν, τὴν χάριν, τὴν εὐπορίαν, ἐπαφροδισίαν, αὐτῷ τῷ δεῖνα καὶ τῷ ἐργαστηρίῳ, ἤδη, ἤδη, ταχύ, ταχύ.

    Σημειώσεις

    ΘΩΥΘ. Είναι ο Θωθ, ταυτίζεται με τον Ερμή.
     ΑΔΩΝΑΙΕ. Το Εβραϊκό όνομα του Θεού.
     ΑΒΛΑΝΑΘΑΝΑΛΒΑ. Μια κοινή μαγική λέξη ή επιγραφή, γενικά χρησιμοποιημένη για ευεργετικούς σκοπούς.
     ΑΚΡΑΜΜΑΧΑΜΑΡΕΙ. Μια κοινή μαγική λέξη ή επιγραφή, γενικά χρησιμοποιημένη για ευεργετικούς σκοπούς. Σπείρες των Γυναικών Παραπέμπει στη μήτρα, αλλά επίσης υπαινίσσεται τις Σπείρες του Κάτω Κόσμου και την Κοσμική Μήτρα της Εκάτης για μέσου της οποίας έλαβε μέρος η αποκάλυψη. Έτσι, ο Ερμής έρχεται στο μάγο σαν μια ψυχή που εισχωρεί σε μια μήτρα μητέρας.
     ΟΥΡΑΝΟ. Σύμφωνα με τον Ιάμβλιχο, είναι τα αρχικά ονόματα των Θεών και ειδικά αγαπητών σε αυτούς.
     Τις Μορφές Σου που είναι η Ίβις είναι ο Θωθ, ο Κυνοκέφαλος είναι ο Άνουβις στη Δύση, ο Όφις είναι ο Ουτο στο Βορρά, ο Λύκος είναι ο Άνουβις στο Νότο.
     Για αυτό το λόγο Το υπόλοιπο της μαγικής επίκλησης είναι προσαρμοσμένο από τη μετάφραση.
     Πες το συνηθισμένο Συμπληρώνεις τι επιθυμείς.
     Αληθινό Όνομα ΟΣΕΡΓΑΡΙΑΧ ΝΟΜΑΦΙ. Αντίθετα για τις ακόλουθες δηλώσεις, το πλήρες όνομα έχει 16 Ελληνικά γράμματα, μάλλον παρά 15 και 6 γράμματα στο δεύτερο όνομα, μάλλον παρά 7 (εκτός αν αυτός παραπέμπει προς το ƒAbrasaj.   
     Κυβερνά τον Κόσμο Οι επτά πλανήτες.
     ΑΒΡΑΣΆΞ Ό πως είναι καλά γνωστό, η αριθμητική αξία του Αβρασαξ είναι 365.

  • Ελεύθερη απόδοση

    Σημείωση

    Υπάρχει ένα κείμενο Λειτουργίας που είναι γνωστό σαν λατρεία του Μίθρα και είναι η διάδοση των μυστηρίων του στο δυτικό κόσμο. Το κείμενο πρέπει να εξεταστεί από την άποψη ενός τελετουργικού που είναι από τα πιο διδακτικά και με έντονο χαρακτήρα, το οποίο μας εισάγει στην ενδότατη ιεροτελεστία των προσεκτικά φρουρημένων μυστικών του Μίθρα. Είναι πολύτιμο για τις πληροφορίες που δίνει για τα τελετουργικά. Μερικά τεμάχια παραμένουν υπό μορφή ύμνων.
    Το κείμενο της Λειτουργίας αποτελείται από δύο κύρια μέρη: ένα λειτουργικό μυστήριο από την άνοδο στις γραμμές 475-750 και ένα σύνολο οδηγιών στις γραμμές 750-834 για τη χρήση του μυστηρίου. Μετά από τη συνοπτική εισαγωγή στις γραμμές 475- 485, το μυστήριο της ανόδου παρουσιάζει τα επτά λειτουργικά στάδια για το εκστατικό ταξίδι της ψυχής: Η ψυχή έτσι αντιμετωπίζει τα τέσσερα στοιχεία στις γραμμές 485-537 στις παραγωγικές και αναπαραγωγικές πτυχές τους. Οι χαμηλότερες δυνάμεις του αέρα στις γραμμές 537-585, περιλαμβανομένων και των ανέμων, των ορμών της βροντής και της αστραπής και των μετεωριτών. Στις γραμμές 585-628 είναι οι πλανητικοί φύλακες των Θεϊκών Θυρών. Ο Ήλιος στις γραμμές 628-657, νεαρός και φλογερός, οι επτά Τύχες στις γραμμές 657-672 και μετά οι επτά Κύριοι του Πόλου στις γραμμές 673-692. Και οι δύο ομάδες είναι από την περιοχή των Απλανών Αστέρων και οι δύο είναι απεικονισμένες στην Αιγυπτιακή μορφή. Και τελικά ο Υψηλότερος Θεός στις γραμμές 692-724, απεικονισμένος ομοίως με τον ίδιο τον Μίθρα.
    Μετά το τέλος στις γραμμές 724-750 στο μυστήριο της ανόδου, οι οδηγίες για χρήση του μυστηρίου παρουσιάζουν ένα ιερό σκαραβαίο, τελετή του Ηλίου στις γραμμές 750-798 παρέχουν τις οδηγίες για την λήψη του φυτού Κεντρίτη και την διαμόρφωση των φυλακτηρίων στις γραμμές 798-830 και επισυνάπτουν δύο πρόσθετες μαγικές επικλήσεις στις γραμμές 831-834. Η κυρίαρχη θέση της μαγείας μέσα στη Λειτουργία του Μίθρα, αξίζει ειδική αναφορά. Το σύνολο του κειμένου της Λειτουργίας είναι διαποτισμένο με την μαγεία, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών της αναπνοής στις γραμμές 537-538: προσεγγίζοντας την αναπνοή από τις ακτίνες, ειδικές συνταγές στις γραμμές 750-755: προπαρασκευάζοντας την πίτα για το σκαραβαίο, μαγικά τελετουργικά στις γραμμές 767-769: θάβοντας το σκαραβαίο, φυλακτήρια στις γραμμές 659-660: φιλώντας τα φυλακτήρια και τέλος οι μαγικοί τύποι.
    Οι μαγικοί τύποι είναι διαφορετικοί στο χαρακτήρα. Μερικοί δείχνουν ονοματοποίηση στη γραμμή 488, κάνοντας έναν ξερό ήχο, πιθανά όμοια με την βροντή, συμβολικοί στη γραμμή 487, χρησιμοποιώντας τα επτά φωνήεντα σε μια σειρά, ή ίσως γλωσσο-λαλική στη σειρά 492. Μερικοί φαίνονται προερχόμενοι από τα Ελληνικά ή μιμούνται τα Ελληνικά γραμμή 562, την Αιγυπτιακή γραμμή 672. Ο Ώρος των δύο οριζόντων 717, ο Ρα, ο Ήλιος, ή Σημιτικές λέξεις γραμμή 591. Ο Αιώνιος Ήλιος, γραμμή 593.


    Τα στοιχεία που παραθέτονται είναι από τον μεγάλο μαγικό πάπυρο 574 του Παρισιού, η ημερομηνία του οποίου καθορίζεται με κάθε πιθανότητα στις αρχές του 4ου αιώνα μΧ.  Το αρχικό κείμενο του τελετουργικού, εντούτοις, έχει λειτουργηθεί από μια σχολή των Αιγυπτίων μάγων, που παρενέβαλαν μερικές πιο ακατανόητες λέξεις και συνδυασμούς φωνηέντων και μεταλλαγές (βοές απόκρυφες), της θεουργικής γλώσσας τους, οι οποίες ήταν γνωστές στην Αίγυπτο σαν «λέξεις δύναμης».
    Το θέμα είναι στη φυσική του πραγματικότητα ένα πιο σκοτεινό και κανείς μέχρι τώρα δεν έχει ρίξει πραγματικό φως σε αυτό. Ωστόσο, ένας επιστήμονας που ερευνούσε την Αίγυπτο και τη Χαλδαία αναφορικά στη «Γλώσσα της φύσης» ή «Γλώσσα των Θεών», είπε: «Στην Αίγυπτο οι ιερείς υμνούν τους Θεούς με τη βοήθεια των επτά φωνηέντων, άδοντας αυτά με σειρά, σε αντικατάσταση του αυλού και του λαγούτου η μουσική εξυμνεί αυτά τα γράμματα στην καρδιά. Έτσι, αν φύγεις από αυτή τη συνοδεία, απλά θα αφαιρέσεις όλη τη μελωδία και μουσική του λόγου».
    Πληροφοριακά, ο Αριστοφάνης και ο Πλίνιος, μας λένε τι είχαν χρησιμοποιήσει σαν μια προστασία ενάντια της αστραπής ή μάλλον για να τη χαιρετήσουν ευλαβικά και αργότερα πρόσθεσαν ότι αυτό ήταν μια παγκόσμια συνήθεια.

    Το Τελετουργικό
    Η προσευχή του πατέρα
    Ω Θεία Πρόνοια, Ω Καλή Τύχη, δώσε μου τη δική Σου Χάρη – μεταβιβάζοντας αυτά τα Μυστήρια μόνο σε ένα Πατέρα και επίσης σε ένα Υιό μόνο – την Αθανασία του - [ένας Υιός] αρχίζει, αντάξια αυτού την Τέχνη μας, με την οποία ο Ήλιος Μίθρας, ο Μέγας Θεός, με διέταξε να είμαι προικισμένος δια του Αρχαγγέλου του. Έτσι εγώ είμαι Αετός μοναχικός, μπορώ να πετώ στον Ουρανό και να ατενίζω όλα τα πράγματα.
     
    Ο Παρακλητικός Λόγος.
    1. Ω! Αρχέγονη Αρχική Αιτία της γένεσής μου, Εσύ Αρχέγονη Ουσία της ουσίας μου, Πρώτη Πνοή της πνοής, η πνοή η οποία είναι μέσα μου, Πρώτιστο Πυρ, Θεέ Δοθέντα για το Μείγμα του μείγματος σε εμέ, [Πρώτιστο Πυρ] του πυρός σε εμέ, Πρώτιστο Ύδωρ του ύδατός μου, το ύδωρ σε εμέ, Αρχέγονη Ουσία Γης, της ουσίας της γης σε εμέ, Εσύ Τέλειο Σώμα δικό μου – του N.N. υιού του N.N., υιού της N.N. – διαμορφούμενος δια του Τιμημένου Βραχίονα και της Αιωνίου Δεξιάς Χειρός, εις τον Κόσμο όστις είναι σκοτεινός, όμως ακτινοβόλος με Φως, [εις τον Κόσμο] όστις είναι άψυχος, όμως πληρούμενος πλήρους Ψυχής!
     
    2. Αν αλήθεια, τούτο δύναται να δείχνει καλό σε σένα, ερμήνευέ με, τώρα υποστηρίζοντας την κατώτερη φύση μου, στην Γέννηση η οποία είναι απαλλαγμένη από Θάνατο. Αρμόζοντας εις το ότι, πέραν της επιτακτικής Ανάγκης η οποία με συνθλίβει, δύναμαι να έχω Θέαση της Αθάνατης Πηγής, δια της χρηστότητας του Αθανάτου Πνεύματος, δια της χρηστότητας του Αθανάτου Ύδατος, δια της χρηστότητας της [Αθάνατης] Πληρότητας και δια της [χρηστότητας] του [Αθανάτου] Αέρος. Αρμόζοντας δύναμαι να γίνω μετεμψυχωμένος εις τη Διάνοια, αρμόζοντας δύναμαι να γίνω μυημένος και ότι η Άγια Πνοή δύναται να υπάρχει σε με. Αρμόζοντας ότι δύναμαι να θαυμάζω το Ιερό Πυρ, ότι δύναμαι να ειδώ το Βάθος της [Νέας] Αυγής, το Ύδωρ το γινόμενο αιτία [της Ψυχής] για να συναρπάζει. Και ότι, Δότη Ζωής, η απονομή Αιθέρος η οποία περιβάλλει [όλα τα πράγματα] δύναται να μου δώσει, Ακοή.
     
    3. Διότι είμαι για να ορώ σήμερα με Αθάνατα Μάτια, εγώ ο θνητός, γεννημένος από θνητή μήτρα, αλλά [τώρα] έγινα καλλίτερος δια της Ισχύος της Ισχυρής Δύναμης, βεβαίως, δια της Άφθαρτης Δεξιάς Χειρός, [είμαι για να ορώ σήμερα] δια της χρηστότητας του Αθανάτου Πνεύματος την Αθάνατη Ζωή, ο Κύριος των Διαδημάτων του Πυρός, εγώ με την αμόλυντη αγνότητα [τώρα] Εξαγνισμένος, η ανθρώπινη ψυχική δύναμή μου υφίσταται αρκετά εφ’ όσον εις καθαρότητα. Την οποία [δύναμη] πάλι θα λάβω διοχετευόμενη προς εμέ, πέραν από την επείγουσα πικρία, η οποία επιβάλλεται σε εμένα, Αναγκαιότητα της οποίας τα χρέη δεν πορεύονται ανεξόφλητα, εγώ ο N.N. υιός της N.N., σύμφωνα με τον Κανονισμό του Θεού ότι τίποτε ποτέ δεν αλλάζει.
     
    4. Διότι αυτό είναι πέραν της κατανόησής μου ότι, γεννημένος κάτωθεν της επιρροής του Θανάτου, θα έπρεπε [αβοήθητος] να ανέρχομαι εις το Ύψος, μαζί με τα χρυσά Σπινθηρίσματα της Λαμπρότητας, η οποία δεν γνωρίζει Θάνατο.
     
    5. Παραμένω γαλήνιος, Ω φύση καταδικασμένη να φθαρείς, [φύση] των ανθρώπων αντικείμενο εις τον Θάνατο! Και αμέσως άφησέ με να διέλθω πέραν της αδυσώπητης Ανάγκης η οποία με συνθλίβει. Διότι αυτός είμαι ο Υιός Του. Αναπνέω, Υπάρχω!
     
    Η Πρώτη Διδασκαλία
    1. Πάρε από την των Ηλίου ακτινών Πνοή, εισπνέοντας τρεις φορές [βαθιά] όσο δεν μπορείς και θα δεις εσύ ο ίδιος να πετάς υψούμενος ψηλά και ανερχόμενος προς το Ύψος, έτσι ότι εσύ φαίνεσαι να είσαι στο μέσον του Αέρα.
    2. Θα ακούσεις τίποτε (μηδέν), ούτε άνθρωπο, ούτε κτήνος, ούτε θα δεις οτιδήποτε από τις θεές πάνω στη Γη, σε εκείνη την ίδια ώρα. Αλλά όλα τα πράγματα που θα βλέπεις θα είναι αθάνατα.
    3. Γιατί θα δεις, σε εκείνη την ίδια μέρα και ώρα, τη διάταξη των Θεών – των Κυβερνώντων Θεών που ανέρχονται προς τον Ουρανό, τους άλλους να κατέρχονται. Και εν τω μέσω του Δίσκου Του – του Θεού, του Πατέρα μου – εκεί θα φανεί η Οδός της Μετάβασης των Θεών προσιτή στη θεά.
    4. Και σε όμοια μέθοδο επίσης [θα φανεί] ο Αγωγός, όπως καλέστηκε, από πού έρχεται ο Άνεμος σε υπηρεσία [για την ημέρα]. Γιατί θα δεις σαν να ήταν ένας Αγωγός κρεμασμένος από τον Δίσκο Του και προς τις περιοχές Δυτικά, σαν να ήταν ένας ατέλειωτος Ανατολικός Άνεμος. Αλλά αν ο άλλος Άνεμος, προς τις περιοχές της Ανατολής είναι σε υπηρεσία, σε όμοια μέθοδο θα δεις, προς τις περιοχές από εκείνη [την πλευρά], το αντίστροφο της θεάς.
    5. Και θα δεις τους Θεούς να σε ατενίζουν σκόπιμα και να πλησιάζουν γρήγορα εσένα. Τότε αμέσως βάλε το δικό σου δεξιό δάχτυλο στα χείλια του και πες:
     
    Ο Πρώτος Λόγος.
    Σιγή! Σιγή! Σιγή!
    Το Σύμβολο του Ζώντα Θεού υπεράνω φθοράς.
    Προστάτευσέ με, Σιγή!
    Μετά «σφύριξε» εμπρός πολύ: Σςς! Σςς!
    Μετά πες «εκφυσώντας»: !
    Και εκ τούτου θα δεις τους Θεούς να σε ατενίζουν καλοκάγαθα και να μην μεταφέρονται προς τα κάτω σε εσένα, αλλά να προχωρούν στο κατάλληλο πρόγραμμα των δράσεών τους.
     
    Η Δεύτερη Διδασκαλία.
    Όταν μετά δεις τον Ανώτερο Κόσμο καθαρό και σαφή, χωρίς έναν από τους Θεούς ή τους Αγγέλους να μεταφέρονται κάτω σε σένα, περίμενε να ακούσεις ένα δυνατό κρότο βροντής έτσι σαν να σε αιφνιδιάζουν.
    Τότε πες πάλι:
     
    Ο Δεύτερος Λόγος.
    1. Ω! Σιγή! Σιγή!
    Είμαι ένας Αστέρας, του οποίου η Πορεία είναι όπως την Πορεία σας, λάμποντας εκ νέου από το βάθος.
    Λέγοντας αυτά, αμέσως ο Δίσκος Του θα αρχίσει να επεκτείνεται.
    2. Και αφότου είπες τον Δεύτερο Λόγο – για να γνωρίζεις, δύο φορές Σιγή και παύση – «σφύριξε» δύο φορές και «εκφυσώντας» δύο φορές και αμέσως θα δεις ένα μεγάλο στρατό από αστέρες, πέντε – εντυπωσιακούς, εμφανιζόμενοι από το Δίσκο Του και γεμίζοντας τον Αέρα.
    3. Κατόπιν πες πάλι:
    Ω Σιγή! Σιγή!
    Και τότε ο Δίσκος Του είναι διευρυμένος [πλήρως], θα κοιτάξεις μια άπειρη περικύκλωση και Θύρες Πυρός γρήγορα κλειστές.
    Αμέσως κινήσου πηγαίνοντας κατόπιν στον Λόγο που ακολουθεί, κλείνοντας τα μάτια σου:
     
    Ο Τρίτος Λόγος.
    1. Άκουσέ με, δώσε σε μένα αυτί – τον N.N. υιό της N.N. – Ω Κύριε, ο οποίος με την δική Σου Πνοή έκλεισες τις Πύρινες Ράβδους του Ουρανού. Διπλά ενσωματωμένος, Κυβερνήτη του Πυρός, Δημιουργέ του Φωτός. Ω! Φέροντα τα Κλειδιά. Εισπνέοντα Πυρ, Πυρήνα Πυρός, του οποίου η Πνοή δίδει Φως. Εσύ ο οποίος χαροποιείσαι στο Πυρ, Ευειδής του Φωτός. Ω! Κύριε του Φωτός του οποίου το Σώμα είναι εκ Πυρός, Δότη Φωτός και Πυρός Σπορέας. Πυρός αδέσμευτος, του οποίου η Ζωή είναι εις το Φως, Πυρός περιστρέφων ο οποίος θέτει το Φως προς κίνηση. Εσύ αφυπνίζοντα Κεραυνό. Ω! Εσύ Δόξα Φωτός, Επέκταση Φωτός, Ελέγχων το Φως του Έβδομου Ουρανού (Ουράνιο Πυρ). Ω! Εσύ τιθασεύων Αστέρα!
     
    2. Ώ! Άνοιξε προς εμέ! Γιατί εξ αιτίας τούτου, της πικρής και αδυσώπητης Ανάγκης η οποία με βασανίζει, πράττω επίκληση στα Αθάνατα Ονόματά Σου, σύμφυτα με Ζωή, τα πλέον σεβασμιότατα τα οποία δεν έχουν ακόμη κατεβεί στη θνητή φύση, δεν έγιναν έναρθρα δια της ανθρώπινης γλώσσας ή ιαχή ή τόνος των ανθρώπων:
    ηεω οηεω ιωω οη ηεω ηεω οη εω ιωω οηηε ωηε ωοη ιη ηω οω οη ιεω οη ωοη ιεω οη ιεεω εη ιω οη ιοη ωηω εοη οεω ωιη ωιη εω οι ιιι ηοη ωυη ηωοηε εω ηια αηα εηα ηεεη εεη εεη ιεω ηεω οηεεοη ηεω ηυω οη εϊω ηω ωη ωη εε οοο υιωη. !
     
    3. Λέγονται όλα αυτά με Πυρ και Πνεύμα, μια φορά εις το τέλος και τότε αρχίζει πάλι η δεύτερη φορά, μέχρι εσύ συμπληρώσεις (όλους) τους Επτά Αθάνατους Θεούς του Κόσμου. Όταν εσύ τους εκβάλεις, βροντές και κρότους θα ακούσεις εις το Πλαίσιο και θα αισθανθείς εσύ ο ίδιος έναν όφη με έκαστο βρόντο. Τότε μια φορά πλέον εκστομίζεις Σιγή!  και η ομιλία το ακολουθεί.
     
    4. Εκ τούτου άνοιξε τα μάτια σου. Και θα δεις οι Θύρες άνοιξαν διάπλατα και ο Κόσμος των Θεών, ο οποίος είναι εντός των Θυρών. Έτσι, ό,τι είναι για απόλαυση και έκσταση από τη θέα, το Πνεύμα σου τρέχει να το συναντήσει και πλανιέται ψηλά. Συνεπώς, κράτησε τον εαυτό σου σταθερά και κοίταξε επίμονα συνεχώς μέσα στο εαυτό σου, έλκοντας πνοή από το Θείο.
    Τότε όταν, η Ψυχή σου θα επιστρέψει, πες:
     
    Ο Τέταρτος Λόγος
    1. Έλα πλησίον, Ω! Κύριε!
    Επί αυτής της άρθρωσης οι Ακτίνες Του θα ανοίξουν σε εσέ και εσύ θα είσαι εν τω μέσω αυτών.
    2. Όταν τότε, θα έχεις πράξει αυτό, θα βλέπεις έναν Θεό, σε άνθη της εποχής, πλάνας ομορφιάς και με Βοστρύχους από Φλόγες, σε ένα λευκό Χιτώνα και έναν ζωηρό ερυθρό Μανδύα, φορώντας έναν Στέφανο από Πυρ. Αμέσως χαιρέτισέ Τον με το Χαιρετισμό του Πυρός:
     
    Ο Πέμπτος Λόγος.
    1. Χαίρε Κύριε! Ω! Εσύ της Ισχυρής Δύναμης, Ω! Βασιλεύ της Ισχυρής Κυριαρχίας, Μέγιστε των Θεών. Ω! Ήλιε, Εσύ Κύριε του Ουρανού και της Γης. Ω! Θεέ των Θεών! Ακλόνητη είναι η Πνοή Σου. Ακλόνητη είναι η Δύναμή Σου! Ω! Κύριε, αν αυτό φαίνεται καλό για Εσένα, κάνε Εσύ αναγγελία για εμένα προς τον Πανίσχυρο Θεό, ο οποίος έχει γεννήσει και δημιουργήσει Εσένα!
    2. Υπέρ αυτού του άνδρα - N.N. υιού της N.N., γεννημένου από την θνητή μήτρα της N.N. και από τον σπερματικό Ιχώρ (αίμα των Θεών), βεβαίως, αυτός ο Ιχώρ, ο οποίος στις δικές Σου Χείρες σήμερα έχει υποβάλλει την μεταστοιχείωση της μετεμψύχωσης (αναβίωσης) κάποιου, από τις τόσο πολλές δεκάδες χιλιάδων μετασχηματιζόμενες σε αιώνια ζωή (αθανασία) την ίδια ώρα, δια μέσω της καλής ευχαρίστησης του Θεού, από τον Θεό τον Υπέρτατο Καλό, ένας άνδρας, λέγω, αποτολμά να λατρεύει Εσένα και ικετεύει με οποιαδήποτε δύναμη που έχει ένας θνητός.
    3. Προς αυτή την άρθρωση έχει έλθει εις τον Πόλο και εσύ θα Τον δεις να κινείται σφαιρικά σε μία ατραπό.
    Τότε κοίταξε επίμονα σοβαρά και ανάδιδε έναν παρατεινόμενο μυκηθμό, όμοιο με μια νότα από ένα κέρας, εκδιώκοντας το σύνολο της αναπνοής, με πίεση στα πλευρικά οστά και φίλησε τα φυλακτήρια και πες πρώτα σε αυτό προς τα δεξιά:
     
    Ο Έκτος Λόγος.
    Προστάτευσέ με! !
    Όταν έχεις εκστομίσει αυτό, θα βλέπεις τις Θύρες να ανοίγουν διάπλατα και να βγαίνουν από το Βάθος, Επτά Παρθένες, με τηβέννους από βύσσο (ύφασμα από λεπτό λινάρι – βαμβάκι της Ηλίδος), με πρόσωπα όφεως και χρυσά σκήπτρα στα χέρια τους. Αυτές είναι που επονομάζονται Τύχες του Ουρανού (αι Τύχαι). Όταν δεις αυτά τα πράγματα, κάνε Χαιρετισμό έτσι:
     
    Ο Έβδομος Λόγος.
    1. Χαίρεστε του Ουρανού Επτά Τύχες, Παρθένες σεβαστές και αγαθές, εσείς ιερές, οι οποίες ζείτε και συντρώγετε με τον ! Εσείς άμωμοι Προστάτες των Τεσσάρων Υποστηριγμάτων!
    Χαίρε Εσύ, η Πρώτη, !
    Χαίρε Εσύ, η Δευτέρα, !
    Χαίρε Εσύ, η Τρίτη, !
    Χαίρε Εσύ, η Τετάρτη, !
    Χαίρε Εσύ, η Πέμπτη, !
    Χαίρε Εσύ, η Έκτη, !
    Χαίρε Εσύ, η Εβδόμη, !
    2. Εκεί έρχονται εμπρός άλλοι, επίσης επτά Θεοί, με πρόσωπα μαύρων ταύρων, με λινό κομμάτι υφάσματος προς κάλυψη της κοιλιακής χώρας και των γεννητικών οργάνων, με επτά χρυσές κορώνες στα κεφάλια τους. Αυτοί είναι οι επονομαζόμενοι Κύριοι του Πόλου του Ουρανού.
     
    Ο Όγδοος Λόγος.
    1. Χαίρεστε Φύλακες του Άξονα, εσείς σεβαστοί εύρωστοι Νέοι, ο οποίοι όλοι με μιας, περιστρέφετε τον περιστρεφόμενο Άξονα του Ουράνιου Κύκλου, εσείς οι οποίοι λύετε βροντή και αστραπή και δονήσεις σεισμών και κεραυνούς επί των στρατιών του βέβηλου λαού, αλλά οι οποίοι δίδετε σε εμένα, ο οποίος είμαι ευλαβής και λάτρης του Θεού, καλή υγεία και σθένος στη μορφή μου σε κάθε τμήμα και κατάλληλη έκταση ακοής και όρασης και γαλήνης, εις το Παρόν καλές ώρες από αυτήν την ημέρα, Ω! Ισχυρέ Κυβερνήτα των Κυρίων και Θεών μου!
    Χαίρε, Ο Πρώτος, !
    Χαίρε, Ο Δεύτερος, !
    Χαίρε, Ο Τρίτος, !
    Χαίρε, Ο Τέταρτος, !
    Χαίρε, Ο Πέμπτος, !
    Χαίρε, Ο Έκτος, !
    Χαίρε, Ο Έβδομος, !
     
    2. Τώρα όταν όλοι είναι παρόντες στη σειρά, εδώ και εκεί, κοίταξε επίμονα εις τον Αέρα προσηλωμένα και θα δεις αστραπές να εκτοξεύονται προς τα κάτω και φώτα να τρεμουλιάζουν και η γη να σείεται και τότε ο Θεός κατέρχεται, ένας Θεός υπερυψωμένος απέραντος, ακτινοβόλου Παρουσίας, με χρυσαφένιους Βοστρύχους, σε άνθη εποχής, ενδεδυμένος με μια τήβεννο από φωτεινότητα, με Στέμμα από χρυσό πάνω στο Κεφάλι Του και ενδύματα στις Κνήμες Του, κρατώντας στο δεξιό Του χέρι τον χρυσαφένιο Ώμο του Μόσχου. Αυτό αργότερα είναι η Άρκτος, η οποία κινεί τον Ουράνιο Θόλο και αλλάζει την κατεύθυνσή του, μόλις πάνω, μόλις κάτω, σύμφωνα με την ώρα. Τότε θα δεις αστραπές να πηδούν από τα Μάτια Του και από το Σώμα Του, αστέρες.
    3. Αμέσως ανάδιδε έναν μυκηθμό παρατεινόμενο, με πίεση της κοιλιακής χώρας, για να αρχίσουν οι αισθήσεις σου να πηγαίνουν όλες μαζί – παρατείνοντας προς αυτό το τέλος, φιλώντας πάλι τα φυλακτήρια και λέγοντας:
     
    Ο Ένατος Λόγος.
    Ω! Κύριε μου – εμένα του N. N. - διέμεινε, μαζί μου, μαζί με την Ψυχή μου! Ω! Μην με αφήνεις!
    Γιατί , οι προσφορές μένουν για Σένα. Και κοίταξε επίμονα προσηλωμένα το Θεό, με μυκηθμό παρατεινόμενο και έτσι χαιρέτησε Αυτόν:
     
    Ο Δέκατος Λόγος.
    Χαίρε Κύριε, Εσύ είσαι Εξουσιαστής του Ύδατος! Χαίρε, Θεμελιωτή της Γης! Χαίρε, Πρίγκιπα της Πνοής! Ω! Κύριε, ζωή γεννηθείσα πάλι, εκπνέω σε αυτήν που έγινε Εξέχουσα και έχοντας γίνει Εξέχουσα, πεθαίνω. Ύπαρξη γεννηθείσα εκτός της κατάστασης της γέννησης και του θανάτου, η οποία δίνει γέννηση σε θνητές ζωές, εγώ τώρα, ελεύθερος, διαβαίνω στην κατάσταση της υπερυψωμένης γέννησης, καθώς Εσύ την έχεις εδραιώσει, σύμφωνα όπως Εσύ έχεις ορίσει και κάνει, το Μυστήριο.

     Εδώ μπορείτε να διαβάσετε το αυθεντικό αρχαίο κείμενο και την απόδοσή του, μαζί με σημειώσεις.

  • Θ ε ο ί

    ΑΡΑ ΓΕ ΧΡΗ ΦΑΝΑΙ ΚΑΙ ΥΠΕΡ ΤΟΥΤΩΝ; ΚΑΙ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΑΡΡΗΤΩΝ ΓΡΑΨΟΜΕΝ ΚΑΙ ΤΑ ΑΝΕΞΟΙΣΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΝΕΚΛΑΛΗΤΑ ΕΚΛΑΛΗΣΟΜΕΝ;
     Θα γράψομε για τα πράγματα που δεν είναι αξιόλογα; Θα αποκαλύψομε τα πράγματα που δεν αποκαλύπτονται; Θα προφέρομε τα πράγματα που δεν προφέρονται;

    Ιουλιανός Αυτοκράτωρ "Ύμνος στη Μητέρα των Θεών"

    Η δημοφιλής θρησκευτική λατρεία των Θεών του Ολύμπου και των Ελληνικών Μυστηρίων συγκρατούν μία περίεργη και ειδική ταλάντευση πάνω από τον αρχαίο κόσμο, σχεδόν για μια χιλιετηρίδα.
    Με μυστικές και δραματικές τελετουργίες τελούνται μυστήρια γέννησης. Ο θάνατος, η μεταθανάτια ζωή και τα Μυστήρια ήταν γενικά, πρωτότυπα για πολλούς τρόπους καθημερινής ζωής και μέθοδοι για εθιμοτυπικές μυσταγωγίες.
    Αν και τα πιο γνωστά από αυτά τα Μυστήρια ήταν αυτά της Δήμητρας και της Κόρης της στην Ελευσίνα και του Διονύσου στην Αθήνα και στη Μίλητο, υπάρχουν κι άλλα εξίσου ή λιγότερο γνωστά, τοπικής λατρείας στο μυστικό χώρο του Ελληνικού κόσμου. Εξ αυτών, αυτά με τη μεγαλύτερη διάρκεια και περισσότερο μυστικισμό ήταν στο νησί Σαμοθράκη, κεντρικό, γύρω από το βόριο Αιγαίο.
    Τα Μυστήρια της Σαμοθράκης φαίνεται να έχουν μία διπλή φύση στο σύστημα της μυσταγωγίας τους. Το βαθμός της μύησης που συσχετίζεται με τις έννοιες “μυστικός” και “απόρρητος” και η εποπτεία που συσχετίζεται με τις έννοιες “σιωπή” και “αφύπνιση”, συμφωνούν χονδρικά στους παρόμοιους βαθμούς στα Μυστήρια της Ελευσίνας. Η Σαμοθράκη είχε τις δικές της Θεότητες και μυστηριωδώς ονομαζόταν Θεοί Μεγάλοι, των οποίων τα ονόματα και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ήταν η μυστική αποκάλυψη στις μυσταγωγίες.
    Οι Μεγάλοι Θεοί ήταν σεβάσμιοι και εντιμότατοι μέχρι το μακρινό βορρά και μέχρι το μακρινό νότο. Η Αρχή μέσα στα Μυστήρια των Μεγάλων Θεών ήταν η σκέψη να δοθεί προστασία τους κίνδυνους, ασφάλεια στην άλλη ζωή και προφύλαξη από τις θύελλες και καταιγίδες της θάλασσας, όπως φαίνεται σε επιγραφές αφιερωμένες στους Θεούς, που υπάρχουν σαν μαρτυρίες. 

     Οι Μεγάλοι Θεοί

    Οι Κάβειροι είναι αρχαιότατες θεότητες, λατρευόμενες στην Ελλάδα από την εποχή των Πελασγών. Η λατρεία παρουσιάζεται πρώτον στις βόρειες νήσους του Αιγαίου, τη Λήμνο, τη Σαμοθράκη (το νησί της Ηλέκτρας), την Ίμβρο και Θάσο καθώς και τις απέναντι αυτών Μακεδονικές, Θρακικές και Μικρασιατικές ακτές. Αργότερα, τον 6ο π.Χ. αιώνα, διαδόθηκε η λατρεία τους και στις Βοιωτικές Ανθηδών και κατόπιν στην περιοχή των Θηβών, όπου άκμαζε το «Καβείριον Ιερόν» και το Ιερόν των Καβείρων», εκ των οποίων το ένα ήταν αφιερωμένο στις Καβειρίδες και το άλλον στους Κάβειρους, όμως και τα δύο περίφημα.

    Οι Κάβειροι ήταν οι Θεοί των Σιδερένιων Σφυρηλατημένων Γεωργικών Εργαλείων, ήταν θεοί της γεωργίας. Ήταν επίσης οι προστάτες Θεοί των φημισμένων Καβειρίων μυστηρίων της Σαμοθράκης, μιας γεωργικής μυστηριακής λατρείας στενά σχετισμένη με τα διασημότερα Ελευσίνια μυστήρια.

    Η καταγωγή ή η σύνδεση της Δήμητρος και αυτών των Θεών λέγεται στην ιστορία των απόκρυφων της Περσεφόνης. Η θεά ήταν έντρομη για την παρθενία της θυγατέρα της και έτσι εγκατέστησε στην κατοχή της, το νησί της Σικελίας όπου έκρυψε την θυγατέρα της. Στην πορεία προσπάθησε να ανατρέψει τις καμίνους και φυσητήρες του Ηφαίστου, αλλά οι γιοι του, οι Κάβειροι, την έδιωξαν. Τελικά, μεσολάβησε ο Δίας, όπως πάντα σε τέτοιες διαφωνίες μεταξύ των Θεών και συμφιλιώθηκαν όταν οι Κάβειροι εμφάνισαν στη Θεά ποικίλα γεωργικά εργαλεία σφυρηλατημένα, όπως αιχμηρά μετάλλων για τα άροτρα, δρεπάνια για τον θερισμό του σίτου κλπ. Η Δημήτηρ ευχαριστημένη με αυτά που είχε, ώστε καθιέρωσε στην Σαμοθράκη όπου ήταν ο Ιασίων (γιος της Ηλέκτρας του Άτλαντος και του Διός) ο αγαπημένος της, τα Καβείρια Μυστήρια στην τιμή τους και τον διόρισε τον πρώτο Ιερέα της νέας λατρείας. Οι αρχικοί Θεοί των Καβειρίων μυστηρίων ήταν οι Κάβειροι, η Δημήτηρ και ο Ιασίων, οι γιοί τους Βοώτης και Πλούτος, οι Θεές Περσεφόνη και Εκάτη και διάφοροι άλλοι δευτερεύοντες Θεοί της γεωργίας.

    Ο Κάβειρος της Θεσσαλονίκης

    Πρώτος από τους ποιητές, τους αναφέρει ο Πίνδαρος. Από τους πιστούς των χαρακτηριζόταν σαν «Θεοί Μεγάλοι», «Θεοί Δυνατοί», «Θεοί Ισχυροί» και λατρευόταν με μυστήρια και νυχτερινές τελετές, των οποίων οι λεπτομέρειες είναι σε μεγάλο κομμάτι, άγνωστες.

    Κατά τον Αθηνίωνα, οι Κάβειροι ήταν δύο, ο Ιασίων και ο Δάρδανος, γιοι του Διός και της Ηλέκτρας θυγατέρας του Άτλαντος. Το όνομά τους όφειλαν στο φρυγικό όρος Κάβειρον, όπου αρχικά παραπέμπουν. Κατά τον Μνασέα το Βηρύτιο, οι Κάβειροι ήταν τρεις, καθώς και οι Καβειρίδες νύμφες, οι αδελφές τους, παιδιά του Ηφαίστου και της Καβειρούς, θυγατέρας του Πρωτέως από την Αγχινόη.

    Γονείς τους είναι ο Ήφαιστος και η Καβειρώ ( Στράβων 10.3.21) ή ο Ζευς και η Καλλιόπη. 

    Γεννήθηκαν στην Λήμνο, όπου λατρευόταν σαν «Θεοί Μειλίχιοι», προστάτες της αμπέλου που καθώς ευδοκιμούσε σε όλα τα ηφαιστειογενή εδάφη, έτσι και στη νήσο αυτή. Άλλοι αναφέρουν τρεις Καβείρους, την Αξίερο, τον Αξιόκερσο και την Αξιόκερσα. Ο Διονυσόδωρος παραδέχεται δύο ζεύγη: Την Αξίερο ταυτιζόμενη με την Δήμητρα και τον Αξιόκερσον προς τον Πλούτωνα, το ένα ζεύγος και την Αξιόκερσα προς την Περσεφόνη και τον Κασμίλο ή Καδμίλο προς τον Ερμή, το άλλο ζεύγος. Τα ονόματά τους δεν προφερόταν από τους πιστούς. Ονομαζόταν γενικά «Άνακτες». Κατά την τελετή των Ελευσινίων, η Δημήτρηρ και η Περσεφόνη αποκαλούταν απλά και μόνο «Θεοί».

    Στην Σαμοθράκη, η οποία θεωρείτο κοιτίδα της λατρείας των Καβείρων, χαρακτηριζόταν σαν προστάτες της ναυσιπλοΐας. Στην Ίμβρο και στη Θάσο σαν ευνοούντες την αφθονία στον τρύγο και σαν προστάτες των τεχνών.

    Επίσης, επειδή πιστευόταν πως οι δύο μεγαλύτεροι φόνευσαν τον έναν, τον νεώτερο, ο οποίος με τη βοήθειά τους ο Ερμής Καδμίλος ανέστησε με άγγιγμα του κηρυκείου του, θεωρείτο σύμφωνα με τον Διόδωρο, προσωποποίηση της πίστης για την αθανασία της ψυχής.

    Οπωσδήποτε, τόσο η λατρεία των Καβείρων, όσο και η έννοια των μυστηρίων τους, ποτέ δεν έγιναν πολύ γνωστά και αυτό γιατί από τους μυημένους υπήρχε απόλυτη μυστικότητα, αλλά για γιατί οι τελετές τους είχαν αλλοιώσεις κατά τόπο και χρόνο.

    Έτσι στη Σαμοθράκη οι ιερείς, όλοι κληρονομικοί, ονομαζόταν Κάδουλοι αλλά και Κάμιλοι, Καδμίλοι και Κάδμιλοι, όπως ο ένας από τους Καβείρους.

    Οι ιερείς κάθιζαν τον μυούμενο μετά τη διδασκαλία και τη δοκιμασία σε θρόνο, από τον οποίο λεγόταν η τελετή της μύησης «θρονισμός». Φορούσε προρφυρή ζώνη και στο κεφάλι στεφάνι από κλωνάρι ελιάς με ένα ελαφρύ πέπλο. Μπροστά από τον θρόνο έκαιγε φωτιά, γύρω από την οποία οι ιερείς ψιθύριζαν λέξεις και φράσεις ακατάληπτες στους αμύητους. Ο ρόλος της ζώνης ήταν να προφυλάσσει τον μυημένο από κάθε κίνδυνο. Χάρις σε αυτήν σώθηκε από την μανία των κυμάτων, ο Οδυσσεύς, χάρις σε αυτήν κατόρθωσε ο Αγαμέμνων να ελέγξει όλες τις στάσεις του στρατού κατά τον Τρωικό πόλεμο.

    Στα μυστήρια αυτά είχαν μυηθεί στη Σαμοθράκη, ο Ορφεύς, ο Ηρακλής, όλοι οι στρατηγοί του Τρωικού πολέμου, οι περισσότεροι των Αργοναυτών, ο Φίλιππος ο Β’ και η Ολυμπιάς, ο Περσεύς της Μακεδονίας πριν τον αγώνα κατά των Ρωμαίων και άλλοι.

    Χαρακτηριστικό της λατρείας στη Λήμνο, ήταν το σβήσιμο κάθε φωτιάς στη νήσο για εννιά μέρες, προκειμένου να έλθει η Ιερή Φλόγα, την οποία μετέφερε πλοίο που ερχόταν από τη Δήλο. Από τη νήσο Δήλο ανανεωνόταν το πυρ στη Λήμνο.

    Η λατρεία των Καβείρων διατηρήθηκε μέχρι της επικράτησης του χριστιανισμού και γινόταν με ανυπέρβλητη λαμπρότητα, ιδίως κατά τους Αλεξανδρινούς χρόνους.

     Καβειριακόν μελανόμορφο αγγείο του 4ου πΧ αιώνα, στο οποίο εικονίζεται η Κίρκη να προσφέρει στον Οδυσσέα το μαγικό ποτό.

     Τα ονόματά τους είναι Ευρυμέδων και Άλκων , σύμφωνα με τα «Διονυσιακά» του Νόννου και Καδμίλος ή Κάμιλος, σύμφωνα με τα «Γεωγραφικά» του Στράβωνα. 

    Σχετικά αποσπάσματα από τα Αρχαία Κείμενα

    Ανθηδών
    Ἀνθηδών, πόλις Βοιωτίας. Ὅμηρος Ἀνθηδόνα τ' ἐσχατόωσαν. ἀπὸ Ἀνθηδόνος τοῦ Δίου τοῦ Ἄνθου τοῦ Ποσειδῶνος καὶ Ἀλκυόνης τῆς Ἄτλαντος. συνῴκισαν δ' αὐτὴν Θρᾷκες, ὡς Λυκόφρων ἀστῷ σύνοικος Θρῃκίας Ἀνθηδόνοσ. ἢ διὰ τὸ πασῶν ἀνθηροτάτην εἶναι. ἔστι καὶ ἑτέρα πόλις πλησίον Γάζης πρὸς τῷ παραλίῳ μέρει. ὁ πολίτης τῆς προ- τέρας Ἀνθηδόνιος. ἔστι καὶ λιμὴν Ἀνθηδόνιος. ἀνηγορεύθη Νίκων παγκρατιαστὴς Ἀνθηδόνιοσ. καὶ Λεωνίδης ζωγράφος, Εὐφράνορος μαθητής, Ἀνθηδόνιος. τῆς δευτέρας ὁ πολίτης Ἀνθηδονίτης. (Στέφανος)
    καλούμενον καὶ ὑπ' αὐτῷ Βοιωτῶν ἐπὶ θαλάσσης πόλις ἐστὶν Ἀνθηδών· γενέσθαι δὲ τῇ πόλει τὸ ὄνομα οἱ μὲν ἀπὸ Ἀνθηδόνος νύμφης, οἱ δὲ Ἄνθαν δυναστεῦσαι λέγουσιν ἐνταῦθα, Ποσειδῶνός τε παῖδα καὶ Ἀλκυόνης τῆς Ἄτλαντος. Ἀνθηδονίοις δὲ μάλιστά που κατὰ μέσον
    τῆς πόλεως Καβείρων ἱερὸν καὶ ἄλσος περὶ αὐτό ἐστι, πλησίον %δὲ& Δήμητρος καὶ τῆς παιδὸς ναὸς καὶ ἀγάλματα λίθου λευκοῦ· (Παυσανίας)

     Καδμίλος
    Καδμῖλος δὲ ὁ Ἑρμῆς. τούτου δὲ καὶ Ἴσσης τινὸς νύμφης, ἀφ' ἧς καὶ Λέσβος ἐκλή- θη Ἴσσα, ἐγεννήθη παῖς ὀνόματι Πρύλις. οὗτος μάντις ὢν προσενεχθέντι τῷ Ἀγαμέμνονι τῇ Λέσβῳ ἄλλως. ὡς μή σε Κάδμοσ· ἀπέστρεψε τὸν λόγον πρὸς τὸν Πρύλιν, ὃς ἦν μάντις ἐν Ἴσσῃ ἤτοι τῇ Λέσβῳ υἱὸς τοῦ Καδμίλου καὶ Κάδμου Ἑρμοῦ καὶ Ἴσσης τινὸς νύμφης, ἀφ' ἧς καὶ ἡ Λέσβος ἡ καὶ Μιτυλήνη ἐκλήθη Ἴσσα, ὃς Πρύλις προςενεχθεὶς τοῖς Ἕλλησιν ὑπέθετο τὸν τρόπον τῆς Ἰλίου ἁλώσεως διὰ μαντείας· εἶπε γὰρ τὴν κατασκευὴν τοῦ δουρείου ἵππου δώροις πεισθεὶς ὑπὸ Παλαμήδους. Ἴσσα ἡ Λέσβος νῆσος ἡ καὶ Μιτυλήνη, περίρρυτος δὲ, διότι νῆσος. ὃν λέγει· ὦ Πρύλι, ὡς μὴ ὤφελέ σε τὸν Πρύλιν φυτεῦσαι καὶ γεννῆσαι ὁ Κάδμοσ ἤτοι ὁ Ἑρμῆς οὕτω λεγόμενος παρὰ Βοιωτοῖς ἐν τῇ Ἴσσῃ καὶ Μιτυλήνῃ τῇ περιρρύτῳ τῇ κυκλουμένῃ ὑπὸ θαλάσσης φυτεῦσαι δὲ ποδηγέτην καὶ ἑρμηνέα καὶ ὁδηγὸν τῶν Ἑλλήνων τῶν αὐθομαίμων δὲ καὶ συγγενῶν Τρώων συγκατασκάπτην - ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΥ ΤΟΥ ΤΖΕΤΖΟΥ

    Κάμιλοι
    ὅσα δὲ παρὰ Τυρρηνοῖς καὶ ἔτι πρότερον παρὰ Πελασγοῖς ἐτέλουν ἐπί τε Κουρήτων καὶ μεγάλων θεῶν ὀργιασμοῖς οἱ καλούμενοι πρὸς αὐτῶν κάδμιλοι, ταῦτα κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον ὑπηρέτουν τοῖς ἱερεῦσιν οἱ λεγόμενοι νῦν ὑπὸ Ῥωμαίων κάμιλοι. ἔτι πρὸς τούτοις ἔταξε μάντιν ἐξ ἑκάστης φυλῆς ἕνα παρεῖναι τοῖς ἱεροῖς, ὃν ἡμεῖς μὲν ἱεροσκόπον καλοῦμεν, Ῥωμαῖοι δὲ ὀλίγον τι τῆς ἀρχαίας φυλάττοντες ὀνομασίας ἀρούσπικα προσαγορεύουσιν. ἅπαντας δὲ τοὺς ἱερεῖς τε καὶ λειτουργοὺς τῶν θεῶν ἐνομοθέτησεν ἀποδείκνυσθαι μὲν ὑπὸ τῶν φρατρῶν, ἐπικυροῦσθαι δὲ ὑπὸ τῶν ἐξηγουμένων τὰ θεῖα διὰ μαντικῆς. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΕΩΣ

    Μυστήρια
    Παυσανίου Βοιωτικά κατὰ δὲ τὴν ὁδὸν τὴν ἀπὸ τῶν πυλῶν τῶν Νηιστῶν τὸ μὲν Θέμιδός ἐστιν ἱερὸν καὶ ἄγαλμα λευκοῦ λίθου, τὸ δὲ ἐφεξῆς Μοιρῶν, τὸ δὲ Ἀγοραίου Διός· οὗτος μὲν δὴ λίθου πεποίηται, ταῖς Μοίραις δὲ οὐκ ἔστιν ἀγάλματα. καὶ ἀπωτέρω μικρὸν Ἡρακλῆς ἕστηκεν ἐν ὑπαίθρῳ Ῥινοκολούστης ἐπωνυμίαν ἔχων, ὅτι τῶν κηρύκων, ὡς οἱ Θηβαῖοι λέγουσιν, ἀπέτεμεν ἐπὶ λώβῃ τὰς ῥῖνας, οἳ παρὰ Ὀρχομενίων ἀφίκοντο ἐπὶ τοῦ δασμοῦ τὴν ἀπαίτησιν.
    σταδίους δὲ αὐτόθεν πέντε προελθόντι καὶ εἴκοσι Δήμητρος Καβειραίας καὶ Κόρης ἐστὶν ἄλσος· ἐσελθεῖν δὲ τοῖς τελεσθεῖσιν ἔστι. τούτου δὲ τοῦ ἄλσους ἑπτά που σταδίους τῶν Καβείρων τὸ ἱερὸν ἀφέστηκεν. οἵτινες δέ εἰσιν οἱ Κάβειροι καὶ ὁποῖά ἐστιν αὐτοῖς καὶ τῇ Μητρὶ τὰ δρώμενα, σιωπὴν ἄγοντι ὑπὲρ αὐτῶν  συγγνώμη παρὰ ἀνδρῶν φιληκόων ἔστω μοι. τοσοῦτο δὲ δηλῶσαί με καὶ ἐς ἅπαντας ἐκώλυσεν οὐδέν, ἥντινα λέγουσιν ἀρχὴν οἱ Θηβαῖοι γενέσθαι τοῖς δρωμένοις.
    πόλιν γάρ ποτε ἐν τούτῳ φασὶν εἶναι τῷ χωρίῳ καὶ ἄνδρας ὀνομαζομένους Καβείρους, Προμηθεῖ δὲ ἑνὶ τῶν Καβείρων καὶ Αἰτναίῳ τῷ Προμηθέως ἀφικομένην Δήμητρα ἐς γνῶσιν παρακαταθέσθαι σφίσιν· ἥτις μὲν δὴ ἦν ἡ παρακαταθήκη καὶ τὰ ἐς αὐτὴν γινόμενα, οὐκ ἐφαίνετο ὅσιόν μοι γράφειν, Δήμητρος δ' οὖν Καβειραίοις δῶρόν ἐστιν ἡ τελετή. κατὰ δὲ τὴν Ἐπιγόνων στρατείαν καὶ ἅλωσιν τῶν Θηβῶν ἀνέστησαν μὲν ὑπὸ τῶν Ἀργείων οἱ Καβειραῖοι, ἐξελείφθη δὲ ἐπὶ χρόνον τινὰ καὶ ἡ τελετή. Πελαργὴν δὲ ὕστερον τὴν Ποτνιέως καὶ Ἰσθμιάδην Πελαργῇ συνοικοῦντα καταστήσασθαι μὲν τὰ ὄργια αὐτοῦ λέγουσιν ἐξ ἀρχῆς, μετενεγκεῖν δὲ αὐτὰ ἐπὶ τὸν Ἀλεξιάρουν καλούμενον· ὅτι δὲ τῶν ὅρων ἐκτὸς ἐμύησεν ἡ Πελαργὴ τῶν ἀρχαίων, Τηλώνδης καὶ ὅσοι γένους τοῦ Καβειριτῶν ἐλείποντο κατῆλθον αὖθις ἐς τὴν Καβειραίαν. Πελαργῇ μὲν δὴ κατὰ μάντευμα ἐκ Δωδώνης καὶ ἄλλα ἔμελλεν ἐς τιμὴν καταστήσασθαι καὶ ἡ θυσία, φέρον ἐν τῇ γαστρὶ ἱερεῖον·
    τὸ δὲ μήνιμα τὸ ἐκ τῶν Καβείρων ἀπαραίτητόν ἐστιν ἀνθρώποις, ὡς ἐπέδειξε δὴ πολλαχῇ. τὰ γὰρ δὴ δρώμενα ἐν Θήβαις ἐτόλμησαν ἐν Ναυπάκτῳ κατὰ ταὐτὰ ἰδιῶται δρᾶσαι, καὶ σφᾶς οὐ μετὰ πολὺ ἐπέλαβεν ἡ δίκη. ὅσοι δὲ ὁμοῦ Μαρδονίῳ τῆς στρατιᾶς τῆς Ξέρξου περὶ Βοιωτίαν ἐλείφθησαν, τοῖς παρελθοῦσιν αὐτῶν ἐς τὸ ἱερὸν τῶν Καβείρων τάχα μέν που καὶ χρημάτων μεγάλων ἐλπίδι, τὸ πλέον δὲ ἐμοὶ δοκεῖν τῇ ἐς τὸ θεῖον ὀλιγωρίᾳ, τούτοις παραφρονῆσαί τε συνέπεσεν αὐτίκα καὶ ἀπώλοντο ἐς θάλασσάν τε καὶ ἀπὸ τῶν κρημνῶν ἑαυτοὺς ῥίπτοντες. Ἀλεξάνδρου δέ, ὡς ἐνίκησε τῇ μάχῃ, Θήβας τε αὐτὰς καὶ σύμπασαν τὴν Θηβαΐδα διδόντος πυρί, ἄνδρες τῶν ἐκ Μακεδονίας ἐλθόντες ἐς τῶν Καβείρων τὸ ἱερὸν ἅτε ἐν γῇ τῇ πολεμίᾳ κεραυνοῖς τε ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἀστραπαῖς ἐφθάρησαν.
    οὕτω μὲν τὸ ἱερὸν τοῦτό ἐστιν ἐξ ἀρχῆς ἅγιον· τοῦ Καβειρίου δὲ ἐν δεξιᾷ πεδίον ἐστὶν ἐπώνυμον Τηνέρου μάντεως, ὃν Ἀπόλλωνος παῖδα εἶναι καὶ Μελίας νομίζουσι, καὶ Ἡρακλέους ἱερὸν μέγα ἐπίκλησιν Ἱπποδέτου


     
    Ηρόδοτος - Ευτέρπη 2.50.1 διότι ήδη οι Αθηναίοι εκείνο τον καιρό ως Έλληνες υπολογίζονται, όταν ήρθαν οι Πελασγοί να ζήσουν στη χώρα μαζί τους και με αυτόν τον τρόπο άρχισαν να αναγνωρίζονται ως Έλληνες. Όποιος δε στα Καβείρια μυστήρια μυείται, τα οποία οι κάτοικοι της Σαμοθράκης κάνουν αφού τα έμαθαν από παράδοση από τους Πελασγούς, αυτός ο άνδρας (ο μυημένος) γνωρίζει αυτό που λέγω. Διότι τη Σαμοθράκη στο παρελθόν κατοίκησαν Πελασγοί, που ήρθαν να ζήσουν μεταξύ των Αθηναίων και είναι από αυτούς οι κάτοικοι της Σαμοθράκης διδάχθηκαν τα μυστήρια. Όρθια έχουν τα αιδοία (γεννητικά μόρια) οι Αθηναίοι, στα αγάλματα του Ερμή, είναι οι πρώτοι Έλληνες που το έκαναν πληροφορούμενοι από τους Πελασγούς. Οι δε Πελασγοί έλεγαν κάποιον θεϊκό λόγο για αυτό, τον οποίο εξέθεταν στα Μυστήρια στη Σαμοθράκη

    Ηρόδοτος - Θέλεια
    3.37.2: Έτσι δε λοιπόν στο Ιερό του Ηφαίστου (ο θεός Φθα στους Αιγυπτίους) και κορόιδεψε πολύ το άγαλμα…..Εισήλθε και στο Ιερό των Καβείρων, μέσα στο οποίο δεν είναι έννομο να υπάρχει άλλος εκτός του ιερέα. Αυτά είναι δε τα αγάλματα και ξεθεμελίωσε πολλά κατεδαφίζοντας. Αυτά μοιάζουν με του Ηφαίστου. Και λένε πως είναι αυτού παιδιά.

    Στράβων Γεωγραφικά (10.3.19-21):ο Ακουσίλαος ο Αργείος, λέει πως ο Κάμιλλος είναι (γιος) της Καβειρούς και του Ηφαίστου, από αυτόν (γεννήθηκαν) τρεις Κάβειροι από τους οποίους (γεννήθηκαν) οι Καβειρίδες Νύμφες. Ο Φερεκύδης λέγει από τον Απόλλωνα και την Ρητία γεννήθηκαν εννέα Κορύβαντες, που κατοίκησαν στην Σαμοθράκη. Από την Καβειρώ την θυγατέρα του Πρωτέως και τον Ήφαιστο, γεννήθηκαν τρεις (γιοι) Κάβειροι και τρεις Καβερίδες (θυγατέρες) και σε όλους έγιναν ιερά. Προ πάντων στην Ίμβρο και τη Λήμνο συμβαίνει να τους τιμούν, αλλά και στην Τροία και τις γύρω πόλεις. Τα ονόματά τους είναι μυστικά. Ο Ηρόδοτος λέει πως στην Μέμφιδα είναι ιερά των Καβείρων καθώς και του Ηφαίστου και αυτά τα κατέστρεψε ο Καμβύσης. Είναι ακατοίκητα τα μέρη των θεών αυτών.

    Ο ίδιος ο Στράβων λέει αλλού
    Κύρβαντος. Κύρβας, είναι κύριο όνομα εκ του οποίου και οι Κορύβαντες. Θεοί δίπλα στη Ρέα. Αυτοί διαφύλαξαν τον Δία. Ή από το το κρύβειν ή το κρυβάζειν, απ’ όπου και οι λέξεις κυρβασία και κρυβασία. Ο Στράβων αναφέρει τους Κορύβαντες σαν θεούς που είναι παιδιά της Αθηνάς και του Ηλίου. Συνεχίζει το Στράβων, πως μερικοί άλλοι ότι είναι του Κρόνου, άλλοι του Δία και της Καλλιόπης αυτούς τους ίδιους με τους Καβείρους που πήγαν στην Σαμοθράκη που προηγούμενα έλεγαν Μελίτη και τα δρώμενά τους είναι κρυφά.

    Παυσανίου - Μεσσηνιακά 4.1.5-9:
    Πρώτοι λοιπόν, βασιλεύουν αυτήν την χώρα (Μεσσήνη) ο Πολυκάων και ο Λέλεγος και η Μεσσήνη η γυναίκα του Πολυκάονος. Στη Μεσσήνη τα μυστήρια των Μεγάλων Θεών έφερε από την Ελευσίνα ο Κελαινός του Φλύου. Οι Αθηναίοι λέγουν πως ο Φλύος είναι γιος της Γης. Την μυσταγωγία των Μεγάλων Θεών έφερε ο Λύκος ο Πανδίονος και πολλά χρόνια αργότερα ο Καύκων ανέβασε σε μεγαλύτερη υπόληψη. Ακόμα, ονομάζουν το δάσος του Λύκου όπου καθαγίαζαν τους μυημένους. Και πως υπάρχει δάσος σε αυτή τη γη που καλείται Λύκος. Ο Μέθαπος που ήταν Αθηναίος, ήταν μύστης και συνέταξε κάθε είδους μυστήρια και κατέστησε τις μυσταγωγίες των Καβείρων στη Θήβα.

    Διόδωρος Σικελιώτης
    4.49.8: Οι Αργοναύτες λέγουν από την Τροία εξαπλωμένοι στη Σαμοθράκη ήρθαν και στους Μεγάλους Θεούς αφού απέδωσαν τα ταξίματα στους Θεούς, πάλι αφιέρωσαν τις τεφροδόχους στο ναό αυτές που ακόμα και τώρα διαμένουν.

    Σούδα λεξικόν : Ζηρυνθία: είναι η Αφροδίτη. Και Ζηρύνθιον και Ζήρινθον σπήλαιο στο οποίο θυσίαζαν τους κύνες. Εδώ είναι τα μυστήρια των Κορυβάντων και της Εκάτης.

     ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

    Καβειρώ ή Καβείρη. Θυγατέρα του Πρωτέως και της Αγχινόης, μητρός από τον Ήφαιστο των Καβείρων Θεών και Καβειρίδων Νυμφών ή μητέρα του Καδμίλου πατέρα των Καβείρων. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, η Καβειρώ είναι Θράσσα (από τη Θράκη) και μητέρα των Καβείρων Άλκηνος και Ευρυμέδοντος.

    Καβείρια είναι εορτή που γινόταν προς τιμή των «Μεγάλων Θεών», των Καβείρων, αναμνηστικά νομίσματα της οποίας κόπηκαν στην Θεσσαλονίκη και την Πέργαμο.

    Καβειρία και Καβειραία, λέγεται επίκληση της Δήμητρος.

    Καβειριάρχης είναι ένας τίτλος που έφεραν αρχικά τέσσερις και έπειτα τρεις και τελικά ένας ιερατικός άρχοντας, που επιμελούταν τα της εορτής των μυστηρίων. Εκτελούσαν χρέη μυσταγωγών και από τις επιγραφές φαίνεται πως υπήρχαν γεγονότα, των οποίων η χρονολόγηση γινόταν από αυτούς.

    Καβειρίδες είναι οι Νύμφες των Καβείρων, θυγατέρες του Ηφαίστου και της Καβειρούς.

    Καβείριον είναι το Ιερό των Καβείρων σε απόσταση 25 σταδίων και βόρεια των θηβαϊκών Νηϊστών Πυλών. Ο Παυσανίας στα «Βοιωτικά» τις περιγράφει εκτενώς. Ανασκάφηκαν το 1887 από την Γερμανική Αρχαιολογική σχολή. Στις ανασκαφές βρέθηκαν βάσεις λατρευτικών αγαλμάτων, επιγραφές, μελανόμορφα αγγεία πήλινα και διάφορα είδωλα που αποδείκνυαν πως στο Ιερό λατρευόταν από τους κατοίκους της περιοχής, μόνο άρρενες θεοί. Οι Καβειρίδες είχαν δικό τους Ιερό σε απόσταση 7 σταδίων από αυτό. Για τα μυστήρια σε αυτά τα Ιερά δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες γιατί και ο Παυσανίας αλλά και οι υπόλοιποι που τα αναφέρουν, είναι φειδωλότατοι στις πληροφορίες τους.

  • Θεογονία Ησιόδου

    Τις Ελληνικές θεότητες συναντούμε σε όλα τα αρχαία και νεώτερα κείμενα, όπως του Ησίοδου, του Όμηρου, του Απολλώνιου του Ρόδιου κλπ. Όμως κατ’ εξοχήν σε ποίημα, μόνο ο Ησίοδος έγραψε για τη θεογονία πλήρως και απ’ ότι γνωρίζω μόνο ο Απολλώνιος ο Ρόδιος, σε κείμενο.

    Εκτός από τα θεογονικά ποιήματα που κυκλοφορούσαν με το όνομα του Ορφέα γνωρίζουμε από σκόρπιες πληροφορίες στα αρχαία κείμενα ότι ήδη από τον 7ο και 6οαιώνα π.Χ. υπήρχαν και άλλες θεογονίες που αποδίδονταν σε μυθικά ή και ιστορικά πρόσωπα. Με βάση τα αποσπάσματα που διαθέτουμε γι’ αυτές μπορούμε να ισχυριστούμε ότι δεν είχαν άμεση εξάρτηση από τη Θεογονία  του Ησιόδου, αλλά ότι αντιπροσώπευαν διαφορετικές πραγματώσεις του ίδιου παραδοσιακού ποιητικού είδους. Ποιητικές Θεογονίες αποδίδονταν, εκτός από τον Ορφέα και το Μουσαίο, στον Αριστέα και τον Επιμενίδη. Θεογονίες σε πεζό λόγο στον Άβαρη και τον Φερεκύδη. Κοσμογονίες στο Αίνο και τον Θάμυρη.

    Στοιχεία αναφερόμενα στη Θεογονία του Ησιόδου

    Ο τίτλος του έργου καθιερώθηκε μάλλον από τους αλεξανδρινούς φιλολόγους. Ο Ηρόδοτος κάνει για τη θεογονίην που έφτιαξαν ο Όμηρος και ο Ησίοδος για λογαριασμό των Ελλήνων.

    Τα βασικά μέρη του ποιήματος όπως μας σώζεται, είναι τα ακόλουθα:

    1-115 : Προοίμιο το οποίο διακρίνεται σε δύο μικρότερες ενότητες:

    1) ύμνος στις Μούσες, 1-103.

    2) επίκληση στις Μούσες, 104-115.

    116-962 : Θεογονία και Κοσμογονία. Διακρίνεται στις εξής υποενότητες,

    1) οι πρώτες τέσσερις υπάρξεις (Χάος, Γαία, Έρως, Τάρταρος), 116-122.

    2) η 1η θεϊκή γενιά, 123-210: α) τα τέκνα του Χάους και τα τέκνα τους, 123-125, β) τα παιδιά της Γης με παρθενογένεση και με τον Ουρανό, 126-153, γ) η πρώτη πράξη της θεϊκής διαδοχής (ευνουχισμός του Ουρανού και γέννηση της Αφροδίτης), 154-210.

    3) η 2η θεϊκή γενιά, 211-239: 1) τα τέκνα της Νύχτας και της Έριδας, 211-232, 2) τα τέκνα του Πόντου, 232-239.

    4) η 3η θεϊκή γενιά, 240-886: 1) τα τέκνα του Νηρέα, 240-264, 2) τα τέκνα του Θαύμαντα, 265-269, 3) τα τέκνα του Φόρκη και της Κητώς και οι απόγονοι τους, 270-336, 5) τα εγγόνια του Ουρανού, 337-8 19.

    Στο τμήμα αυτό περιλαμβάνονται:

    ·       τα τέκνα της Τηθύος και του Ωκεανού, 337-370

    ·       τα τέκνα της Θείας και του Υπερίονα 371-374

    ·       τα τέκνα του Κρείου και της Ευρυβίας και τα παιδιά τους, 375-388

    ·       η Στύγα και τα παιδιά της, 389-403

    ·       τα τέκνα της Φοίβης και του Κοίου και η εγγονή τους Εκάτη, 404-413

    ·       ο ύμνος στην Εκάτη, 414-452

    ·       τα τέκνα του Κρόνου και της Ρέας, 453-458

    ·       η πράξη της θεϊκής διαδοχής (εξαπάτηση του Κρόνου, γέννηση του Δία), 459-506

    ·       τα παιδιά του Ιαπετού, 507-511

    ·       η ιστορία του Προμηθέα και της Πανδώρας, 512- 616

    ·       η πράξη της θεϊκής διαδοχής-Τιτανομαχία, 617-73 1

    ·       περιγραφή του Ταρτάρου και των κατοίκων του, 732-8 19

    ·       η πράξη της θεϊκής διαδοχής-Τυφωέας, 820-868

    ·       τα τέκνα του Τυφωέα, 869-880

    ·       η βασιλεία του Διός, 881-885

    5) η 4η θεϊκή γενιά, 886-962: 1) οι γάμοι του Δία με θεές, η γέννηση της Αθηνάς και του Ηφαίστου 886-929, 2) τα τέκνα του Ποσειδώνα, 930-933, 3) τα τέκνα του Άρη και της Αφροδίτης, 933-937, 4) άλλοι γάμοι των θεών (και με θνητές γυναίκες), 938-962.

    963-1022  Ηρωογονία.

    Υποενότητες 1) δεύτερο προοίμιο, 963-968. 2) ενώσεις θεαινών με θνητούς ανθρώπους, 969-1018.

    3) τρίτο προοίμιο, μετάβαση στον Κατάλογο, 1019-1022.

    Στο στίχο 105 ο Ησίοδος προτρέπει τις Μούσες να ψάλλουν το γένος των Θεών, κάτω όμως από τον όρο «θεοί» περιλαμβάνονται διάφορες κατηγορίες Θεοτήτων. Οι κυριότερες απ’ αυτές στην Θεογονία είναι:

    Α. Θεοί της λατρείας, όπως ο Δίας, ο Απόλλων, η Άρτεμις, η Θέτις, η Αμφιτρίτη, η Εκάτη, ο Προμηθέας, οι Ώρες, οι Χάριτες κι άλλοι. Υπάρχει μνεία τοπικών λατρειών τόσο της Βοιωτίας (Ζευς, Μνημοσύνη) όσο και άλλων περιοχών της Ελλάδας, όπως στο Άργος η Ήρα, ή  Κυθέρεια και Κύπρια Αφροδίτη.

    Β. Θεοί της μυθολογίας. όπως η Τηθύς, η Φοίβη, ο Κόττος, σι Εσπερίδες, η Σφίγγα, ο Τυφωέας, ο Άτλας, ο Επιμηθέας και ίσως ο Κρόνος, ο Ιαπετός και συλλογικά οι Τιτάνες. Οι θεότητες αυτές συμπεριλήφθηκαν στη Θεογονία όχι γιατί διέθεταν κάποια λατρεία, αν και μερικές ήταν ίσως ξεχασμένες λατρευτικές μορφές, αλλά εξαιτίας του σημαντικού ρόλου που είχαν στις αφηγήσεις του Ησίοδου.

    Γ. Θεοί που είναι άγνωστοι τόσο από τη λατρεία όσο και από τη μυθοπλασία, όπως οι Μελίες, ο Θαύμας, ο Κρείος. η Κητώ, ο Αστραίος, ο Πέρσης. Μερικοί απ’ αυτούς ίσως να διέθεταν κάποτε λατρεία, άλλοι φαίνονται επινοήσεις είτε του Ησιόδου είτε αρχαιότερων ποιητών.

    Δ. Μεμονωμένα μέλη θεϊκών ομάδων. Η ελληνική θρησκεία εκτός από τις μεμονωμένες και ατομικές θεότητες διέθετε και συλλογικά σώματα θεοτήτων που αναφέρονταν συνήθως στον πληθυντικό και ήταν αρχικά απροσδιόριστα ως προς τον αριθμό των μελών τους και τις ιδιαίτερες ταυτότητες αυτών των μελών. Εδώ ανήκουν οι Νύμφες, οι Νηρηίδες, οι Ώρες, οι Χάριτες, οι Κύκλωπες, οι Μούσες και άλλοι. Στη θεογονία αυτές οι ομάδες θεοτήτων αναφέρονται με συγκεκριμένο αριθμό μελών, συνήθως τρία ή εννιά και με ξεχωριστά ονόματα για το κάθε μέλος. Σε μεγάλο βαθμό τα ονόματα και οι αριθμοί φαίνονται επινοήσεις του ίδιου του Ησιόδου ή των προδρόμων του, καθότι σε άλλα κείμενα το σύνολο διαφοροποιείται, τόσο στα ονόματα όσο και στο σύνολο.

    Ε. Θεοί-στοιχεία του κόσμου, όπως ο Ουρανός, ο Πόντος, ο Αιθέρας. η Νύχτα. τα Όρη και λοιπά.  Κάποιοι απ’ αυτούς διέθεταν και πραγματική λατρεία, όπως η Γη, η Νύχτα και σι ποταμοί.

    Ζ. Θεότητες που προσωποποιούν αφηρημένες ιδέες, όπως ο Θάνατος, ο Ύπνος, η Νίκη, η Φήμη, ο Φόβος, το Κράτος, η Βία κ.τ.λ.

    Οι γενεαλογίες του Ησιόδου εξηγούν τις σχέσεις μεταξύ των θεοτήτων. Η δημιουργία τους στηρίζεται σε δύο βασικά ζητούμενα: Πρώτον, την ομαδοποίηση των Θεών σε οικογένειες (σχέση γονέων-τέκνων), και δεύτερον τη σύνδεση αυτών των οικογενειών με κάποιους μύθους σε μια ορισμένη σειρά.

    Η μορφή του γενεαλογικού δέντρου των Θεών διαμορφώνεται πάνω στο πρότυπο των ανθρώπινων οικογενειών και μάλιστα κατά βάση στη μητρική γραμμή διαδοχής. Όλο το σύστημα των τυπικών φράσεων με τις οποίες περιγράφονται οι διάφορες γεννήσεις δίνει έμφαση στη μητέρα, η οποία είναι συνήθως και το γραμματικό υποκείμενο των εκφράσεων. Μερικές μητέρες μάλιστα δεν έχουν συζύγους, άλλες έχουν συζύγους που όμως δεν παίζουν κανένα ρόλο.

    Οι οικογένειες του Ουρανού και του Κρόνου είναι βασικά οικογένειες των αντίστοιχων μητέρων, ενώ και τα παιδιά του Δία από τους διάφορους γάμους του έχουν ιδιότητες που τα συνδέουν περισσότερο με τις μητέρες τους. Μόνο στο τέλος της Θεογονίας, αυτό το τμήμα που γενικά θεωρείται νόθο, οι πατέρες αποκτούν το προβάδισμα.

    Η ανάλυση του γένους της Νύχτας θα δείξει ανάγλυφα τον τρόπο με τον οποίο διάφορες θεότητες συνδέονται από τον ποιητή σε μια ομάδα:

    1) η Νύχτα είναι η μητέρα της Ημέρας, γιατί η μέρα την ακολουθεί, προκύπτει απ’ αυτήν.

    2) είναι η μητέρα του Θανάτου, γιατί ό,τι χαρακτηρίζει το θάνατο είναι η μαυρίλα και το σκότος.

    3) είναι η μητέρα του Ύπνου, γιατί ο τελευταίος είναι αδερφός του Θανάτου και έρχεται συνήθως το βράδυ.

    4) είναι η μητέρα των Ονείρων, γιατί αυτά έρχονται τη νύχτα.

    5) είναι η μητέρα του Μώμου, της Νέμεσης, του Γήρατος, της Έριδας, γιατί είναι θεότητες σκοτεινές και ανησυχητικές όπως η νύχτα.

    6) είναι η μητέρα των Εσπερίδων, γιατί αυτές κατοικούν στην απώτατη δύση, όπου κατοικεί και η Νύχτα.

    7) είναι η μητέρα των Μοιρών και των Κηρών, γιατί αυτές οι θεότητες συγγενεύουν με το θάνατο.

    8) είναι η μητέρα της Απάτης και της Φιλότητας δηλαδή της ερωτικής έλξης και ένωσης, γιατί οι δραστηριότητες αυτές γίνονται συνήθως τη νύχτα.

    Οι γεννήσεις Θεών
    Αρχικά υπήρχε το Χάος. Ακόμη υπήρχε η Γαία. Και τα Τάρταρα στο μυχό της γης.
    Αλλά και ο Έρος .
    Το Χάος έκανε το Έρεβος και τη Νύχτα: Το Έρεβος και η Νυξ: ο Αιθήρ και η Ημέρη (Ημέρα) 
    Η Γαία γέννησε τον Ουρανό, τα Όρη και τον Πόντον: Από τον Ουρανό και τη Γαία: ο Ωκεανός, ο Κοίος, ο Κρείος, ο Υπερίων, ο Ιαπετός, η Θεία, η Ρέα, η Θέμις, η Μνημοσύνη, η Φοίβη, η Τηθύς, ο Κρόνος, οι Κύκλωπες  (ο Βρόντης, ο Στερόπης και ο Άργης), οι Εκατόγχειρες  (ο Κόττος, ο Βριάρεως και ο Γύγης). 
    Γαία (με τις σταγόνες αίματος από τα κομμένα δια του Κρόνου, μήδεα  του Ουρανού): Αι Ερινύς (Ερινύες), οι Γίγαντες, αι Νύμφαι Μελίαι 
    Ουρανός: Η Αφροδίτη (εκ των μηδέων του, τα οποία κατά πρώτον πλησίασαν τα Κύθηρα [Κυθέρεια] και κατά δεύτερον την Κύπρον [Κυρπογενέα]). Την συνόδεψαν στον Όλυμπο ο Έρος και ο Ίμερος .
    Οι Τιτήνας (Τιτάνες)
    Νυξ: Ο Μόρος , η Κήρα , ο Θάνατος, ο Ύπνος, το γένος των Ονείρων.
    Ο Μώμος , ο Οϊζύς .
    Αι Εσπερίδες, αι Μοίρες (η Κλωθώ, η Λάχεσις και η Ατροπος), αι Κήρες.
    Η Νέμεσις . Η Απάτη, η Φιλότητα, το Γήρας , η Έρις .
    Έρις: Ο Πόνος, η Λήθη , ο Λιμός, τα Άλγεα (Άλγη), αι Υσμίναι (οι Μάχες), αι Μάχαι, οι Φόνοι, η Ανδροκτασία  (ο φόνος ανδρών, ανδροφονία), τα Νείκεα , τα Ψεύδεα, οι Λόγοι, η Αμφιλλογία , η Δυσνομίη , η Άτη , ο Όρκος.
    Γαία και Πόντος: Ο Νηρεύς  , ο Θαύμας , ο Φόρκυς, η Κητώ , η Ευρυβίη.
    Δωρίς και Νηρεύς: Αι Νηρηίδες
    Ηλέκτρα (κόρη του Ωκεανού) και Θαύμας: Η Ίρις, αι Αρπυίαι  (Αελλώ, Ωκυπέτη)
    Κητώ και Φόρκυς : Αι Γραίαι (Πεμφρηδώ, Ενυώ), αι Γοργόνες  (Σθεννώ, Ευρυάλη, Μέδουσα), η Έχιδνα 
    Η κεφαλή Μέδουσας: Ο Χρυσάωρ, ο Πήγασος.
    Καλλιρόη (κόρη του Ωκεανού) και Χρυσάωρ: Ο Γηρυονεύς
    Τυφάων  και Έχιδνα : Ο Όρθος, ο Κέρβερος, η Ύδρη, η Χίμαιρα Τυφάων και Χίμαιρα: Η Φίκα 
    Τηθύς και Ωκεανός: 3000 ποταμούς  , 3000 Κούραι 
    Θεία και Υπερίων: Ο Ηέλιος, η Σελήνη, η Ηώς
    Ευριβίη και Κρείος: Ο Αστραίος, ο Πάλλας, ο Πέρσης
    Ηριγένεια Ηώς και Αστραίος : Ο Ζέφυρος, ο Βορέας, ο Νότος, ο Εωσφόρος
    Στυξ (Ωκεανίνη) και Πάλλας : Ο Ζήλος, η Νίκη, ο Κράτος, η Βίη.
    Φοίβη και Κοίος: Η Λητώ, η Αστερίη
    Αστερίη και Πέρσης: Η Εκάτη
    Ρείη και Κρόνος : Η Ιστίη, η Δημήτηρ, η Ήρη, ο Άιδης, ο Εννοσίγαιος, ο Ζευς.
    Κλυμένη και Ιαπετός : Ο Άτλας, ο Μενοίτιος, ο Προμηθεύς, ο Επιθημεύς.
    Ήρη: Ο Ήφαιστος (με παρθενογέννηση)
    Ζευς και Μήτις: Ο Ζευς κατάπιε τη Μήτιδα που ήταν έγκυος για να μην πάρει τη θέση του, τη βασιλική εξουσία, το παιδί της. Από το κεφάλι του ξεπήδησε το παιδί της, η Αθηνά. Γεννήθηκε δε αυτή, στη λίμνη της Λιβύης, Τριτωνίδα.
    Ζευς και Θέμις: Αι Ώραι (Ευνομία, Δίκη και Ειρήνη) και αι μοίραι (Λάχεσις, Άτροπος, Κλωθώ)
    Ζευς και Ευρυνόμη (Ωκεανίνη) : Αι Χάριτες (Αγλαΐα, Ευφροσύνη και Θαλίη)
    Ζευς και Δημήτηρ: Η Περσεφόνη  Ζευς και Μνημοσύνη: Αι Μούσαι (η Κλειώ, η Θάλεια, η Ευτέρπη, η Τερψιχόρη, η Ερατώ, η Πολύμνια,  η Μελπομένη, η Ουρανία και η Καλλιόπη) 
    Ζευς και Λητώ: Ο Απόλλων, η Άρτεμις  
    Ζευς και Ήρη: Η Ήβη, ο Άρης, η Ειλείθυια 
    Εννοσίγαιος (Ποσειδών) και Αμφιτρίτη: Ο Τρίτων
    Άρης και Κυθέρεια (Αφροδίτη): Ο Φόβος, ο Δείμος , η Αρμονίη
    Ζευς και Μαία : Ο Ερμής
    Ζευς και Σεμέλη : Ο Διόνυσος
    Ζευς και Αλκμήνη: Ο Ηρακλής
    Ήφαιστος και Γαία: Εριχθόνιος (βασιλεύς Αττικής)
    Διώνυσος (Διόνυσος) και Αριάδνη: Κέραμος (Κεραμεικός) Ηρακλής και Ήβη: Ο Αλεξιάρης και ο Ανίκητος
    Ηέλιος (Ήλιος) και Περσηίς (Ωκενανίνη): Η Κίρκη και ο Αιήτης
    Αιήτης (γυιός του Ήλιου) και Ιδυία (Ωκεανίνη): Η Μήδεια
    Δημήτηρ και Ιάσιος : Ο Πλούτος
    Αρμονία και Κάδμος: Η Ινώ, η Σεμέλη, η Αγαύη, η Αυτονόη, ο Πολύδωρος
    Αυτονόη και Αρισταίος: Ο Ακταίων
    Ινώ και Αθάμας: Ο Κλέαρχος και ο Μελικέρτης
    Αγαύη και Εχίων : Ο Πενθέας
    Καλλιρόη και Χρυσάωρ: Ο Γηρυονεύς Ηώς και Κέφαλος (γυιός Ερμή και Έρσης): Ο Τιθωνός, ο Φαέθων (είναι δεύτερος, μετά τον Φαέθοντα γυιό του Ήλιου)
    Ηώς και Τιθωνός: Ο Μέμνων και ο Ημαθίων
    Μήδεια και Ιάσων: Ο Μήδειος, που ανατράφηκε από τον Χείρωνα
    Ψαμάθη (Νηρηΐνη) και Αιακός: Ο Φώκος
    Κρόνος και Φιλύρα (Ωκεανίνη): Ο Χείρων
    Θέτις και Πηλεύς: Ο Αχιλλεύς
    Αφροδίτη και Αγχίσης: Ο Αινείας και ο Λύρος
    Οδυσσεύς και Κίρκη: Ο Άγριος, ο Λατίνος, ο Τηλέγονος
    Οδυσσεύς και Καλυψώ: Ο Ναυσίνοος

  • Καβειρια μυστηρια

    Τα καβείρια μυστήρια μαζί με τα κρητομινωικά, τα διονυσιακά-ορφικά και ελευσίνια, είναι τα κυριότερα μυστήρια στην Αρχαία Ελλάδα.

  • Κύφι

    Οι χρήσεις των βοτάνων ήταν ποικίλες στην αρχαιότητα. Κάθε τμήμα του βοτάνου είχε τη δική του χρησιμότητα, ανήκε σε κάποια συγκεκριμένη μαγική δύναμη και χρησιμοποιούταν σαν θυμίαμα, αλλά και σαν φάρμακο. Υπάρχουν πολλά αρχαία κείμενα που δηλώνουν ακόμα και με πιο τρόπο πρέπει να μαζευτεί το μαγικό φυτό.

    Οι μορφές που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες ήταν οι αλοιφές, τα μύρα, τα κηρώματα, τα αποζέματα, τα γαργαρίσματα, τα διαπάσματα, τα επιχρίσματα, τα θυμιάματα, τα παραπαστά κλπ. Ένα πολύ γνωστό θυμίαμα που αναφέρεται στους μαγικούς Πάπυρους, αλλά και στα αρχαία κείμενα, όπως του Διοσκουρίδη, Γαληνού κλπ, είναι το Κύφι (ή Κοίφι). Στο βιβλίο του ο Πλούταρχος, που ήταν ιερέας του Απόλλωνα στους Δελφούς, «περί Ίσιδος και Οσίριδος», αναφέρει:

    «το Κύφι είναι ένα μίγμα που αποτελείται από 16 συστατικά. Από μέλι και κρασί, σταφίδες και κύπερο, (πεύκο) ρητίνη και σμύρνα, ασπάλαθρος και σέσελι. Επιπλέον της μαστίχας και άσφαλτο, θρύο και λάπαθο (ξινήθρα, οξαλίς), μαζί με τα δύο είδη των καρπών ιουνιπέρου, από τους οποίους ο ένας ονομάζεται μεγάλος και ο άλλος μικρός, κάρδαμο και αρωματικό κάλαμο. Και όλα αυτά τα συστατικά δεν αναμιγνύονται κατά τύχη αλλά σύμφωνα με τις οδηγίες που αναφέρονται στα ιερά βιβλία, το οποία διαβάζονται από τους κατασκευαστές των θυμιαμάτων ενώ τα αναμιγνύουν». Το κείμενο είναι:

    "εἰ δὲ δεῖ καὶ περὶ τῶν θυμιωμένων ἡμέρας ἑκάστης εἰπεῖν, ὥσπερ ὑπεσχόμην, ἐκεῖνο διανοηθείη τις ἂν πρότερον, ὡς ἀεὶ μὲν οἱ ἄνδρες ἐν σπουδῇ μεγίστῃ τίθενται τὰ πρὸς ὑγίειαν ἐπιτηδεύματα, μάλιστα δὲ ταῖς ἱερουργίαις καὶ ταῖς ἁγνείαις καὶ διαίταις οὐχ ἧττον ἔνεστι [τουτὶ] τοῦ ὁσίου τὸ ὑγιεινόν. οὐ γὰρ ᾤοντο καλῶς ἔχειν οὔτε σώμασιν οὔτε ψυχαῖς ὑπούλοις καὶ νοσώδεσι θεραπεύειν τὸ καθαρὸν καὶ ἀβλαβὲς πάντῃ καὶ ἀμίαντον. ἐπεὶ τοίνυν ὁ ἀήρ, ᾧ πλεῖστα χρώμεθα καὶ σύνεσμεν, οὐκ ἀεὶ τὴν αὐτὴν ἔχει διάθεσιν καὶ κρᾶσιν, ἀλλὰ νύκτωρ πυκνοῦται καὶ πιέζει τὸ σῶμα καὶ συνάγει τὴν ψυχὴν εἰς τὸ δύσθυμον καὶ πεφροντικὸς οἷον ἀχλυώδη γινομένην καὶ βαρεῖαν, ἀναστάντες εὐθὺς ἐπιθυμιῶσι ῥητίνην θεραπεύοντες καὶ  καθαίροντες τὸν ἀέρα τῇ διακρίσει καὶ τὸ σύμφυτον τῷ ώματι πνεῦμα μεμαρασμένον ἀναρριπίζοντες ἐχούσης τι τῆς ὀσμῆς σφοδρὸν καὶ καταπληκτικόν. αὖθις δὲ μεσημβρίας αἰσθανόμενοι σφόδρα πολλὴν καὶ βαρεῖαν ἀναθυμίασιν ἀπὸ γῆς ἕλκοντα βίᾳ τὸν ἥλιον καὶ καταμιγνύοντα τῷ ἀέρι τὴν σμύρναν ἐπιθυμιῶσι· διαλύει γὰρ ἡ θερμότης καὶ σκίδνησι τὸ συνιστάμενον ἐν τῷ περιέχοντι θολερὸν καὶ ἰλυῶδες. καὶ γὰρ οἱ ἰατροὶ πρὸς τὰ λοιμικὰ πάθη βοηθεῖν δοκοῦσι φλόγα πολλὴν ποιοῦντες ὡς λεπτύνουσαν τὸν ἀέρα· λεπτύνει δὲ βέλτιον, ἐὰν εὐώδη ξύλα καίωσιν, οἷα κυπαρίττου καὶ ἀρκεύθου καὶ πεύκης.

    "Και, αν πρέπει να μιλήσω και για τα θυμιάματα της κάθε μέρας, όπως ακριβώς το υποσχέθηκα, αυτό θα μπορούσε πρώτα ο καθένας να σκεφθεί, ότι δηλαδή πάντα οι άνθρωποι δίνουν πολύ μεγάλη σημασία στις ασχολίες που υπηρετούν την υγεία και ότι στις ιεροτελεστίες και καθάρσεις και τρόπους διατροφής εξίσου υπάρχει το όσιο και υγιεινό. Γιατί, θεωρούσαν ότι είναι αδιανόητο να λατρεύουν το καθαρό και αβλαβές ολικά και το αμόλυντο με σώματα και ψυχές τραυματισμένες και νοσηρές. Επειδή λοιπόν ο αέρας που κατεξοχήν χρησιμοποιούμε και με τον οποίο συνυπάρχουμε δεν έχει πάντοτε την ίδια σύνθεση και θερμοκρασία, αλλά τη νύχτα συμπυκνώνεται και πιέζει το σώμα και δημιουργεί ψυχοπλάκωμα και φροντίδες, έτσι που να γίνει βαρύθυμο και μελαγχολικό, μόλις σηκωθούν, αμέσως θυμιατίζουν με ρητίνη λατρεύοντας και εξαγνίζοντας τον αέρα με το θυμίαμα και αναζωογονούν την ψυχή που έχει μελαγχολήσει μέσα στο σώμα, γιατί η μυρουδιά έχει κάτι δυνατό και τονωτικό. Το μεσημέρι πάλι, επειδή αναπνέουν πολλές και βαριές αναθυμιάσεις, γιατί ο ήλιος με τη βία (με τις ζεστές του ακτίνες) τις προκαλεί από τη γη και τις αναμειγνύει με τον αέρα, θυμιατίζουν με σμύρνα. Γιατί, η θερμότητα διαλύει και διασκορπίζει τη δημιουργημένη στην ατμόσφαιρα θολότητα και ομίχλη σα λάσπη. Και οι γιατροί εξάλλου για τα λοιμώδη νοσήματα πιστεύουν πως τα βοηθούν, ανάβοντας μεγάλη φωτιά που καθαρίζει τον αέρα. Και καθαρίζει καλύτερα, αν κάψουν μυρωδάτα ξύλα, όπως είναι το κυπαρίσσι και η άρκευθος και το πεύκο.

    Ἄκρωνα γοῦν τὸν ἰατρὸν ἐν Ἀθήναις ὑπὸ τὸν μέγαν λοιμὸν εὐδοκιμῆσαι λέγουσι πῦρ κελεύοντα παρακαίειν τοῖς νοσοῦσιν· ὤνησε γὰρ οὐκ ὀλίγους. Ἀριστοτέλης δέ φησι καὶ μύρων καὶ ἀνθέων καὶ λειμώνων εὐώδεις ἀποπνοίας οὐκ ἔλαττον ἔχειν τοῦ πρὸς ἡδονὴν τὸ πρὸς ὑγίειαν, ψυχρὸν ὄντα φύσει καὶ παγετώδη τὸν ἐγκέφαλον ἠρέμα τῇ θερμότητι καὶ λειότητι διαχεούσας. εἰ δὲ καὶ τὴν σμύρναν παρ' Αἰγυπτίοις σὰλ καλοῦσιν, ἐξερμηνευθὲν δὲ τοῦτο μάλιστα φράζει τῆς ληρήσεως ἐκσκορπισμόν, ἔστιν ἣν καὶ τοῦτο μαρτυρίαν τῷ λόγῳ τῆς αἰτίας δίδωσιν.

    Λένε λοιπόν ότι ο γιατρός Άρκωνας διακρίθηκε στην περίοδο του μεγάλου λοιμού στην Αθήνα, συνστώντας να ανάβουν φωτιές κοντά στους αρρώστους. Γιατί, ωφέλησε πολλούς. Και ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι οι ωραίες μυρουδιές των μύρων και των λουλουδιών και των λιβαδιών, πέρα από την ευχαρίστηση, συμβάλλουν και στην υγεία, καθώς διασκορπίζουν ήρεμα τη θερμότητα και την απλότητά τους στον ψυχρό και παγωμένο από τη φύση του εγκέφαλο. Και, αν ονομάζουν στην Αίγυπτο τη σμύρνα σαλ, που μεθερμηνευόμενο σημαίνει την απρόσκοπτη ομιλία (τη θεραπεία της μελαγχολίας) παρέχει και αυτό κάποια εξήγηση στην ομιλία για την αιτία (της επανάκτησής της).

    τὸ δὲ κῦφι μῖγμα μὲν ἑκκαίδεκα μερῶν συντιθεμένων ἐστί, μέλιτος καὶ οἴνου καὶ σταφίδος καὶ κυπέρου ῥητίνης τε καὶ σμύρνης καὶ ἀσπαλάθου καὶ σεσέλεως, ἔτι δὲ σχίνου τε καὶ ἀσφάλτου καὶ θρύου καὶ λαπάθου, πρὸς δὲ τούτοις ἀρκευθίδων ἀμφοῖν (ὧν τὴν μὲν μείζονα τὴν δ' ἐλάττονα καλοῦσι) καὶ καρδαμώμου καὶ καλάμου. συντίθενται δ' οὐχ ὅπως ἔτυχεν, ἀλλὰ γραμμάτων ἱερῶν τοῖς μυρεψοῖς, ὅταν ταῦτα μιγνύωσιν, ἀναγιγνωσκομένων.

    Το κύφι πάλι είναι μίγμα από δεκαέξι συνηθισμένα είδη, από μέλι δηλαδή και κρασί και σταφίδα και κύπερο και ρητίνη και σμύρνα και ασπάλαθο και σέσελι και σχίνο και άσφαλτο και θρύο και λάπαθο με πρόσμειξη και με δύο ειδών άρκευθο, το μεγαλύτερο και το μικρότερο, καρδάμωμο και καλάμι. Και δεν τα αναμειγνύουν έτσι τυχαία, αλλά οι παρασκευαστές του διαβάζουν και ιερές ευχές όταν τα ανακατεύουν.

    τὸν δ' ἀριθμόν, εἰ καὶ πάνυ δοκεῖ τετράγωνος ἀπὸ τετραγώνου καὶ μόνος ἔχων τῶν ἴσων ἰσάκις ἀριθμῶν τῷ χωρίῳ τὴν περίμετρον ἴσην ἀγαπᾶσθαι προσηκόντως, ἐλάχιστα ῥητέον εἴς γε τοῦτο συνεργεῖν, ἀλλὰ τὰ πλεῖστα τῶν συλλαμβανομένων ἀρωματικὰς ἔχοντα δυνάμεις γλυκὺ πνεῦμα καὶ χρηστὴν μεθίησιν ἀναθυμίασιν, ὑφ' ἧς ὅ τ' ἀὴρ τρεπόμενος καὶ τὸ σῶμα διὰ τῆς πνοῆς κινούμενον λείως καὶ προσηνῶς ὕπνου τε κρᾶσιν ἐπαγωγὸν ἴσχει καὶ τὰ λυπηρὰ καὶ σύντονα τῶν μεθημερινῶν φροντίδων ἄνευ μέθης οἷον ἅμματα χαλᾷ καὶ διαλύει· καὶ τὸ φανταστικὸν καὶ δεκτικὸν ὀνείρων μόριον ὥσπερ κάτοπτρον ἀπολεαίνει καὶ ποιεῖ καθαρώτερον οὐδὲν ἧττον ἢ τὰ κρούματα τῆς λύρας, οἷς ἐχρῶντο πρὸ τῶν ὕπνων οἱ Πυθαγόρειοι, τὸ ἐμπαθὲς καὶ ἄλογον τῆς ψυχῆς ἐξεπᾴδοντες οὕτω καὶ θεραπεύοντες.

    Και ο αριθμός (δεκαέξι), αν και φαίνεται ότι αγαπιέται εξαιρετικά ως ο κατεξοχήν τετράγωνος που προκύπτει από τετράγωνο και που έχει μόνος αυτός την περίμετρο ίση με το εμβαδόν των τεσσάρων ίσων πλευρών του, ελάχιστα πρέπει να ομολογήσομε ότι συμβάλλει στην παρασκευή αυτού (του κύφι), αλλά τα περισσότερα φυτά που μπαίνουν στη πρόσμειξη, καθώς έχουν αρωματική δύναμη, αφήνουν γλυκιά ευωδιά και δημιουργούν ωφέλιμη ατμόσφαιρα, λόγω της οποίας ο αέρας ανακυκλώνεται, και το σώμα κινούμενο με την αναπνοή ελαφρά και άνετα δημιουργεί συνθήκες ύπνου και ξελύνει σαν κόμπους και εξαφανίζει τις στενοχώριες και εντάσεις των καθημερινών φροντίδων χωρίς να σε μεθά. Και το τμήμα μας ανοιχτό στη φαντασία και στο όνειρο το λειαίνει σαν καθρέπτη και το κάνει καθαρότερο και από τους ήχους της λύρας, που τους χρησιμοποιούσαν πριν από τον ύπνο οι Πυθαγόρειοι, εξορκίζοντας έτσι και καταπραΰνοντας τα πάθη και τους παραλογισμούς της ψυχής.

    τὰ γὰρ ὀσφραντὰ πολλάκις μὲν τὴν αἴσθησιν ἀπολείπουσαν ἀνακαλεῖται, πολλάκις δὲ πάλιν ἀμβλύνει καὶ κατηρεμίζει διαχεομένων ἐν τῷ σώματι τῶν ἀναλωμάτων ὑπὸ λειότητος· ὥσπερ ἔνιοι τῶν ἰατρῶν τὸν ὕπνον ἐγγίνεσθαι λέγουσιν, ὅταν ἡ τῆς τροφῆς ἀναθυμίασις οἷον ἕρπουσα λείως περὶ τὰ σπλάγχνα καὶ ψηλαφῶσα ποιῇ τινα γαργαλισμόν. τῷ δὲ κῦφι χρῶνται καὶ πόματι καὶ χρίματι· πινόμενον γὰρ δοκεῖ τὰ ἐντὸς  καθαίρειν,.... χρῖμα μαλακτικόν. ἄνευ δὲ τούτων ῥητίνη μέν ἐστιν ἔργον ἡλίου καὶ σμύρνα πρὸς τὴν εἵλην τῶν φυτῶν ἐκδακρυόντων, τῶν δὲ τὸ κῦφι συντιθέντων ἔστιν ἃ νυκτὶ χαίρει μᾶλλον, ὥσπερ ὅσα πνεύμασι ψυχροῖς καὶ σκιαῖς καὶ δρόσοις καὶ ὑγρότησι τρέφεσθαι πέφυκεν· ἐπεὶ τὸ τῆς ἡμέρας φῶς ἓν μέν ἐστι καὶ ἁπλοῦν καὶ τὸν ἥλιον ὁ Πίνδαρος ὁρᾶσθαί φησιν  ‘ἐρήμης δι' αἰθέρος’, ὁ δὲ νυκτερινὸς ἀὴρ κρᾶμα καὶ σύμμιγμα πολλῶν γέγονε φώτων καὶ δυνάμεων οἷον σπερμάτων εἰς ἓν ἀπὸ παντὸς ἄστρου καταρρεόντων. εἰκότως οὖν ἐκεῖνα μὲν ὡς ἁπλᾶ καὶ ἀφ' ἡλίου τὴν γένεσιν ἔχοντα δι' ἡμέρας, ταῦτα δ' ὡς μικτὰ καὶ παντοδαπὰ ταῖς ποιότησιν ἀρχομένης νυκτὸς ἐπιθυμιῶσι."

    Γιατί, οι ευωδιές (ό,τι οσφραινόμαστε) πολλές φορές επαναφέρουν τις αισθήσεις μας που μας εγκαταλείπουν και πολλές φορές μας χαλαρώνουν και μας ηρεμούν, καθώς οι μικροουσίες τους εισχωρούν στο σώμα μας λόγω της λεπτότητάς τους, όπως ακριβώς υποστηρίζουν μερικοί από τους γιατρούς ότι μας πιάνει ο ύπνος, όταν η αναθυμίαση της τροφής προκαλεί κάποιο γαργαλισμό, καθώς μοιάζει να κινείται απαλά γύρω από τα σπλάχνα και να τα ψηλαφεί. Το κύφι το χρησιμοποιούν και ως ποτό και ως αλοιφή. Γιατί, όταν πίνεται, μοιάζει να καθαρίζει το εσωτερικό μας και ως αλοιφή είναι μαλακτικό. Έξω από αυτά, η ρητίνη προκαλείται από τον ήλιο και τη σμύρνα την παράγουν τα φυτά σα δάκρυ και μερικά από αυτά που συμμετέχουν στη σύνθεση του κύφι ευδοκιμούν τη νύχτα περισσότερο, όπως όσα από την φύση τους μεγαλώνουν σε συνθήκες ψυχρών ανέμων και σκιάς και δροσιάς και υγρασίας. Γιατί, ο φως της ημέρας είναι ένα και απλό και ο Πίνδαρος, γράφει ότι ο ήλιος φαίνεται «με καθαρή ατμόσφαιρα», ενώ ο νυχτερινός αέρας είναι κράμα και πρόσμειξη πολλών φώτων και δυνάμεων, που μοιάζουν με σπέρματα που ρέουν από όλα τα άστρα σε ένα μέρος. Εύλογα λοιπόν τα πρώτα, ως απλά και οφείλοντα τη δημιουργιά τους στον ήλιο, τα καίνε την ημέρα, με τα δεύτερα όμως ως μεικτά και ποικίλα στις ποιότητες θυμιατίζουν με την έναρξη της νύχτας."

     Για το Κύφι, ο Διοσκουρίδης αναφέρει:

    Το Κύφι είναι η σύνθεση ενός αρώματος, ευπρόσδεκτο στους θεούς: οι ιερείς στην Αίγυπτο το χρησιμοποίησαν άφθονα. Είναι μίγμα επίσης με Αντίδοτα και δινόταν σε ασθματικούς στο ρόφημα. Υπάρχουν πολλοί τρόποι παραγωγής που υποστηρίζουν την κατασκευή του, στους οποίους είναι αυτός επίσης. Πάρε μισό σέξτο από κύπερο, πλήρης καρπούς ιουνίπερου όπως πριν, σταφίδων από ξερών 12 λίβρες [δύο 3-οβολούς κομμάτια ζυγισμένα 1 δραχμή ή περίπου 66.5 κόκκους. 100 δραχμές = 1 μνα ή λίβρα ή 15,2 ουγγιές]. Ρητίνη 5 λίμπρες από κάλαμο Αρωματικό, από ασπάλαθο και από Iuncusodoratus, από κάθε ένα, μία λίβρα από σμύρνα 12 δραχμές, από παλιό κρασί 9 σέξτους, από Ιερό 2 λίβρες. Βγάλε τα κουκούτσια από τις σταφίδες, κάνε σκόνη τις σταφίδες και επεξεργάσου τα μαζί με κρασί και σμύρνα και κάνε τα σκόνη και κοσκίνισε τα άλλα πράγματα ενώνοντάς τα μαζί με αυτά, και άφησέ τα να ρουφήσουν το υγρό για μια μέρα. Μετά βράσε το Ιερό, μέχρι αυτό γίνει ένα κολλώδες σταθερό, ανάμιξε τη ρητίνη που είναι λιωμένη προσεκτικά με αυτό και τότε κάνε σκόνη όλα τα άλλα πράγματα μαζί με επιμέλεια, βάλε τα σε ένα βάζο κεραμικό.
    Επιμένω στο Κύφι για ένα μοναδικό λόγο. Είναι χαρακτηριστική η τελετουργία της παρασκευής του, κάτι που δείχνει άμεσα τους κανόνες που διέπουν την δημιουργία ενός θυμιάματος.
    Η λέξη «Κύφι» είναι η ελληνική ονομασία της αρχαίας Αιγυπτιακής «kapet», που σημαίνει «λιβάνι». Υπάρχουν τρία Κύφι. Αρχικά, εμφανίζεται στα κείμενα των πυραμίδων και μνημονεύεται στον ιατρικό πάπυρο του EbersPapyrus (1500 BC). Αποτελείται από εννέα υλικά βρασμένα σε μέλι (LiseManniche, Sacredluxuries, σελίδα 55). Περίπου 1300 έτη μετά, η συνταγή για το Κύφι φαίνεται να έχει αλλάξει. Τώρα περιλαμβάνει δεκατρία υλικά και η βάση για τον πολτό δεν είναι αποκλειστικά μέλι, αλλά επίσης σταφίδες, οίνος και οίνος οάσεως (πιθανά φτιαγμένος από χουρμάδες). Υπάρχει μια συνταγή χαραγμένη στο ναό του Ένφου και μια στο ναό του Φιλαί. Τα υλικά είναι ακριβώς τα ίδια σε όλες τις τρεις περιπτώσεις και αλλάζει μόνο η αναλογία τους.

  • Ο Ιερός Σεληνιακός Μήνας

    Πρώτος Δεκανός – Αυξανόμενη Σελήνη – Μην Ιστάμενος (μήνας ανορθωμένος)

    1. Νουμηνία,σημαίνει Νέα Σελήνη και ετυμολογικά προέρχεται από το "νέος" και "μην". Η πρώτη ορατότητα της Σελήνης. Για τον Απόλλωνα. Ιερή ημέρα.

    2. Μεταβλητή βροντή (ακαθόριστη τύχη).

    3. Τριτόμηνις. Για τα γενέθλια της Αθηνάς.

    4. Τετράς. Για τον Ερμή, την Αφροδίτη και τον Έρωτα. Ιερή ημέρα. Πλήρης Πεπρωμένου. Αποφεύγεται η θλίψη. Αρχή δημιουργίας ενός πλοίου. Αρχή δημιουργίας μιας οικογένειας. Επίσης για τον Ηρακλή, Ποσειδώνα και Απόλλωνα.

    5. Για τον Όρκο και τις Ερινύες. Μην σπάτε κανένα όρκο. Σκληρή και φοβερή

    6. Για τη γέννηση της Αρτέμιδαο. Γεννιούνται έξυπνοι ομιλητές.

    7. Πρώτο Τέταρτο Σελήνης(7-8). Για τη γέννηση του Απόλλωνα. Ιερή ημέρα.

    8. Για τον Ποσειδώνα, Θησέα και Ασκληπιό. Ιερή μέρα, καλή για θρησκευτικές παρατηρήσεις.

    9. Ιερή ημέρα, μια καλή ημέρα προς όλες τις κατευθύνσεις.

    10. Καλή ημέρα.

    Δεύτερος Δεκανός – Μέσον της Σελήνης – Μην Μεσών (Μήνας που φθάνει στο μεσουράνημα)

    11.  Καλή ημέρα για θνητές εργασίες. Περιστροφή συμπλεγμάτων. Ο θερισμός του Σοφού.

    12. Η καλύτερη ημέρα για θνητές εργασίες.

    13. Για την Αθηνά. Αποφυγή σποράς.

    14. Εξημέρωση θηρίων.

    15.Διχομηνία - Πανσέληνος. Για τον Όρκο και τις Ερινύες. Μην σπάτε κανένα όρκο. Σκληρή και φοβερή. Ίσως επίσης και για την Αθηνά.

    16. Για την Αρτέμιδα. Κακή για φύτευση.

    17. Αλωνίστε και κόψτε ξύλα.

    18. Μεταβλητή βροντή. (απροσδιόριστη τύχη).

    19. Καλύτερη προς την εσπέρα.

    20. Εικάς. Για τον Απόλλωνα. Φιλόσοφοι γεννιούνται. Καλύτερη τη μεσημβρία.

    Τρίτος Δεκανός – Φθίνουσα Σελήνη – Μην Φθίνων

    21. Καλύτερη την αυγή.

    22. Τρίτο Τέταρτο (22-23). Μεταβλητή βροντή. (απροσδιόριστη τύχη).

    23. Για την Αθηνά.

    24. Πλήρης Πεπρωμένου. Αποφυγή θλίψης.

    25. Για τον Όρκο και τις Ερινύες. Μην σπάτε κανένα όρκο. Σκληρή και φοβερή.

    26. Μεταβλητή βροντή. (απροσδιόριστη τύχη)

    27.Τρισεινάς.Ημισέληνος μόλις ορατή. Ανοικτά σταμνιά (πλατύστομα κυλινδρικά δοχεία). Καθέλκυση πλοίων.

    28. Μεταβλητή βροντή. (απροσδιόριστη τύχη)

    29. Παραλείπεται για τον Κοίλο Μήνα.

    30. Τριακάς, Ένη και Νέα. Για την Εκάτη και το Θάνατο. Ερευνήστε την αλήθεια. Προγραμματίστε τον επόμενο μήνα.

    Αυτό το ημερολόγιο προορίζεται για παρατηρήσει κάποιος τον Ιερό Μήνα, δηλαδή «Μην κατά Θείον», που σημαίνει το μήνα σύμφωνα με τις φάσεις της Σελήνης. Η κύρια πηγή για τον Ιερό Μήνα είναι το «Έργα και Ημέραι» του Ησίοδου, το τελευταίο μέρος που αφορά στις Ημέρες και είναι οι στίχοι ll. 765-825.

    760  ὧδ' ἔρδειν: δεινὴν δὲ βροτῶν ὑπαλεύεο φήμην. φήμη γάρ τε κακὴ πέλεται, κούφη μὲν ἀεῖραι ῥεῖα μάλ', ἀργαλέη δὲ φέρειν, χαλεπὴ δ' ἀποθέσθαι. φήμη δ' οὔτις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥν τινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι: θεός νύ τίς ἐστι καὶ αὐτή.
    765 Ἤματα δ' ἐκ Διόθεν πεφυλαγμένος εὖ κατὰ μοῖραν πεφραδέμεν δμώεσσι: τριηκάδα μηνὸς ἀρίστην ἔργα τ' ἐποπτεύειν ἠδ' ἁρμαλιὴν δατέασθαι.
    Έτσι κάνε: απέφευγε την είδηση που φοβίζει τους θνητούς ανθρώπους. Διότι και είδηση άσχημη πλησιάζει, υψώνεται δε περισσότερο εύκολα επιπόλαιη, παρουσιάζεται δε οδυνηρή, δύσκολη δε λογαριάζεται. Η είδηση δε καμία χάνεται εντελώς, την οποία πολλοί άνθρωποι την εκστομίζουν: και αυτή είναι τώρα κάποιος Θεός. Ημέρες δε καλώς κατά τμήμα που διαφύλαξε ο Ζευς, εκφράσαμε στους δούλους: τριακοστή του μήνα ευγενικά έργα και εποπτεύει και διαμοιράζεται φαγητό.
     769   αἵδε γὰρ ἡμέραι εἰσὶ Διὸς πάρα μητιόεντος,
    768  εὖτ' ἂν ἀληθείην λαοὶ κρίνοντες ἄγωσιν.
    769 διότι αυτές οι μέρες είναι από το Δία από αυτόν το συνετό,
    768 εφόσον κάθε φορά την πραγματικότητα οι άνθρωποι επιλέγουν να οδηγούν
    770  Πρῶτον ἔνη τετράς τε καὶ ἑβδόμη ἱερὸν ἦμαρ: τῇ γὰρ Ἀπόλλωνα χρυσάορα γείνατο Λητώ: ὀγδοάτη δ' ἐνάτη τε, δύω γε μὲν ἤματα μηνὸς ἔξοχ' ἀεξομένοιο  βροτήσια ἔργα πένεσθαι: ἑνδεκάτη δὲ δυωδεκάτη τ', ἄμφω γε μὲν ἐσθλαί
    770 Η πρώτη πήγαινε και η τέταρτη μέρα και η έβδομη ιερή ημέρα: στην οποία βέβαια ο Απόλλων που κρατά χρυσό ξίφος που γεννήθηκε από τη Λητώ: (είναι η έβδομη για τον Απόλλωνα) η όγδοη μέρα δε και η ένατη, δύο επίσης μεν μέρες μηνός διακρινόμενα προάγουν, ασχολίες με ανθρώπινα έργα: ενδέκατη δε και δωδέκατη, και οι δύο μεν επίσης πλούσιες
    775  ἠμὲν και ὄις πείκειν ἠδ' εὔφρονα καρπὸν ἀμᾶσθαι: ἡ δὲ δυωδεκάτη τῆς ἑνδεκάτης μέγ' ἀμείνων: τῇ γάρ τοι νῇ νήματ' ἀερσιπότητος ἀράχνης ἤματος ἐκ πλείου, ὅτε ἴδρις σωρὸν ἀμᾶται: τῇ δ' ἱστὸν στήσαιτο γυνὴ προβάλοιτό τε ἔργον.
    775 αντί και πρόβατα να κουρεύεις και χαρούμενο καρπό να συλλέγεις: η δε δωδέκατη ισχυρότερα καλή της ενδεκάτης: διότι στη οποία ημέρα πλήρως, αληθώς να επιπλέουν τα νήματα της καλπάζουσας αράχνης, όταν επειδή προνοητική σωρό συλλέγει: σε αυτήν δε το ύφασμα υψώνει η γυναίκα και βάζει μπροστά και το έργο.
     780  Μηνὸς δ' ἱσταμένου τρισκαιδεκάτην ἀλέασθαι σπέρματος ἄρξασθαι: φυτὰ δ' ἐνθρέψασθαι ἀρίστη. ἕκτη δ' ἡ μέσση μάλ' ἀσύμφορός ἐστι φυτοῖσιν, ἀνδρογόνος δ' ἀγαθή: κούρῃ δ' οὐ σύμφορός ἐστιν, οὔτε γενέσθαι πρῶτ' οὔτ' ἂρ γάμου ἀντιβολῆσαι.
    780 Του μηνός δε λήγοντος τη δέκατη τρίτη μέρα να αλέθετε
    τον καρπό (σπόρο φυτών) να αρχίζετε: τα φυτά δε ανατρέφονται καλύτερα. Έκτη δε η μέση (στο μέσον του μήνα) πολύ επιζήμια για τα φυτά, καλή δε για τη γέννηση αγοριού: εις δε την κόρη δεν είναι χρήσιμη, και δεν γεννά πρώτιστα και δεν συναντάται κατά τύχη επομένως εις γάμο.
     785  οὐδὲ μὲν ἡ πρώτη ἕκτη κούρῃ γε γενέσθαι ἄρμενος, ἀλλ' ἐρίφους τάμνειν καὶ πώεα μήλων σηκόν τ' ἀμφιβαλεῖν ποιμνήιον ἤπιον ἦμαρ: ἐσθλὴ δ' ἀνδρογόνος: φιλέοι δ' ὅ γε κέρτομα βάζειν ψεύδεά θ' αἱμυλίους τε λόγους κρυφίους τ' ὀαρισμούς.
    785 ούτε μεν η πρώτη έκτη σε σύνδεση (ημέρα), η κόρη επίσης να γεννηθεί, αλλά κατσικάκια να κομματιάζει και κοπάδι γιδοπροβάτων τη μάνδρα και να πηγαίνεις αλλού την αγέλη σε ήπια ημέρα: καλή δε για τη γέννηση αγοριού: για να αγαπήσει δε επίσης να λέγει τον χλευασμό ψεύτικους και δόλιους λόγους και λόγους αποκρυπτόμενους και εγκάρδιες συνομιλίες.
    790  μηνὸς δ' ὀγδοάτῃ κάπρον καὶ βοῦν ἐρίμυκον ταμνέμεν, οὐρῆας δὲ δυωδεκάτῃ ταλαεργούς. εἰκάδι δ' ἐν μεγάλῃ, πλέῳ ἤματι, ἵστορα φῶτα γείνασθαι: μάλα γάρ τε νόον πεπυκασμένος ἐστίν. ἐσθλὴ δ' ἀνδρογόνος δεκάτη, κούρῃ δέ τε τετρὰς
    790 της όγδοης μέρας του μήνα δε χοίρο και βόδι υπερμουγκρίζουν σφάζομε, τους ημίονους του υπομονετικούς δε εις τη δωδέκατη. Την εικοστή μέρα δε στην μεγάλη, σε όλη την ημέρα, σοφός άνδρας γεννιέται: πάρα πολύ διότι και είναι περιτυλιγμένος με ορθοφροσύνη. Ευγενής δε για τη γέννηση αγοριού η δεκάτη, και η δε τετάρτη για το κορίτσι
    795  μέσση: τῇ δέ τε μῆλα καὶ εἰλίποδας ἕλικας βοῦς καὶ κύνα καρχαρόδοντα καὶ οὐρῆας ταλαεργοὺς ἐπὶ χεῖρα τιθείς. πεφύλαξο δὲ θυμῷ τετράδ' ἀλεύασθαι φθίνοντός θ' ἱσταμένου τε ἄλγε' ἃ θυμβορεῖ μάλα γὰρ τετελεσμένον ἦμαρ.  Ἐν δὲ τετάρτῃ μηνὸς ἄγεσθαι οἶκον ἄκοιτιν οἰωνοὺς κρίνας, οἳ ἐπ' ἔργματι τούτῳ ἄριστοι. πέμπτας δ' ἐξαλέασθαι, ἐπεὶ χαλεπαί τε καὶ αἰναί: ἐν πέμπτῃ γάρ φασιν Ἐρινύας ἀμφιπολεύειν Ὅρκον γεινόμενον, τὸν Ἔρις τέκε πῆμ' ἐπιόρκοις.
    795 εις το μέσον (Πανσέληνο): εις αυτή δε και τα πρόβατα και το βόδι που βαδίζουν συστρέφοντας τα πίσω πόδια ελικοειδώς με τα ελικοειδή κέρατα και το σκύλο με τα αιχμηρά δόντια και ημιόνους υπομονετικούς εις το χέρι να ορίζονται (κατοικίδια). Να είσαι προσεκτικός δε στην ψυχή (θυσία  ή πνεύμα) την τετάρτη και στη φθίνουσα και στην ύψωση (όταν η Σελήνη φθίνει ή αυξάνει) να αποφεύγεται τους πόνους (ότι δημιουργεί θλίψη) οι οποίοι είναι μέγιστα όμοιοι με θάνατο διότι πλήρης μέρα (τελειοποιημένη μέρα. Εις δε την τετάρτη του μήνα οδήγησε στην κατοικία τη σύζυγο τους οιωνούς να επιλέξεις, οι οποίοι επί του έργου τούτου είναι οι καλύτεροι τις πέμπτες δε να προφυλάσσεστε (να αποφεύγετε), επειδή και δυσχερείς και δύσκολες: εις την πέμπτη διότι λέγεται τις Ερινύες να υπηρετείς σαν δούλος τον Όρκο τον γεννημένο, τον Έριδα γέννησε (Έρις), θλίψη για τους επίορκους. 
    805  Μέσσῃ δ' ἑβδομάτῃ Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν εὖ μάλ' ὀπιπεύοντα ἐυτροχάλῳ ἐν ἀλωῇ βαλλέμεν, ὑλοτόμον τε ταμεῖν θαλαμήια δοῦρα νήιά τε ξύλα πολλά, τά τ' ἄρμενα νηυσὶ πέλονται. τετράδι δ' ἄρχεσθαι νῆας πήγνυσθαι ἀραιάς.
    805 εις το μέσον δε εις την εβδόμη το ιερό στάρι της Δήμητρας καλώς πάρα πολύ να βγάλεις το χυμό σε καλόστρωτο αλώνι ρίξετε κάτω, και τον υλοτόμο να κόψει για το εσωτερικό δωμάτιο κορμούς δένδρων και για τα πλοία ξύλα πολλά και τα συνδεόμενα πλοία να είναι σε κίνηση εις την τετάρτη ημέρα του μήνα δε να αρχίζει του ισχνού πλοίου η στερέωση.
    810  εἰνὰς δ' ἡ μέσση ἐπὶ δείελα λώιον ἦμαρ, πρωτίστη δ' εἰνὰς παναπήμων ἀνθρώποισιν: ἐσθλὴ μὲν γάρ θ' ἥ γε φυτευέμεν ἠδὲ γενέσθαι ἀνέρι τ' ἠδὲ γυναικί: καὶ οὔποτε πάγκακον ἦμαρ. παῦροι δ' αὖτε ἴσασι τρισεινάδα μηνὸς ἀρίστην
    810 ενάτη δε στο μέσον προς το απόγευμα καλύτερη ημέρα, πρώτη δε ενάτη απαλλαγμένη του κακού εις τους ανθρώπους: ευγενής μεν διότι και αυτή τουλάχιστον φυτεύομε επίσης παράγεται σε άνδρα και επίσης σε γυναίκα: και ποτέ μοχθηρότατη μέρα. εξάλλου δε και αυτές γνωρίζουν την ένατη μέρα του τρίτου δεκαημέρου (29η του μήνα) του μήνα ευγενέστατη
     815  ἄρξασθαί τε πίθου καὶ ἐπὶ ζυγὸν αὐχένι θεῖναι βουσὶ καὶ ἡμιόνοισι καὶ ἵπποις ὠκυπόδεσσι, νῆα πολυκλήιδα θοὴν εἰς οἴνοπα πόντον εἰρύμεναι: παῦροι δέ τ' ἀληθέα κικλῄσκουσιν. τετράδι δ' οἶγε πίθον: περὶ πάντων ἱερὸν ἦμαρ
    815 να αρχίσεις και του αγγείου (πιθάρι) και εις τον αυχένα τον ζυγό να θέσεις σε βόδια και ημίονους και ίππους γρήγορους στα πόδια (γοργοπόδαρους), πλοίο με πολλά καθίσματα γρήγορο σε θαλάσσιο πέρασμα με χρώμα κρασιού έλκεται: λίγοι δε τα αληθινά επικαλούνται. Εις την τετάρτη δε να ανοίγεις το αγγείο (πιθάρι): πέριξ όλων η ιερή ημέρα.
    820  μέσση: παῦροι δ' αὖτε μετ' εἰκάδα μηνὸς ἀρίστην ἠοῦς γιγνομένης: ἐπὶ δείελα δ' ἐστὶ χερείων. αἵδε μὲν ἡμέραι εἰσιν ἐπιχθονίοις μέγ' ὄνειαρ, αἱ δ' ἄλλαι μετάδουποι, ἀκήριοι, οὔ τι φέρουσαι. ἄλλος δ' ἀλλοίην αἰνεῖ, παῦροι δὲ ἴσασιν.
    820 το μέσον: λίγοι δε εξάλλου μετά την εικοστή μέρα του μήνα την καλύτερη της αυγής της παραγόμενης: προς το απόγευμα (δειλινό) δε είναι χειρότερο. Αυτές οι ημέρες είναι εις τους γήινους μεγάλο κέρδος, οι δε άλλες πέφτουν στην τύχη (είναι χωρίς σύστημα), χωρίς ζημιά, δεν προσφέρουν κάτι. άλλος (οποιοσδήποτε) δε διαφορετικά επαινεί, λίγοι δε θεραπεύονται.
     825  ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρη, ἄλλοτε μήτηρ. τάων εὐδαίμων τε καὶ ὄλβιος, ὃς τάδε πάντα εἰδὼς ἐργάζηται ἀναίτιος ἀθανάτοισιν, ὄρνιθας κρίνων καὶ ὑπερβασίας ἀλεείνων.
    825 άλλη φορά γίνεται η ημέρα μητρυιά, άλλη φορά μητέρα. αυτών και ευτυχισμένος και ευλογημένος, ο οποίος αυτά όλα βλέποντας εργάζεται χωρίς ευθύνη για τους αθάνατους (θεούς) τις κότες (όρνιθες) κρίνοντας και της παράβασης του νόμου μένων μακριά.

      Καθότι είμαστε Έλληνεςκαι ο ελληνικός πολιτισμός είναι ένα σημαντικό συστατικό του υποστρώματος όλου του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, συνεπάγεται πως η Ελληνική Παράδοση είναι ένα μέρος του πολιτισμού της Ευρώπης, τουλάχιστον άνω των 2500 ετών. Πρακτικά, οι ελληνικοί Θεοί δεν ήταν ποτέ μακριά από το κέντρο του δυτικού πολιτισμού και η ελληνική μυθολογία συνεχίζει να είναι μια σημαντική επιρροή στη λογοτεχνία, την τέχνη και τη γλώσσα. Δεν είναι ακραίο να θεωρήσουμε πως οι ελληνικοί Θεοί, οι δικοί μας Θεοί, είναι οι Θεοί του δυτικού πολιτισμού, ένα μέρος του εθνικού υποβάθρου στον καθένα, είτε από φυλή, είτε από γεωγραφική προέλευση. Δεδομένου ότι η ελληνική παράδοση επεκτείνεται συνεχώς, αρχίζοντας από πριν τον Όμηρο μέχρι σήμερα και αύριο, υπάρχει ένας μεγάλος όγκος βιβλιογραφίας και αντικειμένων ιστορίας, τέχνης και θρησκείας από την ελληνική παράδοση, περισσότερο από κάθε άλλη. Επομένως υπάρχει μια στερεότερη βάση για έναν ελληνικό νέοπαγανισμό (ας το πούμε έτσι!!!) απ' ότι σε άλλες παραδόσεις. Το μεγάλο σώμα των επιζώντων κειμένων καθιστά την αναδημιουργία ευκολότερη στην ελληνική παράδοση απ' ότι σε άλλη. Οι Θεοί ζουν και οι νέες παραδόσεις πρέπει να δημιουργηθούν, αλλά είναι επίσης σημαντικό να γίνει κατανοητό με ποιό τρόπο λατρεύτηκαν στις τότε ημέρες. Έχοντας μεγάλο πλούτο υλικών πηγών για τους ελληνικούς Θεούς, τους αναγνωρίζομε σαν προσωπικότητες και επομένως μπορούμε να δούμε μερικά χαρακτηριστικά τους. Θα πρέπει να πούμε πως η Ελληνική Θρησκεία έχει Θεούς και Θεές με ίσες δυνάμεις και χαρακτηριστικά. οι δώδεκα Ολύμπιοι έχουν αριθμητική αρμονία στο φύλο: Ήρα, Ποσειδών, Αθηνά, Αφροδίτη, Απόλλων, Ερμής, Ζευς, Δήμητρα, Ήφαιστος, Άρης, Άρτεμις, Εστία. Έξι και έξι. Και οι Δώδεκα ταξινομούνται στο Ζωδιακό, λέει ο Μανίλους:
    His animadversis rebus quae proxima cura?
    noscere tutelas adiectaque numina signis
    et quae cuique deo rerum natura dicavit,          435
    cum divina dedit magnis virtutibus ora,
    condidit et varias sacro sub nomine vires,
    pondus uti rebus persona imponere posset.
    Lanigerum Pallas, Taurum Cytherea tuetur,
    formosos Phoebus Geminos; Cyllenie, Cancrum,          440
    Iuppiter, et cum matre deum regis ipse Leonem;
    spicifera est Virgo Cereris fabricataque Libra
    Vulcani; pugnax Mavorti Scorpios haeret;
    venantem Diana virum, sed partis equinae,
    atque angusta fovet Capricorni sidera Vesta;          445
    e Iovis adverso Iunonis Aquarius astrum est
    agnoscitque suos Neptunus in aethere Pisces.

    Σε αυτά δώσε προσοχή υπακούοντας στις διαταγές του τίτλου ο οποίος είναι το επόμενο ενδιαφέρον. Για να λάβεις γνώση τις κηδεμονίες που προστέθηκαν οι θεϊκές βουλήσεις στις υποδείξεις και ποιά σε ποιές στο Θεό επαναλαμβάνεται, εκείνος περί του οποίου γεννήθηκε ή προκαθορίστηκε έχει αφιερωθεί, όταν το Θείο έχει δώσει τα στόματα στις μεγάλες δυνάμεις, έχει εισάγει και εσύ αλλάζεις εγώ αφιερώνω (καθαγιάζω) υπό του ονόματος μόνο που εσύ πράσινο ή κατάφυτο, το βάρος για τη χρήση τίτλων κάνει ηχηρό θόρυβο για να επιβάλλει αυτό που πρέπει να είναι αρμόδιο. Στον Κριό η Παλλάδα Αθηνά, στον Ταύρο την Κυθέρεια Αφροδίτη, στον όμορφο Φοίβο (Απόλλων) τους Διδύμους, στη Σελήνη τον Καρκίνο. Ο Ζευς προστατεύει ο ίδιος το Λέοντα, στην μεταφέρουσα στάχυα σίτου Παρθένο, τη Δήμητρα, στον κατασκευαστή Ζυγό τον Ήφαιστο. Στον φιλόμαχο Άρη τα μαχαίρια του Σκορπιού. στην κυνηγό Αρτέμιδα της δύναμης, παρά μόνο το αναφορικά με το τμήμα του αλόγου, και τα περιορισμένα παραμένοντα ζεστά αστέρια του Αιγόκερω στην Εστία. Και η διάμετρος του Δία, ο Υδροχόος από την Ήρα. Ο Ποσειδών είναι πάνω στον αιθέρα των Ιχθύων. 

    Οι Αρχαίοι Έλληνες υπολόγιζαν την ημέρα από το ηλιοβασίλεμα. Δηλαδή, η Τρίτη ξεκινά το ηλιοβασίλεμα της Δευτέρας. Η πρώτη μέρα του νέου μήνα (Νουμηνία = Νέα Σελήνη / πρωτομηνιά) εικάζεται να συμπίπτει με την πρώτη όψη της Νέας Ημισελήνου. Αυτό θα ήταν νωρίς το βράδυ μετά την 30η μέρα, η οποία για αυτό καλείται Ένη και Νέα. Σημειώστε πως στα νέα ημερολόγια, Νέα Σελήνη αναφέρεται η σύνοδος της Σελήνης με τον Ήλιο, δηλαδή το σκότος της Σελήνης. Για τους λόγους του Ιερού Μήνα, η Νέα Σελήνη (Νουμηνία) εμφανίζεται μια μέρα ή δύο μετά τη σύνοδο. Μπορεί να είναι απλούστερο να χρησιμοποιήσομε το σύστημα που επινοήθηκε από το Σόλωνα: η ελληνική μέρα κατά την διάρκεια της οποίας εμφανίζεται η σύνοδος, δηλώνεται Νέα και Παλαιά, η 30η . Η ακόλουθη ελληνική μέρα είναι τότε η Νουμηνία, η 1η. Δηλαδή στο πρώτο ηλιοβασίλεμα μετά τη σύνοδο αρχίζει η 1η του μήνα. Αν αυτό το σύστημα ακολουθείται, τότε το Πρώτο Τέταρτο θα πέσει την 7η ή την 8η, η Πανσέληνος θα πέσει την 14η ή την 15η και το Τρίτο Τέταρτο θα πέσει την 22η ή την 23η, ανάλογα με τον ακριβή χρόνο της συνόδου. Αν η 1η βασίζεται στην «πρώτη ορατότητα», όπως πιθανά έκανε ο Ησίοδος, οι Φάσεις της Σελήνης θα πέσουν μια μέρα νωρίτερα.  
    Ο Πλούταρχος στο έργο του "Σόλων", λέει:
    Συνιδὼν δὲ τοῦ μηνὸς τὴν ἀνωμαλίαν, καὶ τὴν κίνησιν τῆς σελήνης οὔτε δυομένῳ τῷ ἡλίῳ πάντως οὔτ' ἀνίσχοντι συμφερομένην, ἀλλὰ πολλάκις τῆς αὐτῆς ἡμέρας καὶ καταλαμβάνουσαν καὶ παρερχομένην τὸν ἥλιον, αὐτὴν μὲν ἔταξε ταύτην ἕνην καὶ νέαν καλεῖσθαι, τὸ μὲν πρὸ συνόδου μόριον αὐτῆς τῷ παυομένῳ μηνί, τὸ δὲ λοιπὸν ἤδη τῷ ἀρχομένῳ προσήκειν ἡγούμενος, πρῶτος ὡς ἔοικεν ὀρθῶς ἀκούσας Ὁμήρου λέγοντος·
    τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ' ἱσταμένοιο· τὴν δ' ἐφεξῆς ἡμέραν νουμηνίαν ἐκάλεσε. τὰς δ' ἀπ' εἰκάδος οὐ προστιθείς, ἀλλ' ἀφαιρῶν καὶ ἀναλύων, ὥσπερ τὰ φῶτα τῆς σελήνης ἑώρα, μέχρι τριακάδος ἠρίθμησεν.

    Δηλαδή:
    25.4 Βλέποντας συγχρόνως δε την ανωμαλία του μήνα και τη μετακίνηση της Σελήνης που ούτε εις τη δύση του Ηλίου τελείως, ούτε εις την ανατολή είναι συνενωμένη, αλλά πολλές φορές της ίδιας ημέρας και προφθάνει και φεύγει από τον Ήλιο, αυτήν την ίδια έβαλε σε τάξη (κανόνισε) και αυτή να ονομάζεται παλαιά και νέα, το μεν μικρό τεμάχιο πριν από τη Σύνοδό της εις το μήνα που σταματά, το δε υπόλοιπο αμέσως μετά εις αυτόν που αρχίζει ο οποίος είναι αρμοδίως πρώτος, πρώτος καθώς φαίνεται καλώς έχει ακούσει από τον Όμηρο να λέγει, από τον μεν μήνα που παρέρχεται, από τον δε που υψώνεται.

    25.5 την δε επόμενη ημέρα ονόμασε νουμηνία (πρωτομηνιά), αυτές δε από την εικοστή του μήνα δεν αποδίδει, αλλ’ όμως ελαττώνοντας και ακυρώνοντας, μόλις η λάμψη της Σελήνης υψωθεί, μέχρι εις την τριακοστή μέρα του μήνα λογάριασε (υπολόγισε).

    Για τους Κοίλους Μήνες (29 ημέρες), η 29η παραλείπεται, για τους Πλήρεις Μήνες (30 ημέρες), όχι. Η 30η μέρα είναι πάντα συμπεριλαμβανόμενη. Αυτή η ρύθμιση γίνεται για να εξασφαλιστεί ότι η σύνοδος εμφανίζεται στην Παλαιά και Νέα (30η) ή πρώτη ορατότητα της Νουμηνία (1η).

    Ο ορατός μήνας μπορεί να διαιρεθεί σε τέσσερις εβδομάδες: 1 ως 7, 8 ως 14, 15 ως 21, 22 ως 28. Εντούτοις οι αρχαίοι Έλληνες διαίρεσαν κανονικά το μήνα σε δύο μισά (Αύξηση και ελάττωση) ή σε τρεις Δεκανούς (αύξηση, μέσον, ελάττωση).

    Θα παρατηρηθεί ότι οι αντίστοιχες ημέρες σε κάθε Δεκανό έχουν συχνά παρόμοιες θεότητες, τύχες, κ.λπ.

    Ο Ησίοδος συστήνει διαφορετικές ημέρες για διαφορετικές δραστηριότητες (π.χ., προώθηση πλοίων). Αν θέλετε να ξέρετε πότε πρέπει να ευνουχίσετε τις αίγες, θα πρέπει να συμβουλευθείτε το κείμενο του Ησίοδου. Όπως αναμένεται, το τμήμα της Αύξησης είναι καλύτερο για την έναρξη των πραγμάτων και το τμήμα της Ελάττωσης για τη λήξη τους. Συνολικά το μισό της Αύξησης είναι πιο ευνοϊκό.

    Ορισμένες ημέρες έχουν τα ειδικά ονόματα, τα οποία δίνονται μετά από τους αριθμούς τους. Εκτός από εκείνες που ήδη αναφέρθηκαν, είναι Τριτόμηνις η τρίτη του μήνα, Τετράς η τέταρτη μέρα του μήνα, Διχομήνια το μέσον του μήνα δηλαδή η Πανσέληνος, Εικάς η εικοστή του μήνα, Τρισεινάς η ένατη μέρα του τρίτου δεκαημένου, δηλαδή εικοστή ενάτη, Τριακάς η τριακοστή μέρα του μήνα. Αν και η 15η είναι επίσημα "Πανσέληνος", μπορεί να εμφανιστεί μια ημέρα ή δύο πιο μπροστά.

    Όσον αφορά στην αρίθμηση. Με τον αρχαίο ελληνικό τρόπο, οι ημέρες στον πρώτο Δεκανό μπορούν να προσδιορίσουν "τη δεύτερη της Αύξησης της Σελήνης" ή "τη δεύτερη μέρα της Σελήνης" κ.λπ. Οι ημέρες στο δεύτερο Δεκανό μπορούν να προσδιοριστούν "πρώτη στο Μέσον" ως "δέκατη το Μέσον" ή "ενδέκατη", "δωδέκατη", "δέκατη τρίτη" μέχρι "δέκατη ένατη", μετά "εικοστή". Ο τελευταίος Δεκανός μπορεί να δηλωθεί από την απόλυτη θέση ("εικοστή τρίτη") ή τη σχετική θέση ("η φθίνουσα τρίτη", "η τρίτη μετά από την εικοστή"), αλλά υπολογίζεται κανονικά προς τα κάτω ως τη Νέα Σελήνη, "όγδοο της Φθίνουσας Σελήνης". Σημειώστε ότι "η τρίτη της φθίνουσας" θα μπορούσε να είναι είτε η 23η , είτε η 28η . Αυτή η ασάφεια περιπλέκει την ερμηνεία του κειμένου του Ησίοδου. Όταν υπολογίζεται προς τα κάτω, η "νωρίτερα δέκατη" είναι η 2η και "αργότερα η δέκατη" είναι η 21η, δεδομένου ότι η 10η προσδιορίζεται ως "δέκατη της Αύξησης"

    Αν ακολουθείτε το σύστημα του Σόλωνα, τότε κοιτάξτε το χρόνο της συνόδου σε ένα ημερολόγιο. Εάν πέφτει ανάμεσα στα μεσάνυχτα και στο ημίφως, κατόπιν η Παλαιά και Νέα (30η ) είναι αυτή η ημερολογιακή ημέρα και η Πανσέληνος είναι την 15η (Διχομήνια). Διαφορετικά, εάν η σύνοδος είναι ανάμεσα στο ημίφως και τα μεσάνυχτα, τότε η Παλαιά και Νέα είναι την επόμενη ημερολογιακή ημέρα και η Πανσέληνος είναι τη 14η , αν και δεν θα είναι ορατή έως ότου αρχίζει η 15η στο ημίφως (σούρουπο). Εάν η σύνοδος είναι μεταξύ της αυγής και του ημίφωτος, ο μήνας είναι πλήρης, διαφορετικά είναι κοίλος.

    Μην, γενική του μηνός. «Η των μηνών υποφορά», είναι το πρόσχημα των Ιερών Μηνών. Από αυτό προέρχεται η λέξη Μήνη που σημαίνει Σελήνη.

  • Οι αριθμοί

    ἈΠΟΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΣΥΝΑΡΙΘΜΗΣΙΣ ΤΩΝ ἈΝΕΓΝΩΣΜΕΝΩΝ ἩΜΙΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ὩΝ ἘΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΩΔΗ ΔΙΑΓΝΩΣΙΝ Ὁ ἨΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ἩΜΩΝ ἈΔΕΛΦΟΣ ΤΑΡΑΣΙΟΣ ΕΞΗΙΤΗΣΑΤΟ ἘΣΤΙ ΔΕ ΤΑΥΤΑ ἘΙΚΟΣΙ ΔΕΟΝΤΩΝ ἘΦ' ἙΝΙ ΤΡΙΑΚΟΣΙΑ Λέγει δὲ τὴν μονάδα ἄλλα τε οὐκ ὀλίγα τῶν πλασμάτων τῇ περὶ αὐτὴν ἀληθείᾳ καὶ τοῖς προσοῦσι φυσικοῖς ἰδιώμασι καταμιγνύς, καὶ ὡς νοῦς τε εἴη,  εἶτα καὶ ἀρσενόθηλυς, καὶ θεός, καὶ ὕλη δέ πως, πάντα χρήματα μιγνὺς ὡς ἀληθῶς, καὶ πανδοχεὺς λοιπὸν καὶ χωρητικὴ καὶ χάος, σύγχυσις, σύγκρασις, ἀλαμπία, σκοτωδία, χάσμα, Τάρταρος. Καὶ Στύγα δὲ αὐτὴν τε ρατολογοῦσι καὶ φρικωδίαν καὶ ἀμιξίαν καὶ βάραθρον ὑποχθόνιον, καὶ Λήθην, καὶ στιφρὰν πάρθενον, καὶ Ἄ τλαντα· ἄξων τέ ἐστιν αὐτοῖς καὶ ἥλιος καὶ πυράλιος, καὶ Μορφὼ δὲ καὶ Ζανὸς πύργος, καὶ σπερματίτης λόγος, Ἀπόλλων τε καὶ προφήτης καὶ λόγιος. Ἡ δὲ τῶν ὀνομάτων αἰτία ἡ μὲν φρενὸς ἀστάτου καὶ δεισιδαι μονούσης, ἡ δὲ οὐδὲ τῆς παιδαριώδους ἀνατυπώσεως ἀπηλλαγμένη. Ἀλλ' ἡ μὲν μονὰς οὕτω Νικομάχῳ καὶ τοῖς αὐτοῦ διδασκάλοις θεολογεῖταί τε ἅμα καὶ βάλ λεται ὕβρει.
    Ἡ δὲ δυὰς τόλμα τέ ἐστιν αὐτοῖς, καὶ ὕλη, καὶ τῶν ἀνομοίων αἰτία, καὶ μεταίχμιον πλήθους καὶ μονάδος. Ἐκ συνθέσεώς τε καὶ κατακράσεως μόνη ἴσον ποιεῖ, διὸ καὶ ἴση. Ἀλλὰ καὶ ἄνισος καὶ ἔλλειψις, καὶ πλεονασμός, καὶ μόνη ἀσχημάτιστος καὶ ἀόριστος, καὶ ἄπειρος, ἀρχή τε ἀρτίου μόνη, καὶ οὐκ ἄρτιος, οὐ μὴν οὐδ' ἀρτιάκις ἀρτία, οὐδὲ περισσάρτιος, οὐδ' ἀρτιοπέριττος. Ἀλλὰ τούτων μὲν τὰ πλείω ἐγγύς ἐστι τῇ δυάδος φυ- σικῇ ἰδιότητι· ἃ δὲ τῆς τερατείας, πηγή ἐστι πάσης συμφωνίας, καὶ Μουσῶν ἡ Ἐρατώ, καὶ ἁρμονία, καὶ τλημοσύνη, καὶ ῥίζα οὐ κατ' ἐνέργειάν πω, καὶ δύ ναμις, καὶ πόδες πολυπιδάκου Ἴδης, καὶ κορυφαί, καὶ Φάνης. Ἀλλὰ καὶ ἴσον Δία τὴν δυάδα ἡ μυθοπλαστία θεολογεῖ, καὶ δίκην, καὶ Ἶσιν, καὶ φύσιν, καὶ Ῥέαν, καὶ διομάτερα, καὶ πηγὴν διανομῆς· ἔστι δ' αὐτοῖς ὡς Ῥέα καὶ Φρυγία καὶ Λυδία καὶ Διδυμήνη, καὶ Δήμητρα καὶ Ἐλευσινία, καὶ Ἄρτεμις, καὶ Ἵμερος, καὶ Δίκτυννα, καὶ Ἀερία, καὶ Ἀστερία, καὶ Δίσαμος καὶ Ἐστὼ καὶ μὴν καὶ Ἀφροδίτη καὶ Διώνη καὶ Μυχαία καὶ Κυ θέρεια, καὶ ἄγνοια καὶ ἀγνωστία καὶ ψεῦδος καὶ ἀδιο ριστία, καὶ ἑτερότης καὶ νεῖκος καὶ διχοστασία, καὶ μόρος καὶ θάνατος. Τοιαῦτα μὲν αὐτοῖς καὶ ἡ δυὰς θεολογεῖται.
    Ἡ δὲ τριάς ἐστι μὲν πρῶτος περισσὸς κατ' ἐνέρ γειαν, καὶ τέλειος πρῶτος, καὶ μεσότης, καὶ ἀναλο γία· τήν τε τῆς μονάδος δύναμιν εἰς ἐνέργειαν καὶ ἐπέκτασιν προχωρεῖν ποιεῖ. Ἀλλὰ καὶ πρωτίστη, καὶ κυ ρίως μονάδων σύστημα. Εἶτα λοιπὸν ἐντεῦθεν αὐτοῖς πρὸς τὸ φυσιολογικὸν αἴρεται ὁ ἀριθμός· αἰτία τε γὰρ τοῦ τριχῇ διαστατοῦ, καὶ περατωτικὴ τῆς ἀπειρίας τῆς ἐν ἀριθμῷ, καὶ ὅμοιον, καὶ ταὐτόν, καὶ ὁμόλογον, καὶ ὡρισμένον. Ἀλλ' οὔπω ταῦτα φορτικά· τὰ δ' οὐχ ὅμοια. Καὶ νοῦς τις ἡ τριάς, καὶ εὐβουλίας καὶ συνέσεως αἰ τία, καὶ γνῶσις, ἀριθμοῦ τὸ κυριώτατον, μουσικῆς τε πάσης κυρία καὶ σύστασις, καί γε καὶ γεωμετρίας ὅτι μάλιστα. Καὶ μὴν καὶ τῶν κατὰ ἀστρονομίαν καὶ οὐρα νίων φύσιν τε καὶ γνῶσιν αὕτη τὸ κράτος ἔχει καὶ συνέχει καὶ εἰς οὐσίωσιν ἄγει. Καὶ ἡ ἀρετὴ δὲ πᾶσα ταύτης ἐξῆπται καὶ ἐκ ταύτης πρόεισιν. Εἶτα λοιπὸν τὰ μυθώδη. Διὰ ταῦτα αὐτοῖς ἡ τριὰς Κρονία καὶ Λατὼ καὶ Ἀμαλθείας κέρας, Ὀφίονά τε αὐτὴν τερα τολογοῦσι καὶ Θέτιν καὶ Ἁρμονίαν, Ἑκάταν τε καὶ Ἐρά ναν καὶ Χαριτίαν καὶ Μουσῶν Πολυμνίαν, Ἀΐδαν τε καὶ Λοξίαν, ἄρκτον, ἕλικα, καὶ ποτὶ βυθὸν οὐ δυομέ ναν, Δαματράμην τε καὶ Διοσκορίαν, καὶ Μῆτιν καὶ τριδύμην, Τρίτωνα, θαλασσοῦχον, Τριτογένειαν, Ἀχε λῶον, Νάστιν, καὶ Ἀγυιόπεζαν Κουρητίδα, Κραταΐδα Ἁρμονίαν, Συμβηνίαν, Γάμον, Γοργονίαν, Φορ κίαν, Τρίσαμον καὶ Λύδιον. Οὕτω μὲν αὐτοῖς καὶ ἡ τριὰς καὶ εἰς τοσούτους αὐτῶν θεοὺς ἀναπλάττεται.
    Ἡ δὲ τετρὰς πάλιν αὐτοῖς θαῦμα μέγιστον, ἄλλη θεός, πολύθεος μᾶλλον δὲ πάνθεος· ἔστι γὰρ αὐτοῖς τῶν τε φυσικῶν ἀποτελεσμάτων πηγὴ καὶ κλειδοῦχος τῆς φύσεως. Ἀλλὰ καὶ τῆς κατὰ τὰ μαθήματα συστάσεώς τε καὶ διαμονῆς αὕτη προαγωγὸς καὶ αἰτία. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ φύσις καὶ αἰόλα ἐστὶν αὐτοῖς καὶ Ἡρακλῆς καὶ Ἔξαρ μα καὶ Ἀλκιμωτάτη καὶ Ἀρρενικὴ καὶ Ἀθήλυντος, Ἑρμῆς τε καὶ Ἥφαιστος καὶ Διόνυσος καὶ Σωρίτας, καὶ Μαιαδεὺς ἢ Μαιάδης τῆς γὰρ Μαίας υἱὸς ἤτοι τῆς δυάδος ἡ τετράσ καὶ Ἐριούνιος καὶ Σῶκος καὶ Διάκτορος, καὶ Βασσαρεὺς καὶ Διμάτωρ, μητρὸς τετευχὼς δυάδος, Θηλύμορφός τε καὶ Ἔπανδρος καὶ ἀρρενουργὸς καὶ βακχασμὸν ἀνεγείρων καὶ ἁρμόνιτα ἢ Ἁρμονία, καὶ τῶν Μουσῶν ἡ Οὐρανία. Ἀλλ' οὕτω μὲν αὐτοῖς καὶ ἡ τετρὰς τερατολογουμένη θεολογεῖται, καὶ τὸ πρῶτον τῶν θεολο γουμένων ἀριθμῶν Νικομάχῳ συναπαρτίζεται βιβλίον.
    Ἐν δὲ τῷ β μετὰ τὸ προοίμιον ἡ πεντὰς αὐτῷ πληροῖ τὸν ἀγῶνα. Ἡ γὰρ πεντὰς πρώτη μεσότητος τῆς ἀρίστης καὶ φυσικωτάτης ἐμφατική, κατὰ διάζευξιν ἀμφοτέροις πέρασι τοῦ φυσικοῦ ἀριθμοῦ, μονάδι μὲν ὡς ἀρχῇ δεκάδι δὲ ὡς τέλει συνεζευγμένη, καὶ συλ ληπτικὴ τῶν ἐν τῇ κοσμικῇ φύσει φαινομένων· καὶ γὰρ κατὰ μὲν τὴν μονάδα ὁ κόσμος ἐρρίζωται, ἤνυσται δὲ καὶ πέφανται κατὰ τὴν δεκάδα. Ἀλλὰ καὶ ὅτι προσε χέστατον καὶ μόνον μέρος τῆς δεκάδος. Καὶ τὰ στοιχεῖα δὲ τοῦ παντὸς κατὰ τὴν πεντάδα· προστίθησι γὰρ τοῖς τέσσαρσι καὶ τὸν αἰθέρα, ὃ οὐκ ἂν ἀνέξοιτο ὑμνῶν τὴν τετράδα. Καὶ πολλὰ τοιαῦτα ἀλλ' οὔπω ταῦτα κομψὰ καὶ σοφά. Τὰ δ' ἐφεξῆς σκόπει. Ἀνεικία γὰρ ἡ πεντὰς καὶ Ἀλλοίωσις καὶ Φάος καὶ Δικαιοσύνη, καὶ ἐλαχίστη ἀκρότης τῆς ζωότητος, καὶ Νέμεσις, καὶ Βου βάστια καὶ Δίκησις καὶ Ἀφροδίτη καὶ Γαμηλία καὶ Ἀνδρογυνία, καὶ Κυθέρεια, καὶ Ζωναία, καὶ Κυκλιοῦχος, καὶ Ἁμίθεος, καὶ Ζανὸς πύργος, καὶ Διδυμαία, καὶ Ἄξων ἑδραία. Ἄμβροτόν τε αὐτὴν ὑψηλολογοῦσι καὶ Παλλάδα, καὶ Κραδεᾶτιν καὶ Ἁγεμονίαν καὶ Ἀκρεῶτιν καὶ Ἀτάλαν τον καὶ Ἄζυγα καὶ Ὀρθιᾶτιν, καὶ Μουσῶν Μελπομένην, καὶ ἀμειβομένην ὀπὶ καλῇ, καὶ μέσων μέσην καὶ Ἀκρότη τα γονίμων. Ἐπὶ τούτοις μὲν οὖν σεμνύνει καὶ τὴν πεντάδα.
    Ἡ δὲ ἑξὰς Εἶδος εἴδους αὐτῷ αἰτιολογεῖται, καὶ τῇ ψυχῇ μόνος ἀριθμῶν ἁρμόζων, καὶ Διάρθρωσις τοῦ παντὸς ψυχοποιὸς καὶ τῆς ζωτικῆς ἕξεως ἐμποιη τική παρὸ καὶ ἑξάσ καὶ Ἁρμονία καὶ Οὐλομέλεια καὶ κυρίως αὕτη μᾶλλον Ἀφροδίτη ζυγία τε καὶ γαμη λία καὶ Ἀνδρογυνία θεολογεῖται. Ἀλλὰ καὶ Ζυγῖτις καὶ Φι λοτησία καὶ Εἰρήνη καὶ Φιλία καὶ Ὑγεία, Ἄκμων τε καὶ Ἀλήθεια, καὶ Μοιρῶν δὲ Λάχεσιν αὐτὴν ποιοῦσι, καὶ ἀρχὴν καὶ ἥμισυ παντός, καὶ Ἑκατηβελέτιν, καὶ Τριοδῖτιν καὶ Διχρονίαν καὶ Περσείαν καὶ Τρίμορφον, καὶ Ἀμφιτρίτην, καὶ Ἀγχιδίκαν, καὶ Μουσῶν Θάλειαν, καὶ Πανάκειαν. Οὕτω μὲν οὐδ' ἡ ἑξὰς αὐτοῖς θεὸς εἶναι καὶ θεοῖς διέφυγε φιλοτιμεῖσθαι.
    Ἡ δὲ ἑβδομάς - τί ἄν τις καὶ εἴποι, εὐθὺς μὲν γάρ ἐστι σεπτάς· κἂν τὸ <σ> φθείροι ἡ συνήθεια, ἕλκει τοῦτο ῥᾷστα ἐκ διπλοῦ τοῦ <ξ>, ὅπερ τῷ πρὸ αὐτοῦ ἀριθμῷ ἡ φύσις πρὸς τῷ τέλει ἀπεπλήρωσεν, ἵν' ᾖ τοῦτο ἐπικού ρημα τῷ σεβαστῷ ἀριθμῷ πρὸς τὴν ἐπιβουλὴν τὴν ἀπὸ τῶν πολλῶν. Τοιαύτη μὲν ἡ ἀπόδειξις θαυμαστή, ὡς ἔστι πάντως σεπτὰς καὶ σεβασμοῦ ἄξιος ὁ ἑπτά. Πά λιν δὲ καὶ αὐτὴ μεσότης μονάδος καὶ δεκάδος Τύχη καὶ Καιρός, Ἀθηνᾶ καὶ Ἄρης, καὶ Ἀκρεῶτις, καὶ Ἀγε λεία, καὶ Ἀτρυτώνη, Φυλακῖτις, Ὀβριμοπάτρα, Τρι τογένεια, Γλαυκῶπις, Ἀλαλκομένεια, Παντευχία, Ἐρ γάνη, Πολυαρήτη, Οὐλομέλεια, Ἀμαλθείας γένος, Αἰ γίς, Ὄσιρις, Ὄνειρος, Φωνή, Αὐδή, καὶ Μουσῶν ἡ Κλειώ, εἰ βούλει δὲ καὶ Κρίσις καὶ Ἀδράστεια καὶ πολὺς φλύαρος τοιοῦτος. Οὕτω μὲν ἡ πάνσεπτος αὐτοῖς ἑπτὰς μακρο τέρῳ πόνῳ μέγας καὶ πολὺς θεὸς ἀνυμνεῖται.
    Ἡ δ' ὀκτάς, εἰ καὶ μὴ τοῖς ἴσοις μηδ' ὀγδόῳ μέ ρει, ἀλλ' οὖν τῷ θεὸς αὐτοῖς εἶναι οὐδ' αὐτὴ τοῦ θρό νου ἀπερρίφη· Παναρμονίαν γὰρ αὐτὴν προσκυνοῦσι, καὶ Καδμείαν Μητέρα τε καὶ Ῥέαν καὶ Θηλυποιὸν καὶ Κυ βέλην, Κυβήβην τε καὶ Δινδύμην καὶ Πολιοῦχον, Ἔρωτά τε καὶ Φιλίαν, Μῆτιν, Ἐπίνοιαν, Ὀρείαν, Θέμιν, Νόμον, Ἠλιτομήναν καὶ τῶν Μουσῶν τὴν Εὐτέρπην.
    Καὶ ἡ ἐννὰς δὲ ὑστερεῖ μὲν καὶ τῆς θειότητος καὶ τῆς μακρᾶς συγγραφῆς, οἷς ἡ ἑβδομὰς ὑπερῆρτο· πλὴν τῆς ὀκτάδος ἐγγὺς θεολογεῖται. Ὠκεανὸς γὰρ αὐτοῖς αὕτη περιρρεῖται, καὶ Ὁρίζων ἀνυμνεῖται· Προμηθέα τε αὐτὴν καὶ Ὁμόνοιαν καὶ Περσείαν καὶ Ἅλιον ἱερο λογοῦσιν, Ἀνεικίαν, Ὁμοίωσιν, Ἥφαιστον, Ἥραν, Διὸς ἀδελφὴν καὶ σύνευνον, Ἑκάεργον, Παιᾶνα, Νυς σηΐδα, Ἀγυιέα, Ἐνυάλιον, Ἀγελείαν, Τριτογένειαν, Ὁμό νοιαν, Πειθώ, Κουρητίδα τε καὶ Κόρην, Ὑπερίονα, καὶ Μου σῶν Τερψιχόρην.
    Ἡ μέντοι δεκὰς αὕτη ἐστὶν αὐτοῖς τὸ Πᾶν, Θεὸς Ὑπέρθεος καὶ Θεὸς θεῶν, ὅτι δέκα χειρῶν καὶ δέκα ποδῶν δάκτυλοι, καὶ δέκα κατηγορίαι, καὶ τοῦ λόγου δέκα μέρη· ἵνα γὰρ ᾖ αὐτοῖς πάντα ἡ δεκάς, προστι θέασι τοῖς τοῦ λόγου μέρεσι προσηγορίαν καὶ παρα πλήρωμα. Τί δεῖ λέγειν ὡς ἐν αὐτῇ περιλαμβάνουσι τά τε στερεὰ καὶ τὰ ἐπίπεδα, ἄρτια, περισσά, ἀρτιο πέρισσα, τέλεια, πρῶτα καὶ ἀσύνθετα, ἰσότητα καὶ ἀνι σότητα, τὰς δέκα σχέσεις, τὰ σφαιρικά, τὰ κυκλικά, γεννητικά, τελεστικά, ἐναρμόνια, τὰ τοιαῦτα, ἀλλ' ὅπως αὐτοῖς Κόσμος ἡ δεκὰς καὶ Οὐρανός, Εἱμαρμένη, Αἰών, Κράτος, Πίστις, Ἀνάγκη, Ἄτλας, Ἀκάμας θεός, Φάνης, Ἥλιος, Οὐρανία, Μνήμη, Μνημοσύνη; Καὶ πάντα ἂν οἶμαι τὰ προειρημένα τῶν θεῶν αὐτῶν ὀνόματα τῇ δεκάδι ἀνήψαντο ἄν, εἰ μὴ προλαβόντες ἐκεῖνοι ταῦτα ἰδιοποιήσαντο καὶ συνεχῶς τὰ αὐτὰ κατὰ πάντων λέ γειν οὗτοι ἀπώκνησαν, ἐπεὶ Ὑπέρθεός γε αὐτοῖς ἡ δεκάς, καὶ τὸ κράτος τῆς ἐν ἀριθμοῖς ἔχουσα θεότητος. Διὰ τοῦτο Νικομάχῳ καὶ πολύστιχος ὁ περὶ αὐτὴν πόνος. Εἰ γὰρ καὶ πολλῷ μακροστιχώτερος ὅ τε τῆς μονάδος καὶ ἑβδομάδος, ἀλλ' ὁ μὲν τῆς μονάδος, ὅτι καὶ περὶ τῶν ἑξῆς ἀριθμῶν οὐκ ὀλίγα διεξέρχεται καὶ προοιμίοις πλατύνεται. Πλὴν ἐν ἀμφοῖν πολλὰ καὶ περὶ τῆς δε κάδος ἐμφιλοχωρεῖ, ὥσπερ καὶ ἐν τῷ περὶ τῆς πεντάδος λόγῳ μικροῦ πρὸς τὸν τῆς ἑβδομάδος.

  • Ορφέας, Ορφικά και Θράκη

    Πώς αναταράσσονται μέσα στο απέραντο σύμπαν, πώς στριφογυρίζουν και αλληλοζητούνται αυτές οι αμέτρητες ψυχές που αναβρύζουν απ’ τη μεγάλη ψυχή του κόσμου! Πέφτουν από πλανήτη σε πλανήτη και κλαίνε μέσα στην άβυσσο την ξεχασμένη πατρίδα. Είναι τα δάκρυά σου Διόνυσε.... Ω μεγάλο Πνεύμα, ώ Θείε Λυτρωτή, ξαναπάρε τις κόρες σου στον φωτεινό σου κόλπο.

    Όρφικό απόσπασμα

    Η Θράκη κατά τη μυθολογία είναι μια περιοχή πολύ ευρύτερη από το γνωστό γεωγραφικό χώρο. Για τους Έλληνες του νότου η Θράκη ήταν ο τόπος που γεννήθηκε και κατοικούσε ένας από τον δώδεκα θεούς ο Άρης ο τρομερός θεός του πολέμου. Απόγονοι του Άρη υπήρξαν οι βασιλιάδες της Θράκης Τηρέας, Λυκούργος και Διομήδης. Από την Θράκη ωστόσο κατάγονται ο Ορφέας, ο Μουσαίος, ο Εύμολπος, η Καλλιόπη, η Ευτέρπη και η Τερψιχόρη, πρόσωπα τα οποία δημιουργούν την κορωνίδα της μουσικής τέχνης το ανυπέρβλητο κάλλος των ποιημάτων και ασμάτων που ξεπερνά το ανθρώπινο γίνεται θετικό και έχει μαγικές ικανότητες που ημερεύει πλέον κάθε τι το άγριο.

    Μέσα στα Ιερά του Απόλλωνα, μια μυστηριώδη γιορτή γινόταν στην εαρινή Ισημερία. Ήταν η γέννηση του Ορφέα, γιου του Οιάγρου και της μούσας Καλλιόπης, που γεννήθηκε στην Πίμπλεια, μια κωμόπολη πλησίον της πόλης Δίον, στην Πιερία περίπου την 13η χιλιετία πΧ. Ο Ορφέας, το όνομά του προέρχεται από τη ρίζα ερεφ- ή ρεφ- που σημαίνει το σκότος της νύχτας, έλαβε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία, είχε άμεση σχέση με τους Καβείρους από τους οποίους επηρεάστηκε και μυήθηκε.

    Ο Ορφέας έγινε το έμψυχο πνεύμα της Ιερής Ελλάδας, αφύπνισε τη Θεία ψυχή. Η επτάχορδη λύρα του αγκαλιάζει όλο το σύμπαν. Φημισμένος ιδιαίτερα για την επίδοση του στο άσμα ο Ορφέας μαγεύει τα πουλιά που γοητευμένα πετούν γύρω του, τα ψάρια πετούν έξω από το νερό για να τον ακούσουν και τα άγρια ζώα μαζεύονται γύρω του να τον ακούσουν. Εκτός από αοιδός ο Ορφέας ήταν ο μέγας κιθαρωδός με έμβλημά του τη λύρα στην οποία πρόσθεσε δύο ακόμα χορδές από τις πέντε που είχε πρώτα. Ο Ορφέας θεωρείται πως μαζί με τον Πυθαγόρα είναι οι μέγιστοι Μάγοι της Ελλάδας. Αναφέρεται ως ιδρυτής μυστηρίων και ιερών τελετών (Ορφικά μυστήρια) που θεωρήθηκαν ως αίρεση, στην εκστασιακή Διονυσιακή λατρεία. Οι τελετές των Ορφικών λάμβαναν μέρος την νύκτα. Η ουσία των Μυστηρίων είναι η μετάβαση από το σκότος στο φως με διάφορους αλληγορικούς και συμβολικούς τρόπους. Στο άδυτο του ναού ο Ιεροφάντης άναβε την τελετουργική Πυρά από μία συνεχώς καίουσα Ιερά Πηγή και εμφανιζόταν μπροστά στους μυημένους. Οι ναοί των Ορφικών είτε ήταν κτιστοί, είτε απλά σπήλαια. Οι Ορφικοί Ύμνοι των τελετών είναι πανάρχαιοι και ανάγονται στην 11η χιλιετία π.Χ. Εξυμνούν διάφορες θεότητες και περιγράφουν στοιχεία της Ορφικής Κοσμολογίας, για τη γένεση του Σύμπαντος, την θεωρία του Κοσμικού Ωού, την πίστη στην Συμπαντική Αρμονία, την αναφορά στο Ζωδιακό Κύκλο, την αστρονομία, τις Ισημερίες και τα Ηλιοστάσια. Η Αρχαία Ελληνική Θεολογία προήλθε από τους Ορφικούς και επηρέασε τόσο τον Πυθαγόρα όσο και τον Πλάτωνα, ο οποίος μάλιστα στον αποκαλεί «Θεολόγο».

     Ο Ορφέας, ο ξανθομάλλης Δωριεύς με τα βαθυγάλανα μάτια, μίλησε για το αρχικό Ύδωρ και την ύλη από την οποία σχηματίστηκε η Γη. Για την απόρρητη φύση της αρχεγόνου ύλης, δεν μίλησε, για την Άρρητη Αρχή δεν ανέφερε τίποτα.
    Από αυτά δημιουργείται μια νέα αρχή, ο Χρόνος που δεν είναι υλικό στοιχείο, αλλά μια νέα προκοσμική κατάσταση ενοποίησης των πάντων και μία νέα δημιουργική αρχή, από όπου προκύπτει ο Αιθέρας και το Χάος. Μέσα στο Χάος από τον Χρόνο και τον Αιθέρα προήλθε το Κοσμογονικό Ωόν από το οποίο εμφανίζεται ο Θεός Φάνης.

    Η αριθμολογική αξία του ονόματος Φάνης είναι 759, πολλαπλάσιο 69*11.
    Από τον Φάνητα προέρχεται η Νυξ, που σημειοδοτεί μια περίοδο σκότους που ακολούθησε αυτή του θεϊκού φωτός. Εκ της Νυκτός προήλθαν η Γαία και ο Ουρανός και εκ τούτου ο Ωκεανός και η Τηθύς και μετά γεννήθηκαν όλα τα όντα, όπως οι Μοίρες, οι Εκατόγχειρες, οι Κύκλωπες και οι Τιτάνες κλπ, όπως αναφέρεται στη Θεογονία του Ησίοδου.

    Η θεολογική μορφή της διδασκαλίας του Ορφέα διαμορφώνει διαδοχικές καταστάσεις διαχωρισμού και ενοποιήσης, μιας η δυο αρχών. Η κάθε αρχή μαζί με τις προηγούμενες η ακολούθως με τις δύο επόμενες, σχημάτιζαν δημιουργικές τριάδες αρχών, οι ενέργειες των οποίων αναπτύσσονταν λεπτομερώς μέσα στο όλο σύστημα.
    Ο Ερμείας κάνει αναφορά στην εξέλιξη, πως με την εμφάνιση του Ζηνός όλες οι διεργασίες αναφέρονται σε θεϊκά επίπεδα. Λέγει λοιπόν, στο «Των εις τον Πλάτωνος Φαίδρον Σχολίων», στη σελίδα 138, γραμμή 11 – σελίδα 139 γραμμή 8: « Επειδή ο αριθμός 12 είναι εκ του τέλειου τρία και του γενεσιουργού τέσσερα που γεννήθηκε από την συγκράτηση (το ένα μέσα στο άλλο, πολλαπλασιασμός), περιέχει όλο το Θείο διάκοσμο των θεών, οι δε αρχές είναι του τρία η μονάδα, του τέσσερα η δυάδα, ενώ είναι η μονάδα ο Αιθέρας, η δυάδα το Χάος, η τριάδα το Ωόν (διότι είναι ακέραιο), η τετράδα ο Φάνης, όπως λέγει και ο Ορφέας. Βλέποντας με τέσσερις οφθαλμούς, εκεί και εκεί.

    Άλλο εξάλλου είναι το πλήρες για να λέγεται στο διάκοσμο των θεών, στη δωδεκάδα ότι απαρτίζεται σαν τέλειος αριθμός από τους πρώτους αριθμούς σε ένωσης γινόμενο και όσα άλλα κατά το συνηθισμένο τρόπο λέγεται, άλλο πάλι είναι να λέγεται για το δώδεκα τους ηγεμόνες του κόσμου με αυτόν το αξίωμα θεωρούμενους. Διότι όλοι είναι υπέρ το σύμπαν. Και λέγεται η μεν Εκάτη έλκει μαζί της το δώδεκα, ως τα τέλη του θείου αριθμού ορίζουσα. Στο δε Διόνυσο το δεκατρία καταλήγει καθότι είναι μετά τους θεούς και των θεοποιημένων. 

    ……………… μερικοί δε και αριθμητικά σε καθένα του δέκα εφάρμοσαν στης δεκάδας τους αριθμούς, βγάζοντας τις δύο μονάδες, και αυτήν την τετάρτη το Δία και αυτή της Εστίας, δίνοντας το ένα στον Απόλλωνα, το δύο στην Ήρα, το τρία στον Ποσειδώνα (για αυτό και τριαινούχος), το τέσσερα στον Ερμή, το πέμπτο στον Άρη, το έξι στην Αφροδίτη, το επτά στην Αθηνά, το οκτώ στην Δήμητρα, το εννιά στην Άρτεμη, το δέκα στον Ήφαιστο».

    Ἐπειδὴ δὲ ὁ δωδέκατος ἀριθμὸς ἐκ τοῦ τελείου ἀριθμοῦ τοῦ τρίτου καὶ τοῦ γενεσιουργοῦ τοῦ τετάρτου κατὰ σύγκρασιν ἀπεγεννήθη, ὅλον τὸν τῶν θεῶν περιέχων θεῖον διάκοσμον, τοῦ δὲ τρίτου καὶ τετάρτου ἀρχαὶ μονὰς καὶ δυὰς, εἴη ἂν μονὰς μὲν ὁ αἰθὴρ, δυὰς δὲ τὸ χάος, τριὰς δὲ τὸ ᾠὸν τέλειον γάρ ἐστι, τετρὰς δὲ ὁ Φάνης, ὡς καὶ Ὀρφεύς φησι· τετράσιν ὀφθαλμοῖσιν ὁρώμενος ἔνθα καὶ ἔνθα.
    Ἄλλο δέ ἐστιν ὅλον τὸν τῶν θεῶν διάκοσμον εἰς τὴν δωδεκάδα λέγειν ἀπαρτίζεσθαι ὡς τέλειον ἀριθμὸν καὶ ἐκ τῶν πρώτων ἀριθμῶν κατὰ σύγκρασιν ἀπογεννώμενον καὶ ὅσα ἄλλα εἴωθε λέγεσθαι, ἄλλο πάλιν τὸ λέγειν δώδεκα εἶναι τοὺς ἡγεμόνας τοῦ κόσμου ὡς ἐν τῇ αὐτῇ τάξει θεωρουμένους· πάντες γὰρ ὑπερκόσμιοί εἰσι· καὶ ἡ μὲν Ἑκάτη τὸν δώδεκα λέγεται συνελίσσειν, ὡς τὰ πέρατα τοῦ θείου ἀριθμοῦ παντὸς ἀφορίζουσα· ὁ δὲ Διόνυσος τὴν τρισκαιδεκάτην εἰληχέναι ὡς μετὰ θεοὺς ὢν καὶ τῶν ἐκθεουμένων. Ἐνταῦθα δὲ οὐκ ἐν ἑνὶ ὁ δώδεκα, ἀλλ' ἕτερον τρόπον τῆς ἐν πᾶσι τάξεως ἐνδεικτικόν. Ἡ δὲ τάξις οὐχ ὡς ἄλλη ἐν ἄλλοις, ἀλλ' αὐτὸ τὸ εἶναι τῶν θεῶν ἡ τάξις αὐτῶν ἐστι. Τριττὴ δὲ ἡ τάξις· ἢ γὰρ ὡς ἐξῃρημένη, οἵα ἡ ἐν τῷ ἐξῃρημένῳ Διὶ, ἀφ' ἧς τάξεως καὶ αὐτὴ ἡ ἐν τοῖς δώδεκα ἐνδίδοται· ἢ ὡς ἐν αὐτοῖς τοῖς τεταγμένοις, οἷον ἡ ἐν αὐτοῖς τοῖς δώδεκα·
    ἡ τρίτη ὡς ἡ ἐν μεταδόσει, οἷον ἡ ἀπ' αὐτῶν τῶν δώδεκα καὶ εἰς τὰ καταδεέστερα ἐνδιδομένη καὶ εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Τινὲς δὲ καὶ ἀριθμητικῶς ἑκάστῳ τῶν ἐν τῷ δεκάτῳ ἐφήρμοσαν τοὺς ἐν τῇ δεκάδι ἀριθμοὺς, ἐξελόντες τὰς δύο μονάδας, τήν τε τετάρτην Διίαν καὶ τὴν τῆς Ἑστίας,
    μονάδα μὲν Ἀπόλλωνι δόντες, δυάδα Ἥρᾳ, τριάδα Ποσειδῶνι διὸ καὶ τριαινοῦχοσ, τέταρτον Ἑρμῇ, πέμπτον Ἄρῃ, ἕκτον Ἀφροδίτῃ, ἕβδομον Ἀθηνᾷ, ὄγδοον Δήμητρι, ἔνατον Ἀρτέμιδι, δέκατον Ἡφαίστῳ.

    Ο Πρόκλος αναφέρει πως η Ορφική θεολογία κυριάρχησε για αιώνες στον Ελληνικό χώρο και άσκησε τεράστια επίδραση. Στο έργο του «Η πολιτεία του Πλάτωνα», αναφέρει πως ο θεολόγος Ορφέας έδωσε τρία γένη στους ανθρώπους, το χρυσό, το αργυρό και το τιτανικό από το οποίο κυριάρχησε ο Δίας.

     Ὁ μὲν θεολόγος Ὀρφεὺσ τρία γένη παραδέδωκεν ἀνθρώπων· πρώτιστον τὸ χρυσοῦν, ὅπερ ὑποστῆσαι τὸν Φάνητά φησιν· δεύτερον τὸ ἀργυροῦν, οὗ φησιν ἄρξαι τὸν μέγιστον Κρόνον· τρίτον τὸ Τιτανικόν, ὅ φησιν ἐκ τῶν Τιτανικῶν μελῶν τὸν Δία συστήσασθαι· συννοήσας ὡς ἐν τρισὶν ὅροις τούτοις πᾶν εἶδος περιέχεται τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς. ἢ γὰρ νοερόν ἐστιν καὶ θεῖον, αὐτοῖς τοῖς ἀκροτάτοις τῶν ὄντων ἐνιδρυμένον, ἢ πρὸς ἑαυτὸ ἐπέστραπται καὶ νοεῖ ἑαυτὸ καὶ ἀγαπᾷ τὴν τοιαύτην ζωήν, ἢ πρὸς τὰ
    χείρονα βλέπει καὶ μετ' ἐκείνων ἐθέλει ζῆν ἀλόγων ὄντων.
    τριττῆς οὖν οὔσης τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς τὸ μὲν πρώτιστον ἀπὸ τοῦ Φάνητός ἐστιν, ὃς πᾶν τὸ νοοῦν συνάπτει τοῖς νοητοῖς, τὸ δὲ δεύτερον ἀπὸ τοῦ Κρόνου τοῦ πρώτου, φησὶν ὁ μῦθος, <ἀγκυλομήτου> καὶ πάντα πρὸς ἑαυτὰ ποιοῦντος ἐπιστρέφειν, τὸ δὲ τρίτον ἀπὸ Διὸς τοῦ τῶν δευτέρων προνοεῖν καὶ διακοσμεῖν τὰ χείρονα διδάσκοντος· τοῦτο γὰρ ἴδιον δημιουργίας.
    «…Ήταν λένε, η ώρα της θυσίας. Οι ιερείς της Ροδόπης κάνουν τη θυσία της φωτιάς, κάνουν μια προσφορά με αρωματικό ξύλο. Στο τέλος, ο ποντίφηκας βγαίνει από το ναό, ντυμένος όπως και οι άλλοι με άσπρα λινά ρούχα, στεφανωμένος με μυρτιά και κυπαρίσσι. Κρατάει σκήπτρο από έβενο με κεφάλι από ελεφαντόδοντο και φοράει χρυσή ζώνη της οποίας τα κρύσταλλα ρίχνουν θαμπές φωτιές, σύμβολα μιας μυστηριακής βασιλείας. Είναι ο Ορφέας.

    Οδηγεί από το χέρι ένα μαθητή, παιδί των Δελφών, που περιμένει ωχρός, φοβισμένος και μαγεμένος, με το ρίγος των μυστηρίων, τα λόγια του μεγάλου εμπνευσμένου.

    Ο Ορφέας εφησυχάσει τον εκλεκτό της καρδιάς του μύστη και με ύφος επίσημο του λέει: «Διπλώσου ως το βάθος τού εαυτού σου για να υψωθείς στην Αρχή των πραγμάτων, στην μεγάλη Τριάδα πού ακτινοβολεί μέσα στον άρχοντα Αιθέρα. Κατανάλωσε το σώμα σου με τη φλόγα της σκέψης σου αποσπάσου από την ύλη όπως η φλόγα από το ξύλο που το κατατρώει. Τότε το Πνεύμα σου θα ορμήσει προς τον αγνό αιθέρα των αιώνιων Αιτιών, όπως ο αετός στο θρόνο τού Δία.

    Θα σου αποκαλύψω το μυστικό των κόσμων, τη ζωή της φύσης, την ουσία τού Θεού. Άκουσε πρώτα το μεγάλο μυστικό. Ένα μονάχα όν βασιλεύει στο βαθύ ουρανό και μέσα στην άβυσσο της γης, ο βροντερός Δίας, ο αιθέριος Δίας.

    Αυτός είναι και η βαθιά σκέψη, και το ισχυρό μίσος κι’ η γλυκιά αγάπη. Βασιλεύει μέσα στα βάθη της γης και στα ύψη του έναστρου ουρανού: πνοή των πραγμάτων, φλόγα αδάμαστη, αρσενικό και θηλυκό, ένας βασιλιάς, μια εξουσία, ένας Θεός, ένας μεγάλος δάσκαλος.

    Ο Δίας είναι ο Θείος κι η Θεία σύζυγος. Άντρας και Γυναίκα, Πατέρας και Μητέρα. Απ’ τον Ιερό τους γάμο, άπ’ τον αιώνιο υμέναιό τους βγαίνουν αδιάκοπα η φωτιά και το νερό, η Γη κι ο Αιθέρας, η Νύχτα κι η Μέρα, οι περήφανοι Τιτάνες, οι ανίκητοι Θεοί και το κινούμενο σπέρμα των ανθρώπων.

    Οι έρωτες του Ουρανού και της Γης δεν είναι γνωστοί στους βέβηλους. Τα μυστήρια του Συζύγου και της Συζύγου αποκαλύπτονται μόνο στους θείους ανθρώπους. Εγώ θα φανερώσω μόνο αυτό που είναι αληθινό. Πριν από λίγο η βροντή συγκλόνιζε τους βράχους αυτούς. Ο κεραυνός έπεφτε σαν ζωντανή φωτιά, σαν φλόγα που σκορπάει. Κι οι αντίλαλοι των βουνών μούγκριζαν από χαρά. Συ όμως έτρεμες, γιατί δεν γνώριζες από πού προέρχεται η φωτιά αυτή ούτε πού χτυπάει. Είναι το πύρ το αρσενικό, σπέρμα του Δία κινείται μέσα σε όλα τα όντα. Όταν πέφτει ο κεραυνός το πύρ εκπορεύεται απ’ το δεξί του χέρι.

    Και τώρα, δες το στερέωμα. Κοίτα εκείνο το λαμπρό κύκλο με αστερισμούς που είναι ριγμένη πάνω του η λεπτή εσάρπα του γαλαξία, σκόνη από ήλιους και κόσμους. Δες πως φεγγοβολάει ο Ωρίων, πως τρεμοσβήνουν οι Δίδυμοι, πως αστράφτει η Λύρα. Είναι το σώμα της Θείας Συζύγου που γυρίζει μέσα σ’ αυτόν τον αρμονικό ίλιγγο απ’ τα τραγούδια του ιλίγγου.

    Δες με τα μάτια του πνεύματος, και θα δεις το αναποδογυρισμένο της κεφάλι, τα τεντωμένα της μπράτσα και θα ανασηκώσεις τον πέπλο της, τον διασκορπισμένο με αστέρια..

    Ο Δίας είναι ο Θείος κι η Θεία σύζυγος. Να το πρώτο μυστήριο.

    Τώρα όμως παιδί των Δελφών προπαρασκευάσου για την δεύτερη μύηση. Ανατρίχιασε, κλάψε, ευχαριστήσου, λάτρεψε! Γιατί το πνεύμα σου θα βυθισθεί στη φλογερή ζώνη όπως ο μεγάλος Δημιουργός ανακατώνει την ψυχή με τον κόσμο μέσα στο κύπελλο της ζωής. Όταν ποτισθούν στο μεθυστικό αυτό κύπελλο, όταν τα όντα λησμονούν την Θεία διαμονή τους και κατεβαίνουν μέσα στην επίπονη άβυσσο των γεννήσεων.

    Ο Δίας είναι ο μεγάλος Δημιουργός. Ο Διόνυσος είναι ο γιός του, ο εκδηλωμένος Λόγος του. Ο Διόνυσος, το ακτινοβόλο πνεύμα, η ζωντανή διάνοια, φεγγοβολούσε μέσα στο σπίτι του πατέρα του, στο ανάκτορο του ακίνητου Αιθέρα. Μια μέρα, βυθισμένος μέσα απ’ τούς αστερισμούς στις αβύσσους του ουρανού είδε μέσα στα γαλάζια βάθη την αντανάκλαση της ίδιας του εικόνας που του πρότεινε τα χέρια. Γοητευμένος απ’ το όμορφο αυτό φάντασμα, ερωτευμένος με το ομοίωμά του, όρμησε για να τ’ αρπάξει. Η εικόνα όμως απομακρύνονταν, απομακρύνονταν συνεχώς. Στο τέλος βρέθηκε σε μια σκιερή και αρωματισμένη κοιλάδα, απολαμβάνοντας τις γλυκιές αύρες που χάιδευαν το σώμα του. Μέσα σε μια σπηλιά διέκρινε την Περσεφόνη. Η Μαία ύφαινε ένα πέπλο που φαίνονταν να κυματίζουν οι εικόνες όλων των όντων. Μπροστά στη θεϊκή παρθένα σταμάτησε βουβός από γοητεία. Εκείνη τη στιγμή οι περήφανοι Τιτάνες, οι πρώτοι ζηλότυποι για την ομορφιά του, ρίχτηκαν πάνω του και τον έκαναν κομμάτια. Έπειτα, αφού μοιράστηκαν τα μέλη του, τα έβρασαν μέσα σε νερό και έθαψαν την καρδία του. Ο Δίας κατακεραύνωσε τους Τιτάνες κι η Αθηνά μετέφερε την καρδιά του Διόνυσου στους αιθέρες κι έγινε ένας καυτός ήλιος. Απ’ τον καπνό του σώματός του βγήκαν όμως, οι ψυχές των ανθρώπων που προχωρούν προς τον ουρανό. Όταν οι ωχρές σκιές θα ξανασμίξουν με τη σπινθηροβόλα καρδιά του Διόνυσου, θα ανάψουν σαν φλόγες, ο Διόνυσος θα αναστηθεί στα ύψη του εμπύρειου, πιο ζωντανός από κάθε άλλη φορά.

    Να το μυστήριο του θανάτου του Διόνυσου…..»

    «……. Ήπιες απ’ τις βρύσες του άγιου φωτός, είπε ο Ορφέας, μπήκες μέσα στα άδυτα των μυστηρίων με αγνή καρδιά. Ήρθε η σημαντική ώρα που θα σε κάνω να εισχωρήσεις ως τις πηγές της ζωής και του φωτός. Εκείνοι που δεν σήκωσαν το πυκνό πέπλο που σκεπάζει απ’ τα μάτια των ανθρώπων τα θαυμαστά αόρατα, αυτοί δεν έγιναν γιοι των Θεών.

    Άκουσε λοιπόν τις αλήθειες που πρέπει να αποκρύβεις απ’ το πλήθος, αυτές που συνιστούν την Ισχύ των Ιερών Αδύτων.

    Ο Θεός είναι ένας και όμοιος με τον εαυτό του. Βασιλεύει παντού. Οι Θεοί όμως είναι πάρα πολλοί και αδιάφοροι, γιατί ή Θεότητα είναι αιώνια και άπειρη. Οι μεγαλύτεροι θεοί είναι οι ψυχές των αστέρων. Ήλιοι, αστέρες, γαίες και σελήνες, κάθε αστέρι έχει τη δικιά του ψυχή και όλες τους είναι βγαλμένες μέσα απ’ την ουράνια φωτιά του Δία κι απ’ το αρχικό φως. Απροσπέλαστα, αμετάβλητα, κυβερνούν το μεγάλο παν με τις κανονικές κινήσεις. Λοιπόν, κάθε αστέρι που κυλάει σέρνει μέσα στην αιθέρια σφαίρα του φάλαγγες από ημίθεους ή ψυχές ακτινοβολούσες.

    Αυτά κάποτε ήταν άνθρωποι και αφού κατέβηκαν τα σκαλοπάτια των βασιλείων μετά ανέβηκαν δοξασμένα τους κύκλους για να γλιτώσουν τελικά απ’ τον κύκλο των γεννήσεων. Μέσω αυτών των Θεϊκών πνευμάτων αναπνέει ο Θεός, ενεργεί, παρουσιάζεται. Είναι η πνοή της ζωντανής του ψυχής, οι ακτίνες της αιώνιας συνείδησή ς τους. Διοικούν τις στρατιές των κατώτερων πνευμάτων που δίνουν ζωή στα στοιχεία. Διευθύνουν τους κόσμους. Μας κυκλώνουν κι από κοντά κι από μακριά κι είναι φτιαγμένα από Θεία ουσία, ντύνονται όμως με μορφές που αλλάζουν πάντοτε, ανάλογα με τους λαούς, τους χρόνους και τους τόπους.

    Ο άσεβής που τα αρνείται, τα τρέμει. Ο ευσεβής τα λατρεύει χωρίς να τα γνωρίζει. Ο μύστης τα γνωρίζει, τα τραβάει και τα βλέπει.

    "Αν αγωνίσθηκα να βρω αυτούς τους θεσμούς, αν αψήφησα το θάνατο, αν κατέβηκα όπως λένε στον Άδη, αυτά όλα τα έκανα για να δαμάσω τους δαίμονες της αβύσσου, για να σμίξει ο Ουρανός με τη Γη, για ν’ ακούει η γοητευμένη Γη τις Θείες φωνές. Η ουράνια ομορφιά θα ενσαρκωθεί μέσα στη σάρκα των γυναικών, η φωτιά του Δία θα διαποτίσει το σώμα των ηρώων, και πολύ πριν ανεβούν προς τα αστέρια, οι γιοι των Θεών θα ακτινοβολήσουν σαν τους αθάνατους.";

     

    Ξέρεις τι είναι η Λύρα τού Ορφέα; Είναι ο απόηχος των εμπνευσμένων ναών. Γιατί χορδές έχει Θεούς.

    Και τώρα θα επικαλεσθώ τους Θεούς μας…..

    ………..«Κυβέλη! Κυβέλη! Μεγάλη μητέρα, άκουσέ με! Πρωτότυπο φως, φλόγα ευκίνητη, αιθέρια, που πάντοτε αναπηδάς μέσα στα διαστήματα, που κλείνεις μέσα σου τις απηχήσεις και τις εικόνες όλων των πραγμάτων! Ω παγκόσμια ψυχή των αβύσσων που σπέρνεις ήλιους, που αφήνεις να κυλιέται μέσα στον αιθέρα ο κάτασπρος μανδύας σου φως λεπτότατο κρυμμένο, αόρατο στα μάτια της σάρκας μεγάλη μητέρα των Κόσμων και των Θεών, εσύ που κλείνεις μέσα σου τους αιώνιους τύπους! Αρχαία Κυβέλη, σ’ εμένα! Σ’ εμένα! Στο όνομα του μαγικού μου σκήπτρου, στο όνομα της συμφωνίας μου με τις Δυνάμεις, στην ψυχή της Ευρυδίκης!... Σε επικαλούμαι, πολύμορφε Σύζυγε, πειθαρχική που δονείσαι με τη φωτιά του Αιώνιου Άρρενος. Απ’ το πιο ψηλό μέρος των διαστημάτων, από το πιο βαθύ μέρος της αβύσσου, απ’ όλα τα μέρη, έλα πλημμύρισε, γέμισε τη σπηλιά αυτή με τα ρευστά σου. Τριγύρισε τον γιο των Μυστηρίων με οχυρό διαμαντένιο και κάνε τον να δει στους βαθύς σου κόλπους τα Πνεύματα της Αβύσσου, της Γης και των Ουρανών!»

    Στα λόγια αυτά μια υπόγεια βροντή τράνταξε τα βάθη της αβύσσου και κουνήθηκε ολόκληρο το βουνό. Κρύος ιδρώτας πάγωσε το σώμα του μαθητή. Δεν έβλεπε πια τον Ορφέα, παρά μόνο μέσα από ένα καπνό που όλο και μεγάλωνε. Σε μια στιγμή προσπάθησε να παλέψει με μια φοβερή δύναμη που τον σύντριβε…...

    ……..  «Παιδί των Δελφών, από πού έρχεσαι;» ρώτησε ο Ιεροφάντης.

    «Δάσκαλε των μυστών, ουράνιε μαγευτή, θαυμαστέ Ορφέα, είδα ένα Θείο όνειρο. Μήπως ήταν καμιά γοητεία της μαγείας, κάποιο δώρο των Θεών; Τι συνέβη λοιπόν; ‘Ο κόσμος άλλαξε; Πού βρίσκομαι τώρα;»

    «Κατάκτησες το στέμμα της μύησης και έζησες το όνειρό μου: την αθάνατη Ελλάδα! Ας βγούμε όμως από εδώ γιατί για να εκπληρωθεί αυτό πρέπει, εγώ να πεθάνω και συ να ζήσεις.»

     Τα Ορφικά κείμενα, όσα υπάρχουν, είναι μεγάλης σπουδαιότητας γιατί περιέχουν πληροφορίες για την ζωή των Ελλήνων και τις επιστήμες τους, όπως η αστρονομία και άλλα. Τα Ορφικά έργα είναι τα «Αργοναυτικά>», οι «Ύμνοι», τα «Λιθικά», τα «Αστρονομικά», τα «Αποσπάσματα» και τα «Ανέκδοτα». Ωστόσο, πολλές πληροφορίες έχουν διασώσει και διάφοροι συγγραφείς στα έργα τους.

    Είναι άξιο σημείωσης, πως στα Ορφικά υπάρχουν πληροφορίες για κλίμα της Γης, κάτι για το οποίο ο Πρόκλος λέει: «ο Ορφέας έτσι όρισε, όρισε δε στους ανθρώπους χωριστά να ρέει από το θρόνο των αθανάτων, να κατευθύνεται ο μέσος άξονας του ηλίου, να μην είναι ψυχρός, ούτε θερμός, αλλά το μέσον.»

    Ὀρφεὺσ οὑτωσὶ διορίζων· διώρισε δ' ἀνθρώποισι χωρὶς ἀπ' ἀθανάτων ναίειν ἕδος, ᾗ μέσος ἄξων ἠελίου τρέπεται ποτινεύμενος οὔτε τι λίην ψυχρὸς ὑπὲρ κεφαλῆς οὔτ' ἔμπυρος, ἀλλὰ μεσηγύσ.
    Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις των επιστημόνων, δίνονται αστρονομικές πληροφορίες για φυσικά φαινόμενα που έγιναν περίπου το 3600 πΧ, το 5000 πΧ και το 11585 πΧ.

    Ο σπουδαίος αστρονόμος Κωνσταντίνος Χασάπης με βάση τον στίχο : "μίξας χειμώνος θέρεός τ' ίσον αμφοτέροισιν, ταίς υπάταις χειμώνα, θέρος νεάταις διακρίνας" "μίξας χειμώνος θέρεός τ' ίσον αμφοτέροισιν, ταίς υπάταις χειμώνα, θέρος νεάταις διακρίναςστον ύμνο στον Απόλλωνα, δηλώνει πως γίνεται λόγος περί ισότητος των εποχών και υπολόγισε σύμφωνα με την μετάπτωση των εποχών, τις δύο ημερομηνίες που συνέβηκε αυτό το φαινόμενο, δηλαδή το 1.366 π.Χ. ή 1.361 π.Χ. διορθωμένη ημερομηνία από υπολογιστή, το 11.835 π.Χ. ή 11.809 π.Χ. διορθωμένη ημερομηνία από υπολογιστή. Καθότι ο Ορφέας πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, η δεύτερη ημερομηνία που αναφέρεται, δικαιολογεί το κείμενο. Αυτό γιατί ο Ορφέας έζησε πολύ πριν τον Τρωικό πόλεμο, που σύμφωνα με τους επιστήμονες είναι το 1450 π.Χ.
    Υπήρξε Ισότητα Εποχών, δηλαδή ισότητα Θέρους – Φθινοπώρου με ταυτόχρονη ισότητα Χειμώνα - Άνοιξης, 2.612 έτη πριν το 1361 π.Χ. δηλαδή το 3.973 π.Χ.. Πηγαίνοντας πιο πίσω άλλα 2.162 έτη, βρισκόμαστε στο 6.585 π.Χ. όπου ισχύει το ίδιο. Κάνοντας το ίδιο, φθάνουμε το 9.197 π.Χ., όπου ισχύει πάλι το ίδιο.  Και ακόμα 2.162 έτη πίσω, φτάνουμε στο 11.809 π.Χ. που έχουμε ξανά το ίδιο Φαινόμενο.

  • ΟΡΦΕΩΣ ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ

    Ὦναξ Πυθῶνος μεδέων, ἑκατηβόλε, μάντι,
    ὃς λάχες ἠλιβάτου κορυφῆς Παρνασσίδα πέτρην
    σὴν ἀρετὴν ὑμνῶ· σὺ δέ μοι κλέος ἐσθλὸν ὀπάσσαις·
    πέμπε δ' ἐπὶ πραπίδεσσιν ἐμαῖς ἐτυμηγόρον αὐδήν
    ὄφρα πολυσπερέεσσι βρότοις λιγύφωνον ἀοιδήν
    ἠπύσω Μούσης ἐφετμαῖς καὶ πηκτίδι πυκνῇ.
    Νῦν γάρ σοι, λυροεργὲ, φίλον μέλος ἀείδοντι
    θυμὸς ἐποτρύνει λέξαι τάπερ οὔποτε πρόσθεν
    ἔφρασ' ὅταν Βακχοῖο καὶ Ἀπόλλωνος ἄνακτος
    κέντρῳ ἐλαυνόμενος, φρικώδεα κῆλ' ἐπίφαυσκον
    θνητοῖς ἀνθρώποισιν ἄκη· μετὰ δ' ὅρκια μύσταις·
    ἀρχαίου μὲν πρῶτα χάους ἀμέγαρτον ἀνάγκην
    καὶ Κρόνον ὃς ἐλόχευσεν ἀπειρεσίοισιν ὑφ' ὁλκοῖς
    Αἰθέρα καὶ διφυῆ περιωπέα κυδρὸν Ἔρωτα
    Νυκτὸς ἀειγνήτης πατέρα κλυτόν· ὃν ῥα Φάνητα
    ὁπλότεροι καλέουσι βροτοί· πρῶτος γὰρ ἐφάνθη·
    Βριμοῦς τ' εὐδυνάτοιο γονὰς, ἠδ' ἔργ' ἀΐδηλα
    Γηγενέων, οἳ λυγρὸν ἀπ' οὐρανοῦ ἐστάξαντο
    σπέρμα γονῆς, τὸ πρόσθεν ὅθεν γένος ἐξεγένοντο
    θνητῶν, οἳ κατὰ γαῖαν ἀπείριτον ἀιὲν ἔασι·
    θητείαν τε Ζηνὸς, ὀρεσσιδρόμου τε λατρείαν
    μητρὸς ἅτ' ἐν Κυβέλοις ὄρεσιν μητίσατο κούρην
    Φερσεφόνην περὶ πατρὸς ἀμαιμακέτου Κρονίωνος·
    εὐμήλου θ' Ἡρακλῆος περίφημον ἄμυξιν·
    ὅρκιά τ' Ἰδαίων, Κορυβάντων τ' ἄπλετον ἰσχύν.
    Δήμητρός τε πλάνην, καὶ Φερσεφόνης μέγα πένθος,
    θεσμοφόρος θ' ὡς ἦν· ἠδ' ἀγλαὰ δῶρα Καβείρων,
    χρησμούς τ' ἀρρήτους Νυκτὸς περὶ Βάκχου ἄνακτος,
    Λῆμνόν τε ζαθέην ἠδ' εἰναλίην Σαμοθράκην,
    αἰπεινήν τε Κύπρον, καὶ Ἀδωναίην Ἀφροδίτην
    ὄργια Πραξιδίκης, καὶ ἀρείνης νυκτὸς Ἀθήνης
    θρήνους τ' Αἰγυπτίων καὶ Ὀσίριδος ἱερὰ χύτλα.
    Ἀμφὶ δὲ μαντείης ἐδάης πολυπείρονας οἴμους
    θηρῶν οἰωνῶν τε καὶ ἣ σπλάγχνων θέσις ἐστίν·
    ἠδ' ὅσα θεσπίζουσιν ὀνειροπόλοισιν ἀταρποῖς
    ψυχαὶ ἐφημερίων, ὕπνῳ βεβολημέναι ἦτορ·
    σημείων τεράτων τε λύσεις, ἄστρων τε πορείας·
    ἁγνοπόλον τε καθαρμὸν ἐπιχθονίοις μέγ' ὄνειαρ·
    ἱλασμούς τε θεῶν, φθιμένων τ' ἐπινήχυτα δῶρα.
    Ἄλλα δέ σοι κατέλεξ' ἅπερ εἴσιδον ἠδ' ἐνόησα,
    Ταίναρον ἡνίκ' ἔβην σκοτίην ὁδὸν, Ἄϊδος εἴσω,
    ἡμετέρῃ πίσυνος κιθάρῃ δι' ἔρωτ' ἀλόχοιο·
    ἠδ' ὅσον Αἰγυπτίων ἰερὸν λόγον ἐξελόχευσα,
    Μέμφιν ἐς ἠγαθέην περάσας, ἱεράς τε πόληας
    Ἄπιδος ἃς πέρι Νεῖλος ἀγάρροος ἐστεφάνωται·
    πάντα μάλ' ἀτρεκέως ἀπ' ἐμῶν στέρνων δεδάηκας.
    Νῦν δ' ἐπεὶ ἀερόφοιτος ἀπέπτατο δήϊος οἶστρος,
    ἡμέτερον δέμας ἐκπρολιπὼν εἰς οὐρανὸν εὐρύν,
    πεύσῃ ἀφ' ἡμετέρης ἐνοπῆς ὅσσα πρὶν ἔκευθον.
    Ὥς ποτε Πιερίην Λειβήθρων τ' ἄκρα κάρηνα
    ἡρώωντε καὶ ἡμιθέων πρόμος ἐξεπέρησε
    λισσόμενός μ' ἐπίκουρον ἑοῦ νόστοιο γενέσθαι
    ποντοπόρῳ σὺν νηῒ πρὸς ἄξενα φῦλ' ἀνθρώπων,
    ἔθνος ἐς ἀφνειὸν καὶ ἀτάσθαλον ᾧ ἐνὶ κραῖνεν
    Αἰήτης υἱὸς φαεσιμβρότου ἠελίοιο.
    Θέσφατα γὰρ Πελίας δειδίσσετο μή οἱ ὄπισθεν
    χειρὸς ὕπ' Αἰσονίδα καθέλῃ βασιλήϊον ἀρχήν.
    Καί οἱ ὑπὸ πραπίδεσσι δόλου τρίβον ἠπερόπευε·
    τάσσε γὰρ ἐκ Κόλχων χρύσειον κῶας ἐνεῖκαι
    Θεσσαλίην εὔπωλον. Ὁ δ' ὡς κλύεν ἔκνομον αὐδήν
    χεῖρας ἐπαντείνας ἐπεκέκλετο πότνιαν Ἥρην·
    τήνδε γὰρ ἐκ μακάρων περιώσια κυδαίνεσκεν.
    Ἡ δὲ παρ' εὐχωλῇσιν ἐφέσπετο κηδομένη περ·
    ἔξοχα γὰρ μερόπων ἠγάζετο καὶ φιλέεσκεν
    δεινοβίην ἥρωα, περικλυτὸν Αἴσονος υἷα,
    καί ῥα καλεσσαμένη ἐπετέλλετο Τριτογενείη.
    Καί οἱ φηγινέην πρῶτον τεκτήνατο νῆα,
    ἣ καὶ ὑπ' εἰλατίνοις ἐρετμοῖς ἁλιμυρέα βένθη
    πρώτην ὑπεξεπέρησε, τρίβον δ' ἤνυσσε θαλάσσης.
    Ἀλλ' ὅτε δὴ συνάγειρεν ἀγακλειτοὺς βασιλῆας,
    Θρῄκην εἰς εὔπωλον ἐπείγετο δῖος Ἰήσων,
    καί μ' ἔκιχεν κιθάρην πολυδαίδαλον ἐντύνοντα,
    ὄφρα κέ σοι μέλπων προχέω μελίγηρυν ἀοιδήν,
    κηλήσω δέ τε θῆρας ἰδ' ἑρπετὰ καὶ πετεηνά.
    Ἡνίκα δ' εἰς ἄντρον πολυήρατον εἰσεπέρησε,
    μείλιχον ἐκ λασίων στέρνων ἀνενείκατο φωνήν·
    Ὀρφεῦ Καλλιόπης τε καὶ Οἰάγρου φίλε κοῦρε,
    Βιστονίῃ Κικόνεσσι πολυρρήνοισιν ἀνάσσων
    χαῖρ' ἐπεὶ Αἱμονίους ὀχεὰς πρώτιστον ἱκάνω,
    Στρυμονίους τε ῥοὰς, Ῥοδόπης τ' αἰπεινὰ πρὸς ἄγκη.
    Εἰμὶ δ' ἐγὼ Μινύαισι πανέξοχον αἷμα λελογχώς
    Θεσσαλὸς Αἰσονίδης· ξεῖνος δέ τοι εὔχομαι εἶναι.
    Ἀλλὰ, φίλος, πρόφρων μ' ὑποδέχνυσο καὶ κλύε μῦθον
    μειλιχίαις ἀκοαῖς, καὶ λισσομένῳ ὑπάκουσον
    Ἀξείνου Πόντοιο μυχοὺς καὶ Φᾶσιν ἐρυμνόν
    νηῒ σὺν Ἀργῴῃ πελάσαι δεῖξαί τε θαλάσσης
    παρθενίης ἀτραποὺς, ἐπιήρατον ἡρώεσσιν,
    οἵ ῥα τεὴν μίμνουσι χέλυν καὶ θέσφατον ὀμφήν
    ἐλπόμενοι ξυνὸν πελάγει ἐπαρηγόνα μόχθων.
    Οὐ γὰρ δὴ πλῶσαι πρὸς βάρβαρα φῦλα μέδονται
    νόσφι σέθεν· καὶ γάρ ῥα ποτὶ ζόφον ἠερόεντα
    νείατον εἰς κευθμῶνα, λιτῆς εἰς πυθμένα γαίης,
    μοῦνον ἀπ' ἀνθρώπων πελάσαι καὶ νόστον ἀνευρεῖν·
    ὧν ἕνεκεν ξυνήν τε δύην Μινύαισιν ἀρέσθαι
    καὶ κλέος ἀνθρώποισιν ἐπ' ἐσσομένοισι πυθέσθαι.
    Τὸν μὲν ἐγὼ μύθοισιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
    Αἰσονίδη, τί με ταῦτα παραιφάμενος ἐρεείνεις,
    ὄφρα κεν ἐς Κόλχους Μινύαις ἐπιήρανος ἔλθω,
    νηῒ σὺν εὐσέλμῳ πλεύσας ἐπὶ οἴνοπα πόντον;
    ἤδη γάρ μοι ἅλις καμάτων, ἅλις ἔπλετο μόχθων,
    ὧν ἱκόμην ἐπὶ γαῖαν ἀπείριτον ἠδὲ πόληας
    Αἰγύπτῳ Λιβύῃ τε βροτοῖς ἀνὰ θέσφατα φαίνων.
    Καί με ἀλητείης τε καὶ ἐξ οἴστρου ἐσάωσε
    μήτηρ ἡμετέρη καί ῥ' εἰς δόμον ἤγαγεν ἄλλον
    ὄφρα τέλος θανάτοιο κίχω μετὰ γήραϊ λυγρῷ.
    Ἀλλ' οὐκ ἔσθ' ὑπαλύξαι ἃ δὴ πεπρωμένα κεῖται.
    Μοιρῶν ἐννεσίῃσιν ἐπείγομαι· οὐ γὰρ ἄτιμοι
    ἱκεσίου Ζηνὸς κοῦραι Λιταί· ἵξομαι ἤδη
    ὁπλοτέροις βασιλεῦσι καὶ ἡμιθέοις ἐνάριθμος.
    Καὶ τότε δὴ λίπον ἄντρον ἐπήρατον ἠδ' ἐπέρησα
    αὐτῇ σὺν φόρμιγγι καὶ εἰς Μινύας ἀφίκανον
    λαιψηροῖσι πόδεσσιν, ὑπὲρ Παγασηΐδας ἀκτάς.
    Ἔνθα δ' ἀριστήων Μινυῶν λόχος ἠγερέθοντο
    στεῖνον δὴ ψαμάθους ὁμάδῳ, ῥηγμῖνα τ' Ἀναύρου.
    Ἀλλ' ὅτε δή μ' ἐνόησαν ἀταρπιτὸν ἐξανύοντα,
    ἀσπασίως ἤγερθεν· ἐγήθεε δ' ἦτορ ἑκάστῳ·
    αὐτὰρ ἐμυθεόμην, ἐρεείνων ἄνδρας ἀρίστους.
    Πρῶτα δὲ εἶδα βίην Ἡρακλῆος θείοιο
    ὃν τέκεν Ἀλκμήνη Ζηνὶ Κρονίωνι μιγεῖσα
    ἦμος ὅτε τρισσὴν μὲν ἐλείπετο Σείριος αἴγλην
    Ἠέλιος, δολιχὴ δ' ἐπεμαίετο πάντοθεν ὄρφνη·
    Τῖφύν τ' Ἀγνιάδην, δολιχῆς ἰθύντορα νηός·
    Θεσπιέων δ' ὅγε τῆμος ἐφ' ὕδασι Τελμισσοῖο
    ἄγχουρος λαοῖς Σιφάεσι ῥεῖθρον ἄμειβεν·
    ὃς περὶ μὲν βύκταισι καὶ ἀργήεσσιν ἀέλλαις
    νῆα κατιθύνειν δέδαεν πολυμήτιδι τέχνῃ·
    Κάστορά θ' ἱππόδαμον Πολυδεύκεά τ' εἰσενόησα
    καὶ Μόψον Τιταρῆθεν, ὃν Ἄμπυκι νυμφευθεῖσα
    Χαονίην ὑπὸ φηγὸν Ἀρηγονὶς ἐξελόχευσε·
    Πηλέα τ' Αἰακίδην, Αἰγίνης ἀγλαὸν υἱόν
    ὃς Δολόπεσσιν ἄνασσεν ἐνὶ Φθίῃ ἐριβώλῳ.
    Τρισσὴν δ' Ἑρμείαο κλυτὴν εἰσέδρακα γένναν,
    Αἰθαλίδην, ὃν ἔτικτε περικλυτὴ Εὐπολέμεια,
    Μυρμιδόνος θυγάτηρ, Ἀλόπῃ ἐνὶ πετρηέσσῃ
    ἠδ' Ἔρυτον, καὶ καλὸν Ἐχίονα, τούς ποτε Νύμφῃ
    Λαοθόῃ Μενετοῖο παρευνηθεὶς ἐλόχευσε
    Κυλλήνης μεδέων χρυσόρραπις Ἀργειφόντης.
    Αὐτίκα δ' Ἀκτορίδης καὶ βουφάγος ἦλθε Κόρωνος.
    Ἴφικλος αὖ Φυλάκου δῖον γένος ἀντετόρησεν
    Βούτης τ' Αἰνειάδης, ἴκελος χρυσάορι Φοίβῳ.
    Κάνθος δ' Εὐβοίηθεν Ἀβαντιάδης ἐπέρησεν
    ὃν δὴ μοῖρ' ἐδάμασσε, τέλος δ' ἐπέθηκεν ἀνάγκη
    φθίσθαι ὑπὲρ Λιβύης, νόστον δ' οἴκοιο λαθέσθαι.
    Ἄλκωνος δὲ Φάληρος ἀπ' Αἰσήποιο ῥοάων
    ἤλυθεν, ὃς Γύρτωνος ἁλιστεφὲς ἔκτισεν ἄστυ.
    Ἴφιτος αὖ μετὰ τοῖσιν ἐφέσπετο Ναυβόλου υἱός
    Φωκίδος ὅς ῥ' ἤνασσε καὶ εὐπύργοιο Τανάγρης.
    Λαοδόκος, Ταλαὸς καὶ Ἀρήϊος, υἱοὶ ἄμωμοι
    ἦλθον Ἀβαντιάδαι περιώνυμοι οὓς τέκε Πηρώ.
    Ἰφιδάμας δ' Ἀλέου παῖς ἤλυθε· πέμψε γὰρ αὐτόν
    ἴφθιμος γενέτης, Τεγέης ὅρια προλιπόντα.
    Ἤλυθε δ' Ἐργῖνος, Βράγχου πολύπυρον ἄρουραν
    ἐκπρολιπὼν καὶ τύρσιν ἐρυμνῆς Μιλήτοιο,
    ἔνθα ῥοαὶ κλύζουσι πολυπλανέος Μαιάνδρου.
    Ἐν δὲ Περικλύμενος Νηλήϊος εἰσαφίκανεν,
    ἀγχόθι Πελλήνης τε καὶ εὐύδροιο Λιπάξου
    ἄστυ λιπὼν ἀφνειὸν ὀρειονόμους τε Κολώνας.
    Ἐκ δὲ λιπὼν Καλυδῶνα θοὸς Μελέαγρος ἔβαινεν.
    Οἰνεὺς τόν ῥ' ἐλόχευσε καὶ Ἀλθαίη ῥοδόπηχυς.
    Ἴφικλος αὖτ' ἐπέρησε λιπὼν Ἀτρακηίδα λίμνην,
    σύγγονος Ἀλθαίης· περὶ δ' αὖ τίεν ἔξοχα πάντων
    εὐειδῆ Μελέαγρον, ἰδ' ἀγλαὰ ἔργ' ἐδίδασκεν.
    Ἀστερίων δ' ἐπέρησε πάϊς κλεινοῖο Κομήτου,
    Πειρεσίην ὃς ἔναιεν ἐπ' Ἀπιδανοῖο ῥεέθροις·
    Πηνειὸς μίσγων ξυνὸν ῥόον εἰς ἅλα πέμπει.
    Εὐρυδάμας δ' ἐπόρευσε λιπὼν Βοιβηΐδα λίμνην,
    ἀγχόθι Πηνειοῖο καὶ εὐπελαγέος Μελιβοίης.
    Αὐτὰρ ἔπειτ' Ἐλάτοιο πάϊς Πολύφημος ἵκανεν
    ὅς σφιν ἐν ἠνορέῃσι μετέπρεπεν Ἡρώεσσιν·
    Ἠνειὸς Καινῆος ἀφίκετο, τόν ῥά τε φασί
    μισγόμενον Λαπίθαις ὑπὸ Κενταύροισι δαμῆναι,
    θεινόμενον πεύκαισι τανυφλοίοις τ' ἐλάτῃσι,
    καὶ οἱ ἀνατλῆναι καὶ ἀκαμπέα γούνατ' ἐρεῖσαι
    ζῳόν τ' ἐν φθιμένοισι μολεῖν ὑπὸ κεύθεα γαίης.
    Ἄδμητος δ' ἀφίκανε Φεραιόθεν, ᾧ ποτε Παιὰν
    θητεύων ὑπόεικε· Διὸς δ' ἠλεύατο μῆνιν
    οὕνεκά τοι Κύκλωπας ἀμαιμακέτοισιν ὀϊστοῖς
    ἐν φθιτοῖσιν ἔτευξ' Ἀσκληπιοῦ εἵνεκα λώβης.
    Ἤλυθε δ' Εὐρυτίων Ἴρου παῖς Ἀκτορίωνος
    τρηχείην Ὀπόεντα λιπὼν, σὺν δ' ἤλυθεν Ἴδας
    Λυγκεύς θ', ὃς τήλιστα δι' αἰθέρος ἠδὲ θαλάσσης
    βένθεα, καὶ Πλουτῆος ὑποχθονίοιο ῥέεθρα
    μοῦνος ἀπ' ἀνθρώπων δεινοῖσιν ὀπώπεεν ὄσσοις.
    Αὐτὰρ ἐπεὶ Τελαμὼν συνεφέσπετο, τόν ῥ' ἐλόχευσεν
    Αἰακῷ ἀτρύτῳ κούρη κλυτοῦ Ἀσωποῖο
    Αἴγιν' ἐν κροκάλῃσιν ἀλιστεφέος Σαλαμῖνος.
    Δὴ τότ' Ἄβαντος παῖς νόθος ἤλυθε καρτερὸς Ἴδμων,
    τόν ῥ' ὑποκυσσαμένη τέκεν Ἀπόλλωνι ἄνακτι
    Ἀμφρύσου παρὰ χεῦμα Φερητιὰς Ἀντιάνειρα.
    Τῷ καὶ μαντοσύνην ἔπορεν καὶ θέσφατον ὀμφήν
    Φοῖβος, ἵν' ἀνθρώποισιν ἀρηρότα μυθίζοιτο.
    Ἤλυθε δ' αὖ μετὰ τοῖσι Μενοίτιος ἐξ Ὀπόεντος,
    σύγχορτος Μινύαις· ἐπὶ δ' ἤλυθε δῖος Ὀϊλεύς.
    Φλίας δ' ἐξίκανε περικλυτός ὅν ποτε Βάκχῳ
    νύμφη ὑποκλινθεῖσα παρ' Ἀσωποῖο ῥοῇσι
    τίκτεν, ἄμωμον ἔχοντα δέμας καὶ ἐπίφρονα μῆτιν.
    Κηφεύς τ' Ἀρκαδίηθε μεθ' ἡρώεσσι πελάσθη.
    Ἀλκαῖον δ' ἄν' ὅμιλον ἀπ' Ἀρκαδίης πολυμήλου
    πέμψε πατὴρ γηραιὸς ἐπὶ πλόον Ἀξείνοιο·
    οὗτος δ' οὔποτε χλαῖναν ἐπὶ στιβαροῖς βάλεν ὤμοις,
    ἀλλ' ἄρκτου λάσιον στέρνοις ἀμπίσχετο δέρμα.
    Ναύπλιος αὖθ' ἵκανεν, Ἀμυμώνης φίλος υἱός,
    ὃν τέκεν εὐνηθεῖσα περικλυτῷ Ἐννοσιγαίῳ
    ἀγλαὸν ἠνορέην δέμας εἴκελον ἀθανάτοισι.
    Ταιναρίευς δ' Εὔφημος ἔβη Μαλεάτιδος ἄκρης
    ἐκπρολιπὼν αὐλῶνας, ἁλικλύστους τε θεράπνας.
    Ἀγκαῖός τ' ἔμολε Πλευρώνιος, ὅς ῥα πορείας
    οὐρανίας ἄστρων ἐδάη, κύκλους τε πλάνητας.
    Δίζετο γὰρ τά τ' ἐόντα τά τ' ἐσσόμεν' ἀνθρώποισιν.
    Ἐν δὲ Παλαιμόνιος Λέρνου νόθος ἤλυθεν υἱός·
    σίνετο δὲ σφυρὰ δισσὰ πόδας δ' οὐκ ἦεν ἀρηρώς·
    τοὔνεκεν Ἡφαίστοιο γόνον καλέεσκον ἅπαντες.
    Ἤλυθε δ' Ἀλφειοῖο λιπὼν Πισάτιδας ὄχθας
    Αὐγείης, υἱὸς πυριφεγγέος Ἠελίοιο.
    Ναὶ μὴν καὶ δίσσοι ὅρπηκες ἀμύμονες ἧκον,
    Ἀμφίων κλυτόφημος ἰδ' Ἀστέριος μενεχάρμης
    Πελλήνην προλιπόντ' ἠδ' ἤθεα πατρίδος αἴης.
    Δισσὸν δ' αὖ Βορέου καλὸν στάχυν εἰσενόησα,
    οὓς τέκ' Ἐρεχθῆος θείου κλυτὴ Ὠρείθυια
    Ἰλισσοῦ παρὰ χεῦμα θεοῦ φιλότητι μιγεῖσα·
    οἳ δὴ καὶ ταρσοῖσιν ὑπουατίοις πεπότηντο,
    Ζήτης καὶ Κάλαϊς δέμας εἴκελοι ἀθανάτοισιν.
    Αὐτὰρ δὴ Πελίαο Φεραιόθεν ἤλυθ' ἄνακτος
    ἀγχιστεύς· νηὸς γὰρ ἐπ' Ἀργῴας γεγένητο
    ἄξεινον ποτὶ Φᾶσιν ἅμ' ἡρώεσσιν ἐλάσσαι.
    Σὺν δέ οἱ ἦλθ' ἕταρος Ἡρακλέεος θείοιο
    καλὸς Ὕλας· τὸν δ' οὔπω ὑπὲρ δροσεροῖο γενείου
    ἀργεννὰς ἐρύθηνε παρηίδας ἁβρὸς ἴουλος,
    ἀλλ' ἔτι κοῦρος ἔην, πολὺ δ' ἤνδανεν Ἡρακλῆϊ.
    Οὗτοι μὲν ποτὶ νῆα καὶ ἐς λόχον ἠγερέθοντο.
    Καί ῥά οἱ ἄλλοθεν ἄλλος ἐκέκλετο ἠδ' ἀγόρευε.
    Δεῖπνα δ' ἐπορσύνοντο πολυξείνοιο τραπέζης,
    Αὐτὰρ ἐπεὶ σίτοιο ποτοῦ θ' ἅλις ἔπλετο θυμός,
    ἥμενοι ἑξείης πόθεεν μέγα ἔργον ἕκαστος.
    Ἀνστάντες δ' ἅμα πάντες ἀπὸ ψαμάθοιο βαθείης
    ἤϊον, ἔνθά τ' ἔμιμνεν ὑπὲρ ψαμάθου ἁλίη ναῦς,
    τήν ῥά ποτ' εἰσορόωντες ἐθάμβεον· αὐτὰρ ἔπειτα
    Ἄργος ἐφημοσύναισι νόου πόρσυνεν ὀχλίζειν,
    δουρατέαισι φάλαγξι καὶ εὐστρέπτοισι κάλωσι
    πρυμνόθεν ἀρτήσας. Κάλεεν δ' ἐπὶ μόχθον ἱκάνειν
    πάντας κυδαίνων. Οἱ δ' ἐσσυμένως ὑπάκουσαν·
    τεύχεα δ' ἐκδύνοντο, περὶ στέρνοισι δ' ἀνῆπτον
    σειραίην μήρινθον. Ἐπέβριθεν δ' ἄρ' ἕκαστος
    αἶψα θοὸν ποτὶ κῦμα κατειρύσαι εὔλαλον Ἀργώ.
    Ἣ δέ οἱ ἐγχριφθεῖσα ποτὶ ψαμάθῳ βεβάρητο,
    αὐαλέοις φυκέεσσιν ἐρυκομένη ποτὶ χέρσῳ
    ἡρώων παλάμῃσιν ὑπὸ στιβαρῇσιν ἀπειθής.
    Παχνώθη δ' αὖ θυμὸς Ἰάσονος· αὐτὰρ ἔμοιγε
    νεῦσεν ὀπιπτεύων ἵνα οἱ θάρσος τε βίην τε
    μολπῇ ὑφ' ἡμετέρῃ κεκμηόσιν αἰὲν ὁρίνω.
    Αὐτὰρ ἐγὼ φόρμιγγα τιτηνάμενος μετὰ χερσί,
    μητρὸς ἐμῆς ἐκέρασσ' εὐτερπέα κόσμον ἀοιδῆς,
    καί οἱ ἀπὸ στηθέων ὄπα λείριον ἐξελόχευσα·
    Ἔξοχον Ἡρώων Μινυήιον αἷμα γενέθλης,
    εἰ δ' ἄγε νῦν στερροῖσιν ὑπὸ στέρνοισι κάλωας
    βρίσαθ' ὁμορροθέοντες, ἐρείσατε δ' ἴχνια γαίῃ
    ταρσοῖσιν ποδὸς ἄκρον ὑπερβλήδην τανύσαντες·
    καὶ χαροπὸν ποτὶ χεῦμα γεγηθότες ἕλξατε νῆα.
    Ἀργὼ πεύκῃσιν τ' ἠδὲ δρυσὶν γομφωθεῖσα
    ἄι' ἐμῆς ἐνοπῆς καὶ γὰρ πάρος ἔκλυες ἤδη
    ἡνίκα δένδρε' ἔθελγον ἐν ὑλήεντι κολώνῃ
    πέτρας τ' ἠλιβάτους, καί μοι κατὰ πόντον ἔβαινες
    οὔρε' ἀποπρολιποῦσα, ἐπέσπεο δ' αὖτε θαλάσσης
    παρθενίης ἀτραπούς· σπέρχου δ' ἐπὶ Φᾶσιν ἀμείβειν,
    ἡμετέρῃ πίσυνος κιθάρῃ καὶ θεσκέλῳ ὀμφῇ.
    Δὴ τότ' ἐπιβρομέουσα Τομαριὰς ἔκλυε φηγός
    ἥν οἱ ὑποτροπίην Ἄργος θέτο νηῒ μελαίνῃ
    Παλλάδος ἐννεσίῃσιν· ἀνηέρθη δὲ μάλ' ὦκα
    δούρατ' ἐλαφρίζουσα, θοὴ δ' ὠλίσθανε πόντῳ·
    καί οἱ ἐπειγομένη θαμινὰς ἐκέδασσε φάλαγγας
    αἵ οἱ ὑπὸ τρόπι κεῖντο μιᾶς σχοίνοιο ταθεῖσαι.
    Ἐν δ' ἄρ' ἔβη, λιμένος χαροπὸν δ' ἀνεχάσσατο κῦμα·
    Θῖνες δ' ἀμφέκλυσθεν· ἐγήθει δὲ φρέν' Ἰήσων,
    ἆλτο δ' ἔσω νεὸς Ἄργος, ἐφέσπετο δ' ἀγχόθι Τῖφυς
    καί οἱ ἐπάρτια θῆκαν ἀρηρότα πορσύνοντες,
    ἱστόν τ' ἠδ' ὀθόνας· ἐπὶ δ' αὖτ' οἴηκας ἔδησαν,
    πρυμνόθεν ἀρτήσαντες, ἐπεσφίγξαντο δ' ἱμᾶσιν.
    Αὐτὰρ ἔπειθ' ἑκάτερθεν ἐρετμοὺς ἡπλώσαντο,
    εἰσβαίνειν δ' ἐκέλευον ἐπειγομένους Μινύηας.
    τοῖσιν δ' Αἰσονίδης ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
    Κέκλυτέ μευ, βασιλῆες ἀμύμονες, οὐ γὰρ ἔμοιγε
    ἁνδάνει ἐν πραπίδεσσιν ἀρειοτέροισιν ἀνάσσειν.
    Ὑμεῖς δ', ὅντιν' ἄρα κραδίη θυμὸς τε μενοινᾷ
    ἡγεμόνα στήσασθε· καὶ ᾧ περὶ πάντα μελήσει
    σημανέειν ὅ τι κεν ῥέξαι ἔπος ἠδὲ καὶ ἔργον
    πόντον ἐπιπλώσουσιν ἀφιξομένοις τ' ἐπὶ γαῖαν,
    εἴτε καὶ ἐς Κόλχους καὶ ἐς ἀλλοδαποὺς ἀνθρώπους.
    Καὶ γὰρ δὴ μοῦνοι σὺν ἐμοὶ πόλεες τε καὶ ἐσθλοί,
    οἵ ῥα καὶ ἀθανάτου ῥίζης γένος εὐχετάασθε,
    ξυνὸν ἀνηρείψασθε πόνον, κλέος ὄφρ' ἂν ἄροισθε.
    Ἀλλ' οὐ δὴ κάρτιστον ἀρειότερόν τε γενέσθαι
    Ἡρακλῆος ἄνακτος οἴομαι· ἴστε καὶ αὐτοί.
    Ὣς ἔφαθ', οἱ δ' ἄρα πάντες ἐπῄνεον· ἐν δ' ἄρα φωνῇ
    λαὸς ἐπερρόθεεν, Μινύαις ἐπικοίρανον εἶναι
    Ἀλκείδην, ὃς πᾶσι μέγ' ἔξοχος ἦεν ἑταίροις.
    Ἀλλ' οὐ πεῖθον ἄνακτα πεπνυμένον, ὅς ῥά οἱ ᾔδη
    Ἥρης ἐννεσίῃσι τετιμένον Αἴσονος υἱόν,
    ὥς δή οἱ κλέος ἐσθλὸν ἐπεσσομένοισιν ὄπαζεν·
    ὡς ῥά οἱ αὐτὸς ἔνισπεν, Ἰήσονα κοίρανον εἶναι
    πεντήκοντ' ἐρέταισιν, ἀνὰ τραφερήν τε καὶ ὑγρήν.
    Καὶ τότε δὴ μάλα πάντες ἐπῄνεον, ὡς ἐκέλευεν
    Ἡρακλέης, καὶ θῆκαν Ἰήσονα κοίρανον εἶναι.
    Ἦμος δ' ἠέλιος τὸν ἀπείριτον αἰθέρα τέμνων
    ἵπποις ὠκυπόδεσσι κελαινὴν ἔντυε νύκτα,
    τῆμος ἐνὶ πραπίδεσσιν ἐμήτιεν Αἴσονος υἱός
    πίστιν ἐφ' ἡρώεσσι καὶ ὅρκια συνθεσιάων
    θέσθαι ὄφρ' ἔμπεδα πάντα φυλασσόμενοι πεπίθοιντο·
    καὶ τότε τοι, Μουσαῖε, φίλον τέκος Ἀντιοφήμου,
    πορσύναι μ' ἐκέλευε θοῶς ἱερήϊα καλά.
    Αὐτὰρ ἐγὼ ψαφαραῖσιν ἐπ' ἠϊόνεσσιν ἐνεῖκα
    κᾶλα, τά τ' ἐκ δρυός ἐστι φερεσβίου· ἐν δ' ἄρ' ὕπερθε
    πέπλῳ παρκατέθηκα θεοῖς ἐπινήχυτα δῶρα.
    Καὶ τότε δὴ κραντῆρα βοῶν περιμηκέα ταῦρον
    σφάζον, ἀνακλίνας κεφαλὴν εἰς αἰθέρα δῖαν,
    ζωόταμον· περὶ δ' αἷμα πυρῇ χέον ἔνθα καὶ ἔνθα.
    Αὐτὰρ ἐπεὶ κραδίην θραύσας ποπάνοισιν ἔθηκα,
    λείψας ὑγρὸν ἔλαιον, ἐπ' αὐτῷ δὲ γλάγος ἄμνης.
    Ἥρωας δ' ἐκέλευσα περισταδὸν ἀμφιχυθέντας
    δούρατ' ἐπαμπήξασθαι ἰδ' ἄορα κωπήεντα,
    βύρσῃ τε σπλάγχνοισι τ' ἐρειδομέναις παλάμῃσι.
    Θῆκα δ' ἄρ' ἐν μέσσῳ τεῦχος κυκεῶνος ἐρείσας
    ὀστράκεον, τῷ πάντα περιφραδέως ἐμέμικτο,
    Δήμητρος μὲν πρῶτα φερέσβιος ἀλφίτου ἀκτή,
    αἷμα δ' ἐπὶ ταύροιο, θαλάσσης θ' ἁλμυρὸν ὕδωρ.
    Στέψασθαι δ' ἐκέλευσα κύκλους ἐρόεντας ἐλαίης·
    καὶ τότε χρυσείην φιάλην χείρεσσιν ἐμαῖσιν
    ἀμπλήσας κυκεῶνος, ἐφεξείης ἐπένειμον
    γεύειν ἄνδρα ἕκαστον ἐρισθενέων βασιλήων.
    Πυρκαϊῇ δ' ἐκέλευον Ἰήσονα λαμπάδα θέσθαι
    πεύκης ἀζαλέης· ὑπὸ δ' ἔδραμε θεσπεσίη φλόξ.
    Δὴ τότ' ἐγὼ πρὸς χεῦμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης,
    χεῖρας ἐπαντείνας, τάδ' ἀπὸ γλώσσης ἀγόρευσα,
    Ὠκεανοῦ μεδέοντες ἁλικλύστοιό τε πόντου
    ἐμβύθιοι μάκαρες, καὶ ὅσοι ψαμμώδεας ἀκτάς
    ναίεθ' ἁλικροκάλους, καὶ Τηθύος ἔσχατον ὕδωρ.
    Νηρέα μὲν πρώτιστα καλῶ πρέσβυστον ἁπάντων,
    ἄμμιγα πεντήκοντα κόραις πάσαισιν ἐρανναῖς·
    Γλαυκὴν δ' ἰχθυόεσσαν, ἀπείριτον Ἀμφιτρίτην,
    Πρωτέα καὶ Φόρκυνα, καὶ εὐρυβίην Τρίτωνα,
    λαιψηρούς τ' ἀνέμους, αὔραις μίγα χρυσεοτάρσαις,
    ἄστρα τε τηλεσίφαντα, καὶ ἀχλύα νυκτὸς ἐρεμνῆς
    αὐγήν τ' ἠελίοιο ποδῶν προποδηγέτιν ἵππων
    δαίμονας εἰναλίους τε μιγαζομένους ἥρωσιν,
    ἀκταίους τε θεοὺς, ποταμῶν θ' ἁλιμυρέα ῥεῖθρα·
    αὐτόν τε Κρονίδην σεισίχθονα κυανοχαίτην,
    κύματος ἐκπροθορόντα μολεῖν ἐπιτάρροθον ὅρκων.
    Τόφρα μὲν οὖν ἐπίκουροι Ἰάσονος ἔμπεδον αἰεί
    μίμνωμεν προφρόνως ξυνῶν ἐπαρηγόνες ἄθλων,
    ζῳοὶ νοστήσωμεν ἑὰ πρὸς δώμαθ' ἕκαστος·
    ὃς δέ κε συνθεσίης δηλήσεται οὐκ ἀλεγίζων
    ὅρκον ὑπερβάσιον, τούτου δ' ἐπιμάρτυροι ἔστων
    ἰθύντειρα Δίκη καὶ Ἐριννύες αἰνοδότειραι.
    Ὣς ἐφάμην· οἱ δ' αὖτις ὁμοφροσύνῃ κατένευσαν
    ὅρκια δειμαίνοντες, ἐσημήναντο δὲ χερσίν.
    Αὐτὰρ ἐπεί ῥ' ὄμοσάν τε τελεύτησαν τε τὸν ὅρκον,
    δὴ τότε νηὸς ἑῆς κοῖλον κύτος εἰσεπέρησαν
    πάντες ἐφεξείης, ὑπὸ δὲ ζυγὰ τεύχε' ἔθεντο,
    χεῖρας ἐρετμώσαντες· ἐκέκλετο δ' αὐτόθι Τῖφυς
    ἐκταδίοις ὅπλοις δῆσαι παρὰ κλίμακα μακρήν
    ἱστία δ' ἁπλῶσαι, λιμένος δ' ἐκ πείσματα θέσθαι.
    Καὶ τότε δὴ λίγυν οὖρον ἐπιπροέηκε νέεθαι
    Ἥρη, Ζηνὸς ἄκοιτις, ἐπείγετο δ' ἐς πλόον Ἀργώ.
    Οἱ δ' ἄρ' ἐπ' εἰρεσίην ἔπεχον χεῖράς τε νόον τε
    ἄκμητοι βασιλῆες, ἐτέτμετο δ' ἄσπετος ἅλμη,
    ἀφροῦ ἅμ' οἰδαίνοντος ὑπὸ τρόπιν ἔνθα καὶ ἔνθα.
    Τῆμος δ' ἱερὸς ὄρθρος ἀπ' Ὠκεανοῖο ῥοάων
    ἀντολίας ἤνοιγεν, ἐπέσπετο δ' Ἠριγένεια
    ἡδὺ φάος θνητοῖσι καὶ ἀθανάτοισι φέρουσα·
    καὶ τότε δὴ σκοπιαί τε καὶ ἠνεμόεσσα κολώνη
    Πηλίου ὑλήεντος ἀπ' ἠϊόνος κατέφαινε.
    Τῖφυς δ' ἀμπαύσας δισσῆς οἰήια χειρός
    τυτθὸν ὑπειρεσίῃσιν ἐκέκλετο κῦμα χαράσσειν·
    καί ῥα θοῶς ἀκτῇσιν ὑπέδραμον· ἐκ δ' ἄρα νηός
    κλίμακα δαυρατέην λιμένων ἔντοσθε χάλασσαν.
    Ἐκ δ' ἔβαν ἥρωες Μινύαι, παύσαντο δὲ μόχθου·
    τοῖσι δὲ μύθων ἦρχεν ὁμιλαδὸν ἱππότα Πηλεύς·
    Ὦ φίλοι, ἀθρεῖτε σκοπιῆς προὔχοντα κολωνόν,
    μέσσῳ ἐνὶ πρηῶνι κατάσκιον, ἐνθάδε Χείρων
    ναίει ἐνὶ σπήλυγγι, δικαιότατος Κενταύρων
    οἳ τράφεν ἐν Φολόῃ, Πίνδου τ' αἰπεινὰ κάρηνα,
    ὅς ῥα δικασπολίῃ μέλεται καὶ ἀκεύμασι νούσων·
    ἄλλοτε δ' αὖ Φοίβου κιθάρην μετὰ χερσὶν ἀράσσων,
    ἢ λιγυρὴν φόρμιγγα χελυκλόνον Ἑρμάωνος,
    πᾶσι περικτιόνεσσι δικασπολίας ἀναφαίνει.
    Τόφρα καὶ ἡμέτερον κοῦρον Θέτις ἀργυρόπεζα
    νήπιον, ἀρτιγένεθλον, ἐν ἀγκαλίδεσσι λαβοῦσα,
    Πήλιον εἰνοσίφυλλον ἔβη, Χείρωνί τ' ἔδωκεν
    εὖ καὶ ἐπισταμένως ἀγαπαζέμεν ἠδ' ἀτιτάλλειν.
    Ὃν δή μοι πόθος ἐστὶ περὶ φρένα θηήσασθαι.
    Ἀλλὰ, φίλοι, πελάσωμεν ἐπὶ σπέος, ὄφρα ἴδωμαι
    ἕξιν παιδὸς ἐμοῖο, καὶ ἤθεσιν οἷσι κέκασται.
    Ὣς εἰπὼν ἐξῖκεν ἀταρπιτόν· οἷ δ' ἑπόμεσθα·
    Αὐτὰρ ἐπ' εἰς αὐλὴν εἰσήλθομεν ἠεροειδῆ
    καὶ προσκεκλιμένος μὲν ἐπ' οὐδαίοιο χαμεύνης
    κεῖτο μέγας Κένταυρος, ἀπηρήρειστο δὲ πέτρῃ
    ἱππείαισιν ὁπλαῖσι τανυσσάμενος θοὰ κῶλα.
    Ἀγχοῦ δ' ἱστάμενος Θέτιδος καὶ Πηλέος υἱός
    χειρὶ λύραν ἤρασσε, φρένας δ' ἐπετέρπετο Χείρων.
    Ἀλλ' ὅτε δή ῥ' ἄθρησεν ἀγακλειτοὺς βασιλῆας
    ἀσπασίως ἀνόρουσε, κύσεν δ' ἄρα φῶτα ἕκαστον·
    δαῖτά τ' ἐπόρσυνεν· μέθυ δ' ἀμφιφορεῦσι κόμισσεν,
    ῥωγαλέαις τ' ἔστρωσεν ὑπὸ στιβάδεσσι πέτηλα·
    κλινθῆναι δ' ἐκέλευσεν, ἀδαιδάλτοις δ' ὑπὸ πλακταῖς
    κρεῖα χύδην προὔθηκε συῶν ἐλάφων τε ταχειῶν·
    αὐτὰρ ἔπειτ' ἐπένειμε ποτὸν μελιηδέος οἴνου.
    Ἀλλ' ὅτε δὴ δόρποιο ποτοῦ θ' ἅλις ἔπλετο θυμός
    χερσὶν ἐπικροτέοντες ὁμόκλεον, ὄφρ' ἂν ἔγωγε
    δηρίσω Χείρωνι διωλύγιον κιθαρίζων.
    Ἀλλ' ἐγὼ οὐ πιθόμην· περὶ γάρ με ἐπήλυθεν αἰδώς,
    ὁπλότερον γεγαῶτα γεραιτέρῳ ἰσοφαρίζειν·
    μέσφ' αὐτὸς Χείρων ἐλιλαίετο καί μ' ἀέκοντα
    ἠνώγει ᾄδων ἐριδαινέμεν εἵνεκα μολπῆς.
    Πρῶτος δ' αὖ Κένταυρος ἀείρατο πηκτίδα καλήν
    ἥν ῥα τότ' ἐν χείρεσσι φέρων ὤρεξεν Ἀχιλλεύς.
    Ὅς δ' ἄρ' ἄειδε μάχην Κενταύρων ὀμβριμοθύμων,
    οὓς Λαπίθαι κατέπεφνον ἀτασθαλίης ἕνεκα σφῶν
    ἠδ' ὥς Ἡρακλῆϊ καταντία μαιμώοντες
    ἐν Φολόῃ δήρισαν· ἐπεὶ μένος οἴνου ἔγειρεν.
    Αὐτὰρ ἔγωγε μετ' αὐτὸν ἑλὼν φόρμιγγα λιγεῖαν,
    ἐκ στόματος μελίγηρυν ἱεὶς ἀνέπεμπον ἀοιδήν·
    Πρῶτα μὲν ἀρχαίου χάεος μελανήφατον ὕμνον,
    ὡς ἐπάμειψε φύσεις, ὥς τ' οὐρανὸς ἐς πέρας ἦλθε·
    γῆς τ' εὐρυστέρνου γένεσιν, πυθμένας τε θαλάσσης·
    πρεσβύτατόν τε καὶ αὐτοτελῆ πολύμητιν Ἔρωτα,
    ὅσσα τ' ἔφυσεν ἅπαντα, διέκρινε δ' ἄλλον ἀπ' ἄλλου·
    καὶ Κρόνον αἰνολέτην, ὥς τ' ἐς Δία τερπικέραυνον
    ἤλυθεν ἀθανάτων μακάρων βασιλήϊος ἀρχή.
    Μέλπον θ' ὁπλοτέρων μακάρων γένεσίν τε κρίσιν τε·
    καὶ Βριμοῦς, Βάκχοιο, Γιγάντων τ' ἔργ' ἀΐδηλα,
    ἀνθρώπων τ' ὀλιγοδρανέων πολυεθνέα φύτλην
    ἤειδον· στεινὸν δὲ διὰ σπέος ἤλυθεν αὐδή,
    ἡμετέρης χέλυος μελιχρὴν ὄπα γηρυούσης.
    Ἔστατο δ' ἄκρα κάρηνα καὶ ἄγκεα δενδρήεντα
    Πηλίου, ὑψηλάς τε μετὰ δρύας ἤλυθε γῆρυς.
    Καί ῥ' αἱ μὲν πρόρριζοι ἐπ' αὔλιον ἐθρώσκοντο
    πέτραι τ' ἐσμαράγουν· Θῆρες δ' ἀΐοντες ἀοιδῆς,
    σπήλυγγος προπάροιθεν ἀλυσκάζοντες ἔμιμνον·
    οἰωνοί τ' ἐκυκλοῦντο βοαύλια Κενταύροιο
    ταρσοῖς κεκμηῶσιν, ἑῆς δ' ἐλάθοντο καλιῆς.
    Αὐτὰρ ὁρῶν Κένταυρος ἐθάμβεε, χεῖρ' ἐπὶ καρπῷ
    πυκνὸν ἐπισσείων, οὖδας δ' ἤρασσεν ὁπλῇσι.
    Τῖφυς δ' εἰσεπέρησε νεὼς ἄπο, καί ῥ' ἐκέλευσεν
    ὦκα περᾶν Μινύαισιν· ἐγὼ δ' ἄμπαυον ἀοιδῆς,
    οἳ δὲ θοῶς ἤγερθεν, ἔδυνε δὲ τεύχε' ἕκαστος.
    Παῖδα δ' ἐν ἀγκαλίδεσσιν ἀνίσχανεν ἱππότα Πηλεύς,
    καί ῥ' ἔκυσεν κεφαλήν τε καὶ ἄμφω φώεα καλά,
    δακρυόεν γελόων· κηλήθη δὲ φρέν' Ἀχιλλεύς.
    Αὐτὰρ ἐμοὶ Κένταυρος ἑῇ γέρας ὤπασε χειρί,
    νεβρὴν παραλέην ξεινήιον ὄφρα φέροιμι.
    Ἀλλ' ὅτε δὴ σπήλυγγος ἄπο προθορόντες ἔβημεν
    ἄκρης ἐκ σκοπιῆς ὁ γέρων ἀνὰ χεῖρας ἀείρων
    Φιλλυρίδης ἠρᾶτο, θεοὺς δ' ἐπεκέκλετο πάντας
    νόστον μὲν Μινύαισιν, ἰδὲ κλέος ἐσθλὸν ἀρέσθαι
    ὁπλοτέροις βασιλεῦσι καὶ ἐσσομένοις μερόπεσσιν.
    Αὐτὰρ ἐπεί τ' ἐπὶ θῖνα καὶ ἐς νέα πάντες ἔβησαν,
    ἐν προτέροις θώκοισι καθίζανον· ἐν δ' ἄρ' ἐρετμοῖς
    χεῖρας ἐφαπλώσαντες, ἐπί ῥ' ἅλα τύπτον ἕκαστος,
    Πήλιον ἐκνεύσαντες· ὑπὲρ μέγα λαῖτμά τε πόντου
    ἀφρὸς ἐπιζείων χαροπὴν λεύκαινε θάλασσαν.
    Πισσαίη δ' ἀπέκρυφθεν ἄκρη καὶ Σηπιὰς ἀκτή,
    φάνθη δὲ Σκίαθος, Δολοπός τ' ἀνεφαίνετο σῆμα,
    ἀγχίαλός θ' Ὁμόλη, ῥεῖθρόν θ' ἁλιμυρὲς ἐναύλου
    ὃς διὰ πολλὴν γαῖαν ἱεῖ μεγαλόβρομον ὕδωρ.
    Οὐλύμπου δὲ βαθυσκοπέλου πρηῶνας ἐρυμνούς
    εἰσέδρακον Μινύαι, καὶ Ἄθω δενδρώδεα κάμψαν,
    Πελλήνην τ' εὐρεῖαν· ἰδὲ ζαθέην Σαμοθρῄκην,
    ἔνθα καὶ ὅρκια φρικτὰ θεῶν ἄρρηκτα βροτοῖσιν,
    ἄσμενοι εἰσεπέρησαν ἐμῇς ὑποθημοσύνῃσιν
    ἥρωες· μέγα γάρ σφιν ὀφέλσιμον ἀνθρώποισι
    τῆσδε θυηπολίης, ἄμοτον πλωτῆρσιν ἑκάστοις.
    Σιντιακαῖς δ' ὀφρῦσιν ἐκέλσαμεν ὠκύαλον ναῦν
    Λήμνῳ ἐν ἠγαθέῃ· τόθι περ κακὰ ἔργα μεμήλει
    θηλυτέραις· αἳ γάρ κεν ἀϊστώσαντο συνεύνους
    σφῇσιν ἀτασθαλίῃσι, καὶ ἡ κλυτὴ Ὑψιπύλεια
    ἐλδομέναις κραίνεσκε, γυναικῶν εἶδος ἀρίστη.
    Ἀλλὰ τί σοι περὶ τῶνδε πόλυν λόγον ἀμφαδὸν εἰπεῖν,
    ὅσσον ἐφ' ἵμερον ὦρσεν ἀγαυαῖς Λημνιάδεσσι
    Κύπρις ἐρωτοτρόφος, Μινύαις εἰς λέκτρα μιγῆναι;
    φίλτροις Ὑψιπύλην ἐρατοῖς ἐδάμασσεν Ἰήσων·
    ἄλλῃ δ' ἄλλος ἔμικτο· καὶ ἐκλελάθοντο πορείης,
    εἰ μὴ ἀποτροπίοις ἐνοπαῖς θελξίφρονι θυμῷ
    ἡμετέρῳ θελχθέντες ἔβαν ποτὶ νῆα μέλαιναν,
    εἰρεσίην ποθέοντες ἐπεμνήσαντο δὲ μόχθου.
    Ἔνθεν ἐς Ἑλλήσποντον ἅμ' ἠῴους φέρεν οὖρος
    ἀκραὴς Ζέφυρος, στεινῆς ἀπάτερθεν Ἀβύδου,
    Ἴλιον Δαρδανίην, Πιτύην τ' ἐπὶ δέξι' ἔχοντας,
    οὗ καὶ Ἀβαρνιάδος Περκώτης τ' εὔσταχυν αἶαν
    ἀργυρέαις Αἴσηπος ἐπικλύζει προχοῇσιν.
    Αἶψα δ' ἐπιθρώσκουσα θέεν πολυηγόρος Ἀργώ.
    Αὐτὰρ ἐπεὶ ψαμάθοισιν ἐκέλσαμεν, ἐν δ' ἄρα Τῖφυς
    ἰθύντωρ ἀκάτοιο, καὶ ἀγλαὸς Αἴσονος υἱός,
    σύν τ' ἄλλοι Μινύαι γλαυκώπιδι Τριτογενείῃ
    θῆκαν ἀείραντες βριθὺν λίθον, ἔνθα δὲ νύμφαι
    κρήνῃ ὑπ' Ἀρτακίῃ καλὰ νάματα πλημμύρουσιν·
    οὕνεκά οἱ πλώουσιν ἀνὰ πλατὺν Ἑλλήσποντον
    εὔδιος ἀντεβόλησε μυχοῦ ἔντοσθε γαλήνη,
    οὐδ' εἰς γαῖαν ἔριψαν ἐϋγνάμπτους ἀγκύρας,
    κύμασι θεινόμενοι ὑπὸ χειμερίαισιν ἀήταις.
    Ἐνθάδε προσύνοντες ἐπὶ κροκάλαις προυχούσαις
    δεῖπνά τε καὶ κλισίην, δόρπου μεμνήμεθ' ἕκαστοι.
    Δὴ τότε κεκλιμένοισιν ἐπήλυθε Κύζικος ἥρως,
    ὃς Δολόπων ἤνασσε περικτιόνων ἀνθρώπων.
    Αἰνῆος φίλος υἱὸς ὅν οἱ τέκε δῖα γυναικῶν
    Εὐσώρου θυγάτηρ Αἰνίππη καλλιπάρῃος·
    ὅς ῥα φιλοξενίῃ Μινύας ἐγέρηρεν ἅπαντας,
    σφάζων πῖά τε μῆλα καὶ εἱλίποδας ἕλικας βοῦς,
    ἀγροτέρους τε σύας· δῶκεν δ' ἔπι οἶνον ἐρυθρόν,
    σῖτον δ' ἄφθονον ἧκεν ἀποπλώουσι φέρεσθαι,
    χλαίνας τ' ἠδὲ τάπητας, ἐϋννήτους τε χιτῶνας.
    Φίλετο δ' αὖ παρεόντας ὁμηλικίης ἕνεκα σφῆς·
    καί ῥα πανημερίῃσιν ἐν εἰλαπίναισιν ὅμαρτεν.
    Ἀλλ' ὅτε γ' Ὠκεανοῖο ῥόον βαπτίζετο Τιτάν,
    μήνη δ' ἀστροχίτων ἔπαγεν μελαναυγέα ὄρφνην,
    τῆμος ἀρηίφατοι κίον ἀνέρες, οἵ ῥα νέμοντο
    ἀρκτῴοις ἐν ὄρεσσι, τεθηπότες εἴκελα θηρσί
    Τιτᾶσι, βριαροῖς τ' ἐναλίγκιοι ἠδὲ Γίγασιν·
    ἓξ γὰρ χεῖρες ἑκάστῳ ἀπ' ὤμων ἀΐσσοντο.
    Οὓς τότ' ἐσαθρήσαντες ἀμαιμάκετοι βασιλῆες,
    ἐς μόθον ὁρμαίνοντες ἀρήϊα τεύχε' ἔδυνον.
    Καὶ ῥ' οἳ μὲν πευκῇσιν ἀμύνονθ' οἳ δ' ἐλάτῃσιν·
    ἐν δ' ἔπεσαν Μινύαισι κατὰ σκοτόεσσαν ὁμίχλην.
    Οὕς τοι ἐπειγομένους κτεῖνεν Διὸς ἄλκιμος υἱός,
    τόξῳ ὀϊστεύων· σὺν δ' Αἰνέος ὤλεσε παῖδα
    Κύζικον, οὔτι ἑκὼν, ἀλλ' ἀφραδίῃσι πεδηθείς·
    τῷ δ' ἄρα μόρσιμον ἧεν ὑφ' Ἡρακλῆι δαμῆναι.
    Αἶψα δέ οἱ Μινύαι κοίλης ἔντοσθεν ἔβησαν
    νηὸς τευχήρεις, ποτὶ δὲ ζυγὸν ἷζον ἕκαστος.
    Τῖφυς δὲ πρύμνηθεν ἐπήπυεν ἠδ' ἐκέλευε
    κλίμακα νηὸς ἔσω ἐρύσαι, καὶ πείσματα λῦσαι.
    Ἀλλ' οὔ οἱ λύοντο κάλοι, δεσμοῖσι δ' ἀφύκτοις
    ὠκείης στροφάλιγγος ἀρηρότες ἐσφίγγοντο,
    νῆα κατείργοντες· θάμβησε δὲ Τῖφυς ἀμύμων,
    ἄφθογγος δέ οἱ ἧκε χερῶν οἰήϊα νηός
    Ἀργῴης· οὐ γάρ οἱ ἐέλπετο κῦμα περῆσαι.
    Ῥείη γὰρ κοτέεσκε δεδουπότος εἵνεκα λαοῦ·
    Ἀλλ' ὅτε πρὸς μέσατον νυκτὸς προὔβαινεν ἀταρπός,
    ἄστρα τε τηλεφανῆ δῦνεν ῥόον Ὠκεανοῖο,
    ὄσσε κυβερνήτῃ προσεπέστιχε νήδυμος ὕπνος.
    Τῷ δὲ βαθὺ κνώσσοντι θεὰ μενέδουπος Ἀθήνη
    ἄγχι παρισταμένη παρ' ἐτήτυμα σήματ' ἔφαινεν·
    ὧδε δ' ὁμοκλήσασα θεηγόρον ἔννεπε μῦθον·
    Εὕδεις Ἀγνιάδη, γλυκερῷ βεβολημένος ὕπνῳ,
    κῶμα περὶ βλεφάροισι βαλών· ἀλλ' ἔγρεο Τῖφυ,
    κέκλεο δ' ἡρώεσσι μολεῖν ἐπὶ νήνεμον ἀκτήν,
    νηὸς ἄπο προθορόντας, ὅθι ξένος ἐν ψαμάθοισι
    κεῖται ἀποφθίμενος· τῷ οἱ κτέρεα κτερεΐξαι
    παμμήτειρα Ῥέη κέλεται γέρα, ἠδέ τε λοιβάς
    δοῦναι ὑποχθονίοισι καὶ δάκρυα λειβέμεν ὄσσων,
    αἰδομένους Θέμιν ἀγνοτελῆ ξενίην τε τράπεζαν·
    ὅν ῥ' ἀέκων ἔκτεινε βαλὼν διὰ νύκτερον ὄρφνην
    Ἡρακλέης, θυμὸν δὲ θεᾶς ἐχολώσατε Ῥείης.
    Ἀλλ' ὁπόταν θεσμοῖς ξεῖνον σεβάσησθε θανόντα
    Δίνδυμον αὐτίκ' ἔπειτα Ῥέης ἕδος εἰσαναβάντες
    ἱλασμοῖς ἱεροῖς Γαίης ἀρέσασθε θύγατρα,
    πείσματα δ' ἀράμενοι, τότε δὴ μνώεσθε πλοοῖο.
    Ὣς εἰποῦσα θεὰ πάλιν ἐτράπετ', ἶσον ὀϊστῷ
    οὐρανὸν ἐσσυμένη. Τοῦ δ' αὐτίκα κῶμ' ἐκεδάσθη,
    πρύμνης δ' ἆλτο θοῶς· ἀνέγειρε δὲ λαὸν ἀϋτῇ
    τοίχων ἔνθα καὶ ἔνθα παρακλιδὸν ὑπνώοντας,
    ψυχῇ ὑποτρομέων· ἄφαρ ἡρώεσσι δ' ὀνείρου
    φάσματα πᾶσιν ἔειπεν, ἐπιδρομάδην ἀγορεύων.
    Οἱ δὲ θοῶς ἤγερθεν, ἐπ' ᾐόνα δ' ἆλτο ἕκαστος.
    Ἡ δὲ κατ' ὀρφναίοιο πόλου χρυσήνιος ἠὼς
    ἀντολίας ἤνοιγεν, ἐδέχνυτο δ' οὐρανὸς ὄρθρον·
    καὶ τότ' ἀριστῆες Μινύαι νέκυν εἰσενόησαν
    αἵματι καὶ κονίῃ πεπαλαγμένον· ἀμφὶ γὰρ ἄλλοι
    δήϊοι ἀμφὶς ἔκειντο, πελώρια σώματα θηρῶν.
    Ἀλλ' οἳ μὲν βασιλῆα περισταδὸν ἀμφιχυθέντες
    Κύζικον εὐξέστοισιν ὑπὸ πλακέεσσιν ἔθηκαν,
    ἂν δ' ἄρα τύμβον ἔχευαν, ἐδωμήσαντο δὲ σῆμα.
    Φιτροὺς δ' αἶψα κόμιζον, ἰδ' ἔντομα πορσύνοντες
    παμμέλαν' ἐν βόθροις μετεκίαθον· αὐτὰρ ἔγωγε
    ψυχὴν ἱλασάμην, σπένδων μειλίγματα χύτλων
    ὕδατί τ' ἠδὲ γάλακτι, μελισσορύτων ἀπὸ νασμῶν
    λοιβαῖς συμπροχέων, καὶ ἐμοῖς ὕμνοισι γεραίρων.
    Αὐτὸς δ' Αἰσονίδης προυθήκατο πᾶσιν ἄεθλον,
    τυμβιδίου ἐπ' ἀγῶνος ἑταίροις ἔμμεν' ἄεθλα,
    δῶρα τά οἱ πόρεν Ὑψιπύλη Λήμνοιο φέρεσθαι.
    Ἀγκαίῳ μὲν δῶκε πάλης γέρας ἀμφικύπελλον
    χρύσειον πολυχανδὲς ἔχειν· Πηλῆι δ' ἔδωκε
    θάσσοντι σταδίοισι, ποδωκείης ἕνεκα σφῆς
    χλαῖναν φοινικέην, πολυδαίδαλον ἔργον Ἀθήνης.
    Αὐτὰρ παγκρατίοιο δόκεν γέρας Ἡρακλῆϊ
    ἀργύρεον κρητῆρα παναίολον· ἱππασίης δέ
    Κάστορι, χρυσείων φαλάρων πολυτεχνέα κόσμον·
    πυγμαχίης δὲ τάπητα λιανθέα δῶκε φέρεσθαι
    ἀθλοφόρῳ Πολυδεύκει· ὃ γὰρ κλυτὸν ᾔρατο νῖκος.
    Αὐτὸς δ' εὐκαμπὲς τόξον λάβεν ἠδ' ἄρ' ὀϊστούς,
    τεινάμενος δέ οἱ ἧκε βέλος, τὸ δ' ἀπέπτατο τηλοῦ·
    Δῶκε δ' ἄρ' Αἰσονίδῃ Μινύης λόχος εἵνεκα τιμῆς
    πλέξας εὐανθῆ στέφανον τανυφύλλου ἐλαίης.
    Αὐτὰρ ἐμοὶ μολπῆς γέρας ὤπασε δῖος Ἰήσων
    ἐμβάδα χρυσείην γε τιταινομένην πτερύγεσσι.
    Λῦτο δ' ἀγὼν, φήμη δὲ διέπτατο δώματος εἴσω
    Κυζίκου οἰχομένου· τοῦ δ' ὡς κλύε σύγγαμος αἰνή
    στήθεα δρυπτομένη λίγ' ἐκώκυεν· ἀμφὶ δὲ δειρῆς
    ἀψαμένη μήρινθα, βρόχῳ ἀπὸ θυμὸν ὄλεσσε.
    Γῆ δ' ὑποδεξαμένη πλακὶ δάκρυα, πίδακος ἧκε
    βλύζουσ' ἀργυροειδὲς ὕδωρ κρήνης ἀπὸ μέσσης
    ἀέναον· Κλείτην δὲ περικτίονες καλέουσι.
    Καὶ τότε δὴ βασιλῆες ὀνειροπόλον διὰ πύστιν,
    κνημὸν ἐπὶ ζάθεον καὶ Δίνδυμον ἀκρώρειαν,
    ὄφρα κε μειλίξαιντ' εὐοινίστοις ἐπὶ λοιβαῖς
    Ῥείην πρεσβυγενῆ, θυμὸν δ' ἀλέαιντο ἀνάσσης.
    Αὐτὰρ ἐγὼν ἑπόμην, φόρμιγγα δὲ χερσὶν ἄειρον,
    Ἄργος δ' αὖθ' ἵκανε, λιπὼν εὐεργέα νῆα,
    ὅσγε τανυφλοίου ἐλάτης ἀμφιπλεκὲς ἔρνος
    ἀμπέλου αὐαλέης ὀξεῖ ἀπέκερσε σιδήρῳ·
    Ξέσσε δ' ἐπισταμένως βρέτας ἱερὸν ἰδμοσύνῃσι,
    μίμνειν ἔμπεδον αἰὲν ἐπεσσομένοις ἀνθρώποις·
    λάασι δ' εὐτύκτοις δωμήσατο οἶκον ἀνάσσῃ.
    Ἐν δ' ἄρ' ἐπειγόμενοι Μινύαι μέγα δ' ἔξοχα πάντων
    Αἰσονίδησ λιθάκεσσιν ἀρηρότα βωμὸν ἔτευξαν
    ᾧ ἔπι ταυροθύτους λοιβὰς ἠδ' ἱερὰ καλά
    ῥέξαν ἀριστῆες· σπονδαῖσι δ' ἐτέρπετο Ῥείη.
    Αὐτὰρ ἔμ' ἤνωγον κλῇσαι θεὸν ἠδὲ γερῆραι,
    ὄφρα κεν ἀντομένοις νόστον μελιηδέ' ὀπάσσοι.
    Ἀλλ' ὅτε δὴ θυέεσσι λιταῖσί τε γουνασάμεσθα,
    Ἀργῴην ποτὶ νῆα κατήλθομεν· ἐν δ' ἄρα Τῖφυς
    ἥρωας πρύμνηθεν ἐκέκλετο· σὺν δ' ἄρα πάντες
    ἐσσύμενοι θώκοισιν ἐπὶ προτέροισι κάθιζον,
    βάντες ὑπὲρ θώκοιο, καὶ εἰρεσίης μνώοντο.
    Ἀπροφάτως δ' ἀπὸ γῆς λεπτοὶ λύοντο κάλωες
    πείσματα δ' ἡπλώθη· κραιπνὸν δ' ἀπὸ Δινδύμου ἄκρης
    ἴκμενον οὖρον ἐφῆκε Ῥέη λιπαροκρήδεμνος.
    Ἡμεῖς δ' αὖτ' ἐπὶ νηὶ γεράσμια πέμπομεν ἱρά,
    Βωμὸν ἐπιστέψαντες ἐπεσσομένοισι πυθέσθαι
    Πεισματίην τόθι πείσματ' ἐεργομένης λύθεν Ἀργοῦς.
    Αὐτὰρ ἐπεί γ' ὀθόνας ἀκάτου πλήρωσεν ἀήτης,
    θῦνε διαπρήσσουσ' ἁλιμυρέα κύματα πόντου,
    Μύσια δὲ σχεδόθεν παραμείβετο πείρατα γαίης·
    αἶψα δὲ Ῥυνδακίους προχοὰς ἤμειψε θέουσα,
    καλούς τ' ἐς λιμένας ψαμαθώδεας εἰσεπέρησε,
    κέλσε δ' ἐπ' αἰγιαλῷ· προτόνοις δ' ἐπὶ χεῖρα βαλόντες,
    ἱστία μηρύσαντο καὶ ἀμφ' ἱμᾶσιν ἔδησαν,
    κλίμακα δ' ἐξώκειλαν ἐπὶ χθονὸς, ἐκ δ' ἔβαν αὐτοί,
    σίτου καὶ πόσιος λελιημένοι· ἀμφὶ δὲ κναμός
    Ἀργάνθου κατέφαινε, βαθυσκόπελοί τε κολῶναι.
    Ἡρακλέης δ' ἠπείγετ' ἀν' ὑλήεντας ἐναύλους,
    τόξον ἔχων παλάμαις ἰδὲ τριγλώχινας ὀϊστούς
    ὄφρα κε θηρήσαιτο, πόροι δ' ἐπὶ δόρπον ἑταίροις,
    ἢ σύας, ἢ πόρτιν κεραὴν, ἢ ἄγριον αἶγα.
    Τοῦ δ' ἀφομαρτήσαντος Ὕλας ἐξίκετο νηός
    λάθρα ἐπισπόμενος· σκολιῆς δ' ἀλίτησεν ἀταρποῦ
    ὕλῃ ἔνι πλαγχθεὶς, ἐν δὲ σπέος ἥλυθε Νυμφῶν
    Λιμνακίδων· αἱ δέ σφιν ἐσαθρήσασαι ἰόντα
    κοῦρον ἔτ' ἀντίθεον κατερύκανον, ὄφρα σὺν αὐταῖς
    ἀθάνατός τε πέλῃ καὶ ἀγήραος ἤματα πάντα.
    Ἀλλ' ὅτε πρὸς μεσάτην ἠῶ φέρεν ὠκέας ἵππους
    Ἠέλιος, κραιπνὸς δ' ἐξ οὔρεος ἔπνεεν οὖρος,
    ἐν δ' ἔπεσ' ἀργενναῖς ὀθόναις, Τῖφυς δ' ἐγεγώνει
    νηὸς ἔσω περάαν, θινὸς δ' ἐκ πείσματα λύειν·
    οἳ δὲ κυβερνητῆρος ἐφημοσύναις ἐπίθοντο.
    Εἰλατίδης δ' ἀνὰ πρῶνα θοῶς Πολύφημος ἔβαινεν,
    ὄφρα κεν Ἡρακλῆα θοῶς ἐπὶ νῆα καλέσσοι·
    ἀλλ' οὔ οἱ ξύμβλητο· μολεῖν γάρ οἱ οὔτι πέπρωτο
    Φᾶσιν καλλίροον μένος ὄβριμον Ἡρακλῆος.
    Αὐτὰρ ἐπηῶοι λυγρὴν ἐπεράσσαμεν αἶαν,
    ἔνθ' Ἄμυκος Βεβρύκεσσιν ὑπερφιάλοισιν ἄνασσεν·
    ὅστε Πανομφαίου Ζηνὸς θέμιν οὐκ ἀλεγίζων
    ἆθλον ἐπὶ ξείνοισι περικτιόνων ἀνθρώπων,
    ὅστις ἐπὶ σταθμοὺς ἠδ' ἀστεμφῆ δόμον ἵξῃ,
    θήκατο, πυγμαχίης ὑπερόπλου πειρηθῆναι.
    Τὸν μὲν ἄρ' ἠΐστωσε βίῃ κρατερὸς Πολυδεύκης,
    τύψας ἀπροφάτως κεφαλὴν σκληροῖσιν ἱμᾶσι·
    λαοὺς δ' αὖ Βεβρύκων Μινύαι χαλκῷ κατένηραν·
    Ἔνθα δ' ἀφορμηθέντες, ὑπ' εἰρεσίῃ δὲ καμόντες,
    Βιθυνῶν μέγα ἄστυ βαθείῃ κέλσαμεν ἀκτῇ
    σπεύδοντες προχοαῖς ἠδ' ἐν νιφαργέσιν ὕλαις,
    ἕσπεροι αὐλισθέντες ἐφωπλισσάμεθα δόρπον.
    Ἔνθα ποτ' αἰνόγαμος Φινεὺς ὑπερήνορι θυμῷ
    δοιοὺς ἐξαλάωσε γόνους, προβλῆσί τε πέτραις
    θηρσὶν ἕλωρ προὔθηκε γυναίων εἵνεκα φίλτρων·
    τοὺς δὲ καὶ ἀσκηθεῖς καὶ ὀπωπότας αὖθις ἔτευξαν
    παῖδε κλυτοῦ Βορέου· Φινεῖ δέ οἱ ὤπασαν ἄτην
    ἀργαλέοιο κότου, φωτὸς δ' ἀπενόσφισαν αὐγάς.
    Αὐτὰρ ἐπεὶ ζαμενὴς Βορέης στροφάδεσσιν ἀέλλαις
    ἁρπάξας ἐκύλινδεν διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλας
    Βιστονίης, ἵνα κῆρ ὀλοὴν καὶ πότμον ἐπίσπῃ.
    Αὐτὰρ ἐπεὶ Φινῆος Ἀγηνορίδαο λιπόντες
    αὖλιν, ὑπὲρ μέγα λαῖτμα θαλάσσης ἐξικόμεσθα
    ἀγχοῦ Κυανέαις πέτραις, ἅς μοι ποτὲ μήτηρ
    ἡμετέρη κατέλεξε περίφρων Καλλιόπεια.
    Οὐ γάρ οἱ ἐξυπάλυξις ὀϊζυροῖο πόνοιο,
    ἀλλὰ κατειρύμεναι ἀνέμων ἀργῇσιν ἀέλλαις
    ξυμβλῆτες πίπτουσιν ἐπ' ἀλλήλαισιν ἰοῦσαι·
    δοῦπός τ' ἂμ πέλαγός τε καὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἵκανεν
    ῥηγνυμένοιο κλύδωνος, ὀρινομένης τε θαλάσσης·
    κύματι παφλάζοντι περιβρέμει ἄσπετος ἅλμη.
    Ἀλλ' ἐγὼ Ἀγνιάδῃ τάδ' ἀπὸ γλώσσης ἀγόρευσα,
    πρύμναν ἔπειθ' ὁρόειν ὄφρ' ἂν πεφυλαγμένος εἴη.
    Τοῦ δὲ καὶ εἰσαΐοντος ἐπαχνώθη φίλον ἦτορ,
    ἐν στέρνοισι δὲ κεῦθεν, ἅ οἱ τελέεσθαι ἔμελλεν,
    μοῦνος ἀφ' ἡρώων· ἀλλὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη
    Ἥρης ἐννεσίῃσιν ἐρωδιὸν ἧκε φέρεσθαι
    ἄκρην ἱστοκεραῖαν· ὃ δ' ἀσχαλόων πεπότητο,
    πέτραις δ' ἐν μυχάταισιν ὑπὸ πτερύγεσσιν ἀερθείς
    δινεῖται· ταὶ δ' αἶψα κραδαινόμεναι ἑκάτερθεν
    σύμπεσον ἀλλήλαισι, καὶ οὐρῆς ἄκρον ἔκερσαν
    ὄρνιθος· περὶ δέ σφιν ἐτώσιον ἠρείσαντο.
    Τῖφυς δ' ἐκπρολιπόντος ἐρωδιοῦ αἰπὺν ὄλεθρον
    σῖγα μὲν ἡρώεσσιν ἐκέκλετο· τοὶ δ' ἀΐοντες,
    ἱέμενοι θοὰ κύμαθ' ὑπειρεσίῃσι χάρασσον·
    αὐτὰρ ἐγὼ μολπῇσι παρήπαφον ἡμετέρῃσι
    πέτρας ἠλιβάτους· αἱ δ' ἀλλήλων ἀπόρουσαν.
    Κῦμα δ' ἀνερρόχθησε· βυθὸς δ' ὑποείκαθε νηί,
    ἡμετέρῃ πίσυνος κιθάρῃ, διὰ θέσκελον αὐδήν.
    Ἀλλ' ὅτε δὴ πορθμοῖο κατὰ στόμα καὶ διὰ πέτρας
    Κυανέας ἤμειψε λάλος τρόπις, αὐτίκ' ἄρ' αἵ γε
    βυσσόθεν ἐρριζοῦντο, καὶ ἔμπεδον αἰὲν ἔμιμνον.
    Οὕτω γὰρ Μοῖραι τάδ' ἐπεκλώσαντο βαρεῖαι.
    Καὶ τότε δὴ προφυγόντες ἀδευκέα πήματ' ὀλέθρου,
    Ῥηβανοῦ προχοαῖσι μέλαιν' ἐξικόμεθ' ἀκτήν,
    νῆσον ὑπὲρ δολιχὴν Θυνηίδα, τῆς ἀπάτερθεν
    Τέμβριος ἰχθυόεις θαλεραῖς πλημμύρεται ὄχθαις,
    Σαγγάριός θ' ὃς κύματ' ἐπιτρέχει Εὐξείνοιο.
    Ἀλλ' ὅτ' ἐπ' αἰγιαλὸν ἐπενεισάμεθ' εἰρεσίῃσιν,
    ἀμφὶ Λύκοιο ῥέεθρον ἐκέλσαμεν, ᾧ ἔπι λαοῖς
    κραῖνε Λύκος ποταμοῖο φερώνυμος, ὅς ῥ' ὑπέδεκτο
    ἥρωας Μινύας, ξενίῃ δ' ὑπέδεκτο τραπέζη,
    φίλετο δ' αὖ νύκτας τε καὶ ἤματα συνεχὲς αἰεί.
    Ἔνθα καὶ αἶσα παρέσχε καταφθίσθαι δύο φῶτας,
    Ἀμπυκίδην Ἴδμωνα, κυβερνητῆρά τε Τῖφυν.
    Τοῦ μὲν δὴ κατὰ σῶμα λυγρὴ ἠρείσατο νοῦσος,
    τὸν δ' ἔκτεινεν θὴρ, σῦς ἄγριος· αὐτὰρ ὃ τοῖς γε
    τύμβους χευάμενοι πολιὴν ἐπένησαν θῖνα
    Ἀγκαίῳ πίσυνοι· τὸν γὰρ φάσαν ἴδριν ἅπαντες
    ναυτιλίης σφετέρῃσι δαημοσύνῃσι κεκάσθαι.
    Αὐτὰρ πηδαλίων οἰήια λάζετο χειρί
    νῆα κατιθύνων ἐπὶ Παρθενίοιο ῥέεθρα,
    ὃν δὴ Καλλίχορόν μιν ἐπώνυμόν οἱ καλέουσιν,
    ὅν τοι ἐγὼ μύθοισιν ἐπὶ προτέροισιν ἔλεξα.
    Ἔνθεν ἄκραν προβλῆτα παραπλώσαντες ἔβημεν
    γῆν ἐπὶ Παφλαγόνων, τὴν δὴ παράμειψε θέουσα
    Ἀργὼ ὑπὲρ μέγα λαῖτμα· Καραμβιακὴν δ' ἵκετ' ἄκρην,
    ᾗ ἐνὶ Θερμώδων κεῖται Ἅλυος τε ῥέεθρον,
    βάλλον ἐπ' αἰγιαλὸν, δίνας ἁλιμυρέας ἕλκον.
    Νέρθε δ' ὑποθρώσκουσι βορειάδος ἀντίον ἄρκτου
    μακρὰ Θεμισκύρης Δοιαντίδος ἅψεα κεῖται
    ἄγχι δ' Ἀμαζονίδων δαμνίππων ἄστεα κεῖται,
    καὶ Χάλυβες, Τιβαρηνά τ' ἔθνη, λαοί τε Βέχειρες
    μίγδην ἐν Μοσύνοισι πέδον περιναιετάουσι·
    λαιὰ δ' ἐπιπλώσαντες ἐκέλσαμεν αἰγιαλοῖσι
    ἧχι τε Μάκροι ἔσαν Μαριανδύνοισιν ὅμουροι.
    Νέρθε δέ τοι Ἑλίκης δολιχὸς παρακέκλιται αὐχὴν
    ἔνθα δ' ὑπωρείῃσιν ἐπὶ προβλῆσι κυκλοῦνται
    τηλεφανεῖς αὐλῶνες ὑπὲρ μυχὸν εὐρέα κόλπου·
    οὗ Σύμης ὄρος ἐστὶ πολύς τ' εὐθαλὴς λειμών,
    ἐνθάδ' Ἀράξου ῥεῦμα μεγαβρεμέτου ποταμοῖο,
    ἐξ οὗ Θερμώδων Φᾶσις Τάναΐς τε ῥέουσιν,
    οὗ Κόλχων κλυτὰ φῦλα καὶ Ἡνιόχων καὶ Ἀραξῶν.
    Ὃν παραμειβόμενοι, μυχάτοις ἐπεπλείομεν ὅρμοις
    Οὔρων, Χιδναίων τε, Χαρανδαίων, Σολύμων τε
    Ἀσσυρίων τε λεὼν, τρηχὺν δ' ἀγκῶνα Σινώπης,
    καὶ Φίλυρας Ναπάτας τε καὶ ἄστεα πυκνὰ Σαπείρων
    Βύζηράς τ' ἐπὶ τοῖσιν, ἰδ' ἄξενα φῦλα Σιγύμνων.
    Ἷκτο δ' ὑπὸ πνοιῇς ἀνέμου πλησίστιος Ἀργὼ
    ὄρθριον, ἐρχομένης ἠοῦς ἐπ' ἀπείρονα κόσμον,
    ἐσχατ' ἔπ' Ἀξείνου Φᾶσιν κατὰ καλλιρέεθρον.
    Αὐτὰρ ἐπεὶ ποταμοῖο διὰ στόμα πρηῢ ῥέοντος
    ἱκόμεθ' αὐτίκ' ἄρα στέφανον καὶ τεῖχος ἐρυμνόν
    Αἰήτου κατέφαινε καὶ ἄλσεα τοῖς ἔπι κῶας
    χρύσεον ᾐώρητο χαλαζαίῃ ἐπὶ φηγῷ.
    Ἀγκαῖος δ' ἤνωγε παραιφάμενος ἐπέεσσι
    λαίφεά τε στέλλειν, καὶ ἐπίκριον αὖθι χαλάσσαι
    ἱστὸν ἀνακλίναντας, ὑπ' εἰρεσίῃ δὲ νέεσθαι.
    Ὣς οἳ μὲν τὰ ἕκαστα πονήατο· αὐτὰρ Ἰήσων
    αὐτίκα μερμήριζε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν,
    ξυνὴν μὲν Μινύαισιν ἄδην ἀνενείκατο φωνήν,
    ἠέ γ' ἐπ' Αἰήταο μόλῃ δόμον οἶος ἀπ' ἄλλων,
    μειλιχίοις στέρξῃ τε παραιφάμενος ἐπέεσσιν·
    ἠὲ μεθ' ἡρώεσσι καὶ ἐς μόθον αὐτίκα λεύσσοι.
    Ἀλλ' οὐ γὰρ Μινύαισιν ἐπήνδανε πᾶσι νέεσθαι·
    δεῖμα δ' ἐνὶ φρεσὶ θῆκε θεὰ λευκώλενος Ἥρη,
    ἀμβολίην θ' ἵνα δὴ τελέσῃ, τάπερ αἶσα γενέσθαι.
    Ὦκα δ' ἄρ' οὖλον ὄνειρον ἀπ' οὐρανοῦ ἧκε φέρεσθαι
    εἰς δόμον Αἰήταο· συθεὶς δ' ὅγε δεῖμα πέλωρον
    Ἔσκηψεν βασιλῆα περὶ φρένας, ὅς νιν ἔδοξε
    παρθένου ἣν ἀτίταλλεν ἐνὶ μεγάροισιν ἑοῖσι
    Μηδείας κόλποισιν ἐν ἱμερτοῖσι συθῆναι
    ἀστέρα παμφανόωντα δι' ἠερίοιο πορείης.
    Ἣ δ' ἐπεὶ ἐν πέπλοισι λάβεν κεχαρηότι θυμῷ,
    ἧκε φέρουσ' εἰς χεύματ' ἐυρρείτου ποταμοῖο
    Φάσιδος· ἀστέρα δ' αἰὲν ἀναρπάξαντα ῥέεθρον
    οἴχεσθαι πόντοιο δι' Ἀξείνοιο φέροντα.
    Ταῦτα δ' ἐσαθρῆσας δολίου ἐξέσσυτο ὕπνου,
    ἀπροφανῆ, στυγερὸν δὲ περὶ φρένας εἵλκετο δεῖμα·
    ἆλτο δ' ἄρ' ἐξ εὐνῆς· δμωσὶ δὲ οἱ ὦκ' ἐπέτελλεν
    ἵππους ἐντύνειν, ὑπὸ δὲ ζεύξασθαι ἀπήνην,
    ὄφρα κε μειλίξαιτο κιὼν ἐπὶ ῥεῖθρον ἐραννόν
    Φᾶσι δινήεντα, σὺν ἐνδαπίῃς μίγα νύμφαις,
    ψυχάς θ' Ἡρώων, ὅσσαι τ' ἐπὶ ῥεῖθρον ἄμειβον.
    Θυγατέρας δ' ἔκλῃζε θυώδεος ἐκ θαλάμοιο,
    Χαλκιόπην σὺν παισὶν ἀποφθιμένου Φρίξοιο,
    ἠδ' ἁπαλὴν Μήδειαν ἀριπρεπὲς εἶδος ἔχουσαν
    παρθένον αἰδοίην, ὄφρ' ἂν συνέποιτο κίοντι.
    Ἄψυρτος δ' ἀπάνευθε δόμους ναίεσκε πόληος·
    ἅρμα δ' ἐπὶ χρύσειον ἔβη μίγα θυγατέρεσσιν
    Αἰήτης· τὸν δ' αἶψα δι' ἐκ πεδίου φέρον ἵπποι
    χεῖλος ὑπὲρ ποταμοῦ δονακώδεος, ἔνθα περ αἰεί
    εὐχωλὰς ῥείθροισι καὶ ἱερὰ κάλ' ἐκόμιζεν.
    Κείναισιν δ' ὄχθαισιν ὑπόδρομος ἤλυθεν Ἀργώ.
    Καί ῥα τότ' Αἰήτης εἰσέδρακεν, ἐν δ' ἄρα πολλούς,
    ἑξείης ἥρωας ὁμιλαδὸν ἑδριόωντας,
    ἀθανάτοις ἰκέλους· περὶ γάρ ῥά ἑ τεύχεα λάμπε.
    Τοῖσι δ' ἄρ' ἐν πάντεσσι μετέπρεπε δῖος Ἰήσων.
    Ἥρη γὰρ περὶ πάμπαν ἐτίετο, καί οἱ ἔδωκε
    κάλλος τε μέγεθός τε καὶ ἠνορέην ὑπέροπλον.
    Ἀλλ' ὅτε δὴ σχεδὸν ὄντες ἐπ' ἀλλήλοις βάλον ὄσσε,
    Αἰήτης Μινύαι τε, περὶ φρένα παχνώθησαν.
    Πρόσθε γὰρ Αἰήτης μὲν ἐφ' ἅρματος ἠέλιος ὣς
    λάμπετο μαρμαρυγαῖσι πέριξ χρυσέων ἀπὸ πέπλων·
    ἀμφὶ δέ οἱ στεφάνην κεφαλὴ ἔχε θυσσανόεσσαν
    ἀκτῖσιν φλογέαις· σκῆπτρον δ' ἐν χερσὶν ἐνώμα
    ἀστεροπαῖς ἴκελον· δοιὼ δ' ἑκάτερθεν ἕηστον
    θυγατέρες· ταῖς γάρ κεν ἀγαλλόμενος πεφόρητο.
    Σμερδνὸν ὑπ' ὀφθαλμοῖσιν ἐσέδρακε νηὶ πελασθείς,
    καί οἱ ἀπὸ στηθέων βριαρὴν ἀνενείκατο φωνήν
    δεινὸν ὁμοκλήσας· μέγα δ' ἀντιάχων ἐγεγώνει·
    Φράζετον οἵτινες ἐστὲ, τί δὲ χρέος ὗμας ἱκάνει,
    ἔκ ποθεν ἐλδομένοισι Κυτηΐδα γαῖαν ἀμεῖψαι,
    οὐδ' ἄρ' ἐμὴν ἀλέγοντες ἀνακτορίην πεφόβησθε,
    οὐδὲ λεὼν σκήπτροισιν ἐπήρανον ἡμετέροισι
    Κόλχων, οἵ κεν Ἄρηϊ δορυσσόῳ εἰσὶν ἀτειρεῖς,
    ἐς μόθον ἱεμένοις εὖ εἰδότες ἶφι μάχεσθαι.
    Ὣς ἔφαθ'· οἱ δ' ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ.
    Αἰσονίδῃ δ' ἄρα θάρσος ἐνὶ πραπίδεσσιν ὄπασσεν,
    Ἥρη πρέσβα θεά· μέγα δ' ἀντιάχων ἐγεγώνει·
    Οὔτέ νυ ληιστῆρες ἱκάνομεν, οὔτέ τιν' ἄλλην
    γαῖαν ἐπιστρωφῶντες, ἐγείρομεν ὕβριος αἴσῃ
    ἔργ' ἄδικ' ἀνθρώποισιν, ἃ δὴ πολέες μεμάασι
    τετλάμεν ἐν βιοτῇ κέρδους ἕνεκεν σφετέροιο.
    Ἀλλά μοι ἆθλον ἔταξε Ποσειδῶνος φίλος υἱός
    πατροκασίγνητος Πελίας, χρύσεον ποτὶ κῶας
    λαζομένους ἀφικέσθαι ἐϋκτιμένην ἐς Ἰωλκόν.
    Οὐδέ τι δὴ νώνυμνοι ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι·
    οἳ μὲν γὰρ μακάρων, οἳ δ' ἡρώων γένος ἐσμέν.
    Οὐδέ τι μὴν πολέμου ἀδαήμονες οὐδὲ μόθοιο,
    ξεῖνοι δ' εὐχόμεθ' εἶναι ἐφέστιοι, ὣς γὰρ ἄμεινον.
    Ὣς φάτο· τοῦ δ' ἄρα θυμὸς ὀρίνετο ἶσος ἀέλλῃ
    Αἰήτεω, καὶ σμερδνὸν ἐσέδρακεν ὀφθαλμοῖσιν,
    φρικτὸν ἐφ' ἡρώεσσι δόλον καὶ μῆτιν ὑφαίνων·
    ὀψὲ δὲ δὴ Μινύαισι τοίην ἀνενείκατο φωνήν·
    Εἰ μὲν δὴ Κόλχοισιν ἀρηιφάτοισιν ἐσάντα
    μαρναμένοις ἐπιθεῖσθον, ἀποφθίσειν μένος ἀνδρῶν
    ἔλπεσθ' ὥς κεν ἀδήριτον γέρας ἔσσετ' ἐν ὑμῖν,
    κῶας ἀειρομένους ἰέναι πρὸς πατρίδα γαῖαν;
    εἰ δέ γε παῦροι ἐόντες ὑποκλίνοιτε φάλαγγι
    ἡμετέρῃ, τότε νῆα καταφθιμένοισι κεάξαι·
    εἰ δέ κέ μοι πείθοισθε, τὸ καὶ πολὺ κέρδιόν ἐστιν,
    κρίναντες τιν' ἄριστον, ἢ ὃς βασιλεύτερός ἐστιν,
    ὄφρά κε πειρηθεὶς ἀέθλων οὓς αὐτὸς ἐνίσπω,
    κῶας ἕλῃ χρύσειον, ὃ καὶ γέρας ἔσσεται ὑμῖν.
    Ὣς εἰπὼν ἵπποισιν ἐκέκλετο· τοὶ δ' ἄρ' ὀπίσσω
    βῆσαν ἀμειβόμενοι, Μινύαις δ' ἄχος ἔπλετο θυμῷ,
    καί ῥα τόθ' Ἡρακλῆος ἔχον πόθον, οὐ γὰρ ἔμιμνον
    ἔθνος ἀμαιμάκετον Κόλχων καὶ θούριον Ἄρην.
    Νῦν δέ σοι, ὦ Μουσαῖε, παραδρομάδην ἀγορεύσω
    οἷά περ αἰνόμοροι Μινύαι πάθον, ἠδ' ὅσ' ἔρεξαν·
    ὥς τ' ἄψορρος ὄρουσ' ἐκ δώματος Αἰήταο
    Ἄργος ἐϋμμελίης Φρίξου παῖς ὅν ῥα ἔτικτε
    Χαλκιόπη τῷ γὰρ παρελέξατο πατρὸς ἐνιπῇ
    ἡνίχ' ὑπὲρ νώτῳ κριοῦ Κόλχοισι πελάσθη
    ἀγγέλλων Μινύαισιν, ἃ δὴ τελέεσθαι ἔμελλε
    σφῇσιν ἀτασθαλίησι πολυφθόρου Αἰήταο·
    ἠδ' ὡς παρθενίοις αὐτοῦ φίλτροις ἐδαμάσθη
    αἰνόγαμος Μήδεια, θεᾶς Ἥρης διὰ βουλάς,
    ἐν γάρ οἱ ἵμερον ὦρσεν ἐρωτοτρόφος Κυθέρεια,
    ἧκε δ' ἄρ' ἰὸν ὑπὸ σπλάγχνοις δασπλῆτις Ἐριννύς·
    ὥς τε βόας ζεύγλαισι δαμάσσατο πυριπνέοντας
    τετράγυον θέμενος σπόρον αὔλακι, τόν ῥ' ἐκόμισσε
    Φρίξος ἐϋμμελίης, ὅτ' ἔβη δόμον Αἰήταο,
    ἕδνον ἐνυάλιόν τε δρακοντείων ἀπ' ὀδόντων·
    ἠδ' ὡς δυσμενέων σπαρτῶν στάχυν ἐξενάριξεν
    αὐτοφόνῳ παλάμῃ, πῶς δ' ἀγλαὸν ᾔρατο κῦδος
    Αἰσονίδης· ὥς δ' ἦλθε δι' ἐκ μεγάρων λελαθοῦσα
    λῖτι καλυψαμένη ἑανῷ, διὰ νύκτερον ὄρφνην,
    παρθένος αἰνολεχής· περὶ γάρ ῥά ἑ τεῖρον ἔρωτες
    νηὸς ἐπ' Ἄργῴας πελάσαι, καὶ πότνι' Ἀνάγκη
    οὔτιν' ὀπιζομένη, πατρὸς χόλον οὐκ ἀλέγουσα·
    ἠδ' ὡς ἀμφιπλακεῖσα περιπτύξασά τε μορφάς,
    στέρνα τε μαιμώωσα κύσεν χαρίεν τε πρόσωπον,
    δάκρυσι πλημμύρουσα γενειάδας· οὐδέ τιν' αἰδῶ
    ἔσχε πόθων ἥρωος, ἐλαυνομένη δ' ὑπὸ φίλτρων,
    παρθενίην ἔρριψε, γάμων τ' εὐήνορα θυμόν,
    ἄλλα τ' αὖ πολλὰ καὶ ἐσύστερον αὖθις ἀκούσῃ,
    Ἀλλ' ὅτε δὴ Μήδεια λίπεν δόμον Αἰήταο
    λαθριδίῃ καὶ νηὸς ἐφ' ἡμετέρης ἐπελάσθη,
    δὴ τότ' ἄρα κατὰ θυμὸν ἐμηδόμεθ', ὄφρα μολόντες
    ἀμφ' ἱερῆς φηγοῖο δέρας χρύσειον ἕλωμεν
    ῥᾷστα· περὶ φρεσὶ δ' ᾗσι δοκεύομεν, οὐδέ τις ἡμέων
    ἔγνω μόχθον ἄελπτον· ἐφέσπετο γὰρ μέγα ἔργον
    πᾶσιν ἐφ' ἡρώεσσι, κακῶν δ' ἀνεφαίνετο πυθμήν·
    Πρόσθε γὰρ Αἰήταο δόμων ποταμοῖό τ' ἐρυμνοῦ,
    ἐννέ' ἐπ' ὀργυιῶν ἕρκος περιμήκετον ἄντην
    φρουρεῖται πύργοισι καὶ εὐξέστοισι μύδροισιν,
    ἑπτὰ περὶ στεφάνοισι κυκλούμενον· ἐν δ' ἄρα τρισσαί
    χαλκήρεις πύλαι εἰσὶ πελώριοι· ἐν δ' ἄρα ταῖσι
    τεῖχος ἐπιθρώσκει, περὶ δ' αὖ χρύσειαι ἐπάλξεις.
    Αὐτὰρ ἐπὶ σταθμοῖο πυλῶν τηλῶπις ἄνασσα
    ἵστανεν αἰθύουσα πυρὸς σέλας, ἥν κέ νυ Κόλχοι
    Ἄρτεμιν ἐμπυλίην κελαδοδρόμον ἱλάσκονται,
    δεινήν τ' ἀνθρώποισιν ἰδεῖν δεινήν τ' ἐσακοῦσαι,
    εἰ μή τις τελεταῖς πελάσει καὶ θύσθλα καθαρμῶν,
    ὅσσα περ ἀρήτειρα καθάρματα μύστις ἔκευθε,
    δεινολεχὴς Μήδεια Κυτηιάσιν μίγα κούραις.
    Οὐδέ τις ἐνδοτέρω κείνην ὁδὸν εἰσεπέρησεν
    ἐνδάπιος, ξεῖνός τε βροτῶν ὑπὲρ οὐδὸν ἀμείψας·
    εἴργει γὰρ πάντη δεινὴ θεὸς ἡγεμόνεια,
    λύσσαν ἐπιπνείουσα ὑπὲρ γαληνοῖς σκυλάκεσσιν.
    Ἐν δέ σφιν πυμάτῳ μυχῷ ἕρκεος ἄλσος ἀμείβει,
    δένδρεσιν εὐθαλέεσσι κατάσκιον, ᾧ ἔνι πολλαί
    δάφναι τ' ἠδὲ κράνειαι ἰδ' εὐμήκεις πλατάνιστοι·
    ἐν δὲ πόαι ῥίζῃσι κατηρεφέες χθαμαλῇσιν,
    ἀσφόδελος, κλύμενός τε καὶ εὐειδὴς ἀδίαντος,
    καὶ θρύον ἠδὲ κύπειρον, ἀριστερεών τ', ἀμενηνά
    ὅρμιόν τε καὶ εἰρύσιμον, κύκλαμίς τε θεουδής,
    στοιχὰς, παιονίη τε πολύκνημόν τε κάτερνες·
    μανδραγόρης, πόλιόν τ', ἐπὶ δὲ ψαφαρὸν δίκταμνον
    εὔοδμός τε κρόκος, ἰδὲ κάρδαμον· ἐν δ' ἄρα κῆμος,
    σμίλαξ, ἠδὲ χαμαίμηλον, μήκων τε μέλαινα,
    ἄλκυα καὶ πάνακες, καὶ κάρπασον, ἠδ' ἀκόνιτον,
    ἀλλά τε δηλήεντα κατὰ χθόνα πολλὰ πεφύκει.
    Μέσσον δ' ἠερόμηκες ἐπὶ στύπος ἄλσεϊ πολλῷ
    ἥπλωται φηγοῖο πέριξ κλαδεῶσιν ἐρυμνόν,
    ἐν δ' ἄρα οἱ χρύσειον ἐπεκρέματ' ἔνθα καὶ ἔνθα
    ὅρπηκος ταναοῖο δέρας, τό κεν αἶψα δοκεύει
    δεινὸς ὄφις, θνητοῖς ὀλοὸν τέρας, οὐ φατὸν εἰπεῖν.
    Χρυσαῖς γὰρ φολίδεσσιν ἐθείρεται, ἐν δ' ἄρα πρέμνον
    ἀπλάτοις ὁλκοῖσι φορεύμενος ἀμφιπολεύει
    σῆμα χαμαζήλοιο Διὸς, ποτὶ κῶας ἀμείβων·
    φρουραῖς δ' ἀδμήτοις ἐπιμαίεται ἄμμορος ὕπνου
    γλαυκοῖς ἀμφ' ὄσσοισιν ἀναιδέα κανθὸν ἑλίσσων.
    Αὐτὰρ ἐπεὶ κλύομεν τόδ' ἐτήτυμον ὡς ἐτέτυκτο,
    ἀμφί γε Μουνυχίης Ἑκάτης φρουρῆς τε δράκοντος,
    πάνθ' ὅσα οἱ κατέλεξεν ἀριφραδέως Μήδεια,
    διζόμεθ' ἠμὲν ἄελπτον ὀϊζυροῖο πόνοιο
    ὥς κέ νιν Ἀγροτέρην μειλιξάμενοι πεπίθοιμεν,
    ἠδ' ὡς θῆρα πέλωρον ἱκοίμεθα, τόφρ' ἀνελόντες
    δέρμ' ἀπονοστήσαιμεν ἑὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.
    Καὶ τότε δὴ μετὰ πᾶσιν ὁμόκλεεν ἡρώεσσι
    Μόψος ὁ γάρ τ' ἐδάη σφῇσιν τάδε μαντοσύνῃσιν
    ὄφρ' ἐμὲ γουνάσωνται, ἐπιστίβωσι δὲ ἔργον,
    Ἄρτεμιν ἵλασθαι, θέλξαι δ' ὑπερήνορα θῆρα.
    Ὣς οἳ μὲν λίσσοντο περισταδόν· αὐτὰρ ἔγωγε
    Αἰσονίδην ἐκέλευσα δύω δὴ φῶτε κραταιώ
    Κάστορά θ' ἱππόδαμον καὶ πὺξ ἀγαθὸν Πολυδεύκεα,
    Μόψον τ' Ἀμπυκίδην ἰέναι πρὸς τέρματα μόχθου·
    Αὐτὰρ ἐμοὶ Μήδεια συνέσπετο μούνη ἀπ' ἄλλων.
    Ἡνίκα δ' εἰς σηκοὺς ἱκόμην ζάθεόν τε θεράπνην,
    χώρῳ ἐπὶ πλακόεντι βόθρον τρίστοιχον ὄρυξα,
    φιτρούς τ' ἀρκεύθοιο καὶ ἀζαλέης ἀπὸ κέδρου,
    ῥάμνον τ' ὀξυτέροιο, πολυκλαύτων τ' αἰγείρων,
    ὦκα φέρων, ἔνησα πυρὴν ἔμπροσθε βόθροιο.
    Πολλὰ δέ μοι φέρε πάμπαν ἐπισταμένη Μήδεια,
    φωριαμῶν ἀνελοῦσα θυώδεος ἐξ ἀδύτοιο.
    Αὐτίκα δ' οὐλαοπλάσμαθ' ὑπὸ πέπλους ἐπονεύμην
    ἂν δὲ πυρὴν ἐπέβαλλον, ἰδ' ἔντομα θύματ' ἔρεζον,
    σκύμνους παμμέλανας σκυλάκων τρισσοὺς ἱερεύσας.
    Αἵματι δ' αὖ χάλκανθον ἰδὲ στρούθεον ἔμιξα,
    κνῆκόν τε σχιστὴν, ἐπί τε ψύλλιον ἀηδὲς,
    ἄγχουσάν τ' ἐρυθρὴν, ἰδὲ χάλκιμον· αὐτὰρ ἔπειτα
    νηδύας ἐμπλήσας σκυλάκων, φιτροῖσιν ἔθηκα·
    ὕδατι δ' αὖ μίξας χολάδας χεόμην περὶ βόθρον,
    ὄρφνινα θ' ἑσσάμενος φάρη καὶ ἀπεχθέα χαλκόν
    κρούων ἐλλισάμην· αἱ δ' ὁτραλέως ἐπάκουσαν,
    ῥήξασαι κενεῶνας ἀμειδήτοιο βερέθρου,
    Τισιφόνη τε καὶ Ἀληκτὼ καὶ δῖα Μέγαιρα,
    πεύκαις ἀζαλέαις φόνιον σέλας ἀΐσσουσαι.
    Καίετο δ' αὐτίκα βόθρος, ἐσμαράγει δ' ὀλοὸν πῦρ·
    λιγνὺς δ' αἰθαλόεσσα χύθη περιμήκετα καπνόν.
    Αὐτίκα δ' ἐξ Ἀΐδαο διὰ φλογὸς ἠγέρθησαν
    δειναὶ, θαμβήτειραι, ἀπηνέες, ἀπροσόρατοι.
    Ἣ μὲν γὰρ δέμας ἔσχε σιδήρεον, ἣν καλέουσι
    Πανδώρην χθόνιοι· σὺν δ' αἰολόμορφος ἵκανε
    τρισσοκέφαλος, ἰδεῖν ὀλοὸν τέρας οὔτι δαϊκτὸν,
    Ταρταρόπαις Ἑκάτη· λαιοῦ δ' ἄρ' ἐπεσσύθη ὤμου
    ἵππος χαιτήεις· κατὰ δεξιὰ δ' ἦεν ἀθρῆσαι
    λυσσῶπις σκυλάκη· μέσση δ' ἔφυ ἀγριόμορφος
    χερσὶν δ' ἀμφοτέραις ἔχεν ἄορα κωπήεντα.
    Ἐγκύκλιαι δινεῦντο περὶ βόθρον ἔνθα καὶ ἔνθα
    Πανδώρη Ἑκάτη τε· συνεσσεύοντο δὲ Ποιναί.
    Ἐκ δ' ἄφαρ Ἀρτέμιδος φρουρὸν δέμας ἧκε χαμάζε
    πεύκας ἐκ χειρῶν, ἐς δ' οὐρανὸν ἤραρεν ὄσσε.
    Σαῖνον δὲ σκύλακες πρόπολοι, λύοντο δ' ὀχῆες
    κλείθρων ἀργυρέων, ἀνὰ δ' ἔπτατο καλὰ θύρετρα
    τείχεος εὐρυμενοῦς, ὑπεφαίνετο δ' ἄλσος ἐρυμνόν.
    Αὐτὰρ ἐγὼν ὑπὲρ οὐδὸν ἔβην· τῆμος δέ τε κούρη
    Αἰήτεω Μήδεια καὶ Αἴσονος ἀγλαὸς υἱός,
    Τυνδαρίδαι τ' ἤπειγον ὁμοῦ, σὺν δ' ἕσπετο Μόψος.
    Ἀλλ' ὅτε δὴ σχεδόθεν κατεφαίνετο φηγὸς ἐραννή,
    κρηπίς τε ξενίοιο Διὸς καὶ βώμιος ἕδρη,
    ἔνθα δράκων ὁλκοῖσιν ὑπὸ πλατέεσσιν ἑλιχθείς
    δινεύων ἀνάειρε κάρη βλοσυρόν τε γένειον,
    ἂν δ' ὀλοὸν σύριγξ' ἐπὶ δ' ἔβραχεν ἄσπετος αἰθήρ·
    Δένδρεα δ' ἐσμαράγησε, κραδαινόμεν' ἔνθα καὶ ἔνθα
    πρυμνόθεν ἐκ ῥίζης· ἰάχησε δὲ σύσκιον ἄλσος.
    Αὐτὰρ ἔμ' ἠδ' ἑτάρους τρόμος ἔλλαβε· νόσφι δὲ μούνη
    Μήδει' ἐνὶ στέρνοισιν ἀκαμπέα θυμὸν ἐνώμα·
    δρέψατο γὰρ παλάμῃσι λυγρῶν ἀποθρίσματα ῥιζῶν.
    Καὶ τότ' ἐγὼ φόρμιγγος ἐφήρμοσα θέσκελον ὀμφήν,
    κλάγξα δ' ἄρ' ἐξ ὑπάτης χέλυος βαρυηχέα φωνήν
    σιγαλέως ἄφθεγκτον ἐμοῖς ὑπὸ χείλεσι πέμπων.
    Κλῇξα γὰρ ὕπνον ἄνακτα θεῶν πάντων τ' ἀνθρώπων,
    ὄφρα μολὼν θέλξειε μένος βριαροῖο δράκοντος.
    Ῥίμφα δέ μοι ὑπάκουσε, Κυτηΐδα δ' ἧκ' ἐπὶ γαῖαν.
    Κοιμίσσας δ' ὅγε φῦλα πανημερίων ἀνθρώπων,
    καὶ ζαμενεῖς ἀνέμων πνοιὰς, καὶ κύματα πόντου,
    πηγάς τ' ἀενάων ὑδάτων, ποταμῶν τε ῥέεθρα,
    θῆράς τ' οἰωνούς τε, τά τε ζώει τε καὶ ἕρπει,
    εὐνάζων ἤμειψεν ὑπὸ χρυσέαις πτερύγεσσιν.
    Ἷξε δ' ὑπὸ στυφελῶν Κόλχων εὐανθέα χῶρον·
    κῶμα δ' ἄφαρ κατέμαρψε πελωρίου ὄσσε δράκοντος,
    ἰσοπαλὲς θανάτῳ· δολιχὴν δ' ἀμφ' αὐχένι δειρήν
    θῆκε καρηβαρέων φολίσιν· θάμβησε δ' ἰδοῦσα
    αἰνόποτμος Μήδεια· καὶ Αἴσονος ἀγλαὸν υἷα
    ἧκ' ἐπιθαρσύνουσα θοῶς πρέμνοιο λαβέσθαι
    κῶας χρυσεόμαλλον· ὁ δ' οὐκ ἀπίθησεν ἀκούσας·
    αὐτὰρ ἀειράμενος δέρας ἄπλετον ἷκτ' ἐπὶ νῆα.
    Ἥρωες Μινύαι μέγ' ἐγήθεον, ἂν δ' ἄρα χεῖρας
    ἀθανάτοις ἤειραν, οἳ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν.
    Ὣς οἳ μὲν περὶ κῶας ὀπώπεον· αἶψα δ' Αἰήτης
    ἀμφιπόλων ἤκουσεν ἀποιχομένην Μήδειαν.
    Ὦκα δ' ἄρ' Ἀψύρτῳ ἐπετέλλετο λαὸν ἀγεῖραι
    μαστεύειν δ' ἄρα παῖδα κασιγνήτην καὶ ὅπατρον·
    ἀλλά οἱ ὠκὺς ἔπειγε παρὰ προχοὰς ποταμοῖο
    εἰς λόχον ἡρώων, ἔκιχεν δ' ἄρα παρθένον αἰνήν.
    Νὺξ δὲ τότ' ἀστροχίτων μέσσην παράμειβε πορείαν,
    Ἐκ δ' ἐτελεῖτο δόλος στυγερὸς καὶ κῆρες ἀϊδναί
    Μηδείης ὑπ' ἔρωτος, ἐρικλυτοῦ Ἀψύρτοιο,
    ὅν ῥα κατακτείναντες, ἐπὶ προχοὰς μεθέηκαν
    ὀρνυμένου ποταμοῖο· φέρεν δ' ὅγε πνεύματι κραιπνῷ·
    θεινόμενος δὲ δίναις εἰς κῦμ' ἁλὸς ἀτρυγέτοιο,
    κέλσεν ὑπὲρ νήσων, Ἀψυρτίδας ἃς καλέουσιν,
    ἀλλά οἱ οὔτι λάθον Δι' ἐπόψιον οὐδὲ θέμιστας.
    Αὐτὰρ ἐπεὶ νηὸς μὲν ἔσω κίον, ἐκ δ' ἑκάτερθεν
    ὄχθης πείσματ' ἔκοψαν, ὑπ' εἰρεσίῃς δὲ θοῇσι
    πλεῖον ἐπειγόμενοι ποταμοῦ τάμον οὔτι κατευθύ
    πόντον ἐπ' ἰχθυόεντα διὰ στόμα Φάσιδος εὐρύ
    ἰέμεθ' ἀμπλακίῃ δ' ἐφορεύμεθα πολλὸν ὀπίσσω
    αἰὲν ἀναπλείοντες· ἐλείπετο δ' ἄστεα Κόλχων
    ἀφραδέσιν Μινύαις, σκοτερὴ δέ τε ἄμφεχεν ὄρφνη.
    Αὐτὰρ ἐπειγόμενοι θέομεν ῥόον ἀφραδίῃσι,
    μεσσάτιοι πεδίοιο· βροτοὶ δέ μιν ἀμφινέμονται
    Γυμνοὶ Βουονόμαι τε καὶ Ἄρκυες ἀγροιῶται,
    Κερκετικῶν τ' ἀνδρῶν φῦλον, Σινδῶν τ' ἀγερώχων·
    οἳ κείσαντο μεσηγὺ Χαρανδαίων τ' αὐλώνων,
    Καυκάσιον παρὰ πρῶνα, διὰ στεινῆς Ἐρυθείας.
    Ἀλλ' ὅτε ἀπ' ἀντολίης ἐφάνη τερψίμβροτος ἠώς,
    ποιανθεῖ νήσῳ προσεκέλσαμεν· ἔνθα δὲ δισσοί
    χεύμασιν ἀπλώτοισι περισχίζουσι ῥέεθρα
    Φᾶσις τ' εὐρυμενὴς ἀκαλαρρείτης τε Σαράγγης·
    τόν ῥα πλημμύρουσα διὰ χθονὸς εἰς ἅλα πέμπει
    Μαιῶτις καναχηδὸν, ἑλειονόμου διὰ ποίης.
    Καὶ τόθ' ὑπ' εἰρεσίῃ πλέομεν διὰ νύκτα καὶ ἦμαρ·
    δισσαῖς δ' ἐν τριμόροισι Βοὸς πόρον ἐξικόμεσθα
    λίμνης ὄντα μεσηγὺ, βοοκλόπος οὗποτε Τιτάν
    ταύρῳ ἐφεζόμενος βριαρῷ πόρον ἔσχισε λίμνης.
    Καί ῥα πανημερίῃσι πονεύμενοι εἰρεσίῃσι,
    Μαιώτας πρώτους ἀφικάνομεν ἁβροχίτωνας·
    ἠδὲ Γελωνὸν ἔθνος, Βαθυχαίτων τ' ἄπλετα φῦλα,
    Σαυρομάτας τε, Γέτας καὶ Γυμναίους Κέκρυφάς τε
    ἀρσωπάς τ' Ἀρίμασπας, ἔθνη πολυπήμονα λαῶν
    ὧν περιναιετάει ἐν γῇ Μαιώτιδα λίμνην.
    Αὐτὰρ ἐπεὶ μὲν τοῖσι δύην ἀμέγαρτον ἔθηκαν
    ἀθάνατοι, πύματον δὲ βυθοῦ διαμείψαμεν ὕδωρ,
    ὄχθῃσι χθαμαλῇσιν ἀποβλύει αἰπὺν ὄλεθρον,
    ῥοίζῳ ἐλαυνομένη· καναχεῖ δέ τοι ἄσπετος ὕλη
    ἀρκτῴοις περάτεσσιν ἐπέρχεται Ὠκεανόνδε·
    τῷ ῥα τόθ' ἁρπαχθεῖσα διὰ στόματος κίεν Ἀργώ.
    Ἐννέα μὲν νύκτας τε καὶ ἤματα μοχθίζοντες
    λείπομεν ἔνθα καὶ ἔνθα βροτῶν ἀγνινέα φῦλα,
    Πακτῶν Αρκτείων τε γένος, Λελίων τ' ἀγερώχων,
    τοξοφόρους τε Σκύθας, Ἄρεος πιστοὺς θεράποντας·
    Ταύρους τ' ἀνδροφάγους, οἳ ἀμειδέα θύσθλα φέρουσι
    Μουνυχίῃ, βροτέῳ δ' ἐπιδεύεται αἵματι κρητήρ·
    ἂν δ' ἄρ' Ὑπερβορέους, Νομάδας καὶ Κάσπιον ἔθνος.
    Αὐτὰρ ἐπεὶ δεκάτη ἐφάνη φαεσίμβροτος ἠώς,
    Ῥιπαίους αὐλῶνας ἐκέλσαμεν, ἐκ δ' ἄφαρ Ἄργώ
    ἆγεν ἐπιπροθέουσα διὰ στεινοῖο ῥεέθρου·
    ἔμπεσε δ' Ὠκεανῷ, Κρόνιον δέ ἑ κικλήσκουσι,
    πόντον Ὑπερβόρεοι μέροπες, νεκρήν τε θάλασσαν·
    Οὐκέτι δὲ προφυγεῖν ἐδοκεῦμεν λυγρὸν ὄλεθρον
    εἰ μὴ ἄρ' ὁρμαίνουσαν ὑπὸ κρατερῇφι βίηφι
    νῆα μολεῖν ἴθυν' ἐπὶ δεξιὸν αἰγιαλοῖο
    Ἀγκαῖος, ξεστοῖσι πιθήσας πηδαλίοισιν.
    Ἣ δ' ἔθορεν δισσαῖσι βιησαμένη παλάμῃσιν.
    Ἀλλ' ὅτε δὴ μογερῇσιν ἐδαμνάμεθ' εἰρεσίῃσι,
    χεῖρες δ' οὐκέτ' ἔμιμνον, ἀκηχέμενοι δὲ φίλον κῆρ
    πήχεας ἀμπλέξαντες, ἐνηρείσαντο μέτωπα,
    ἱδρῶ ἀποψύχοντε· κέαρ δ' ἐπετείρετο λιμῷ.
    Ἀγκαῖος δ' ἐξᾶλτο, καὶ ἄλλους πάντας ὄτρυνεν
    ἥρωας, μαλακοῖσι παραιφάμενος ἐπέεσσιν·
    Οἳ δ' ἐπεὶ οὖν τέναγός τε πολυστρέπτοισι κάλωσι
    βάντες ὑπὲρ τοίχων ἅλαδε σφυρὰ κοῦφα βάλοντο,
    ὦκα δ' ἄρ' ἀρτήσαντο πολυστρέπτοισι κάλωσι,
    πρύμνης ἐξ ὑπάτης, δολιχὴν μήρινθα βαλόντες
    Ἄργος τ' Ἀγκαῖός τε καὶ ἀρχὰς δῶκαν ἑλέσθαι·
    ἡρώων τοὶ δ' αἶψα δι' αἰγιαλοῖο θέοντες
    σῦρον ἐπειγόμενοι· σὺν δ' ἕσπετο ποντοπόρος νηῦς,
    τέμνουσ' ὑγρὰ κέλευθα παρὰ ξεστοῖς κροκάλοισιν.
    Οὐ γάρ οἱ λιγὺς οὖρος ὑπὸ πνοιῇσιν ὄρινε
    βυκτάων ἀνέμων κείνην ἅλα· κωφὰ δὲ πόντος
    κεῖθ' οὗπέρ θ' Ἑλίκης καὶ Τηθύος ἔσχατον ὕδωρ.
    Αὐτὰρ ἐπεὶ ἕκτη φαεσίμβροτος ἤλυθεν ἠώς,
    ἔθνος ἐς ἀφνειὸν καὶ πλούσιον ἐξικόμεσθα
    Μακροβίων, οἳ δὴ πολέας ζώουσ' ἐνιαυτούς,
    δώδεκα χιλιάδας μηνῶν ἑκατονταετήρων
    πληθούσης μήνης χαλεπῶν ἔκτοσθεν ἁπάντων·
    αὐτὰρ ἐπεὶ μηνὸς τὸ πεπρωμένον ἐξανύσωσιν,
    ὕπνῳ ὑπὸ γλυκερῷ θανάτου μάρπτουσι τελευτήν·
    Οὐ δ' ἄρα τοῖσι μέλει βίοτος καὶ ἔργ' ἀνθρώπων,
    ποίαις δ' ἐν μεσάταις μελιηδέα φορβὰ νέμονται
    ἕρσῃ ὑπ' ἀμβροσίῃ θεῖον ποτὸν ἐξαρύοντες,
    πάντες ὁμῶς στίλβοντες ὁμηλικίην ἐρατεινήν·
    Μειλιχίη δέ τοι αἰὲν ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε γαλήνη
    παίδεσιν ἠδὲ τοκεῦσιν, ἐπὶ φρεσὶν ἠδὲ νόοιο,
    αἴσιμά τε ῥέζειν πεπνυμένα τ' ἐξαγορεύειν.
    Καὶ τοὺς μέν ῥ' ἀθρόους παραμείβομεν, αἰγιαλόνδε
    ποσσὶν ἐπιστείβοντες· ἔπειτα δὲ Κιμμερίοισι
    νῆα θοὴν ἐπάγοντες ἱκάνομεν, οἵ ῥά τε μοῦνοι
    αἴγλης ἄμμοροί εἰσι πυριβρόμου ἠελίοιο.
    Ἐν μὲν γὰρ Ῥίπαιον ὄρος καὶ Κάλπιος αὐχήν
    ἀντολίας εἴργουσιν ἐπικέκλιται δὲ πελώρη
    ἆσσον ἐπισκιάουσα μεσημβρινὸν ἠέρα Φλέγρη·
    δείελον αὖ κρύπτουσι φάος ταναηκέες Ἄλπεις
    κείνοισιν μερόπεσσιν, ἀχλὺς δ' ἐπικέκλιται αἰεί,
    Ἔνθα δ' ἀφορμηθέντες ἐπειγομένοισι πόδεσσιν
    ἵξομεν ἀγκῶνα στυφελὸν καὶ νήνεμον ἀκτήν,
    ἔνθα περ ἀμβλύζων ποταμὸς δίναισι βαθείαις
    θείει χρυσορόας Ἀχέρων κρυεροῦ διὰ χώρου,
    ἀργυροειδὲς ὕδος προρέων, λίμνη τε κελαινή
    ἀνδέχεται· παταγεῖ δὲ παρ' ὄχθαισιν ποταμοῖο
    δένδρεα τηλεθάοντα ποτὶ σχεδὸν οἷσιν καρπός
    βέβριθε νύκτας τε καὶ ἤματα συννεχὲς αἰεί.
    Ἀμφὶ δέ οἱ χθαμαλή τε καὶ εὔβοτος Ἑρμιονέια
    τείχεσιν ἠρήρεισται ἐϋκτιμέναις ἐπ' ἀγυιαῖς.
    Ἐν δὲ γένη ζώουσι δικαιοτάτων ἀνθρώπων
    οἷσιν ἀποφθιμένοισιν ἅλις ναῦς ἴα τέτυκται,
    καὶ δ' αὖ αἱ ψυχαὶ μετεκίαθον εἰς Ἀχέροντα
    πορθμίδος ἐκ γλαφυρῆς· σχεδόθεν δέ οἱ εἰσὶ πόληες
    ἄρρηκτοί τ' Ἀίδαο πύλαι καὶ δῆμος ὀνείρων.
    Ἀλλ' ὅτε δὴ καὶ τῶνδε πόλιν καὶ ἤθεα λαῶν
    σφῇ ἄτῃ βαρὺν οἶτον ἀναπλήσαντες ἔβημεν,
    δή ῥα τότ' Ἀγκαῖος νηὸς κίεν· αἶψα δὲ πάντας
    εἰσβαίνειν ἐκέλευσε κεκμηότας ἄμμιγ' ἑταίρους.
    Τοὺς ὅγε καὶ μύθοισι προσηύδα μειλιχίοισι·
    Τλῆτε φίλοι τὸν μόχθον· ἐπεὶ νύ τοι οὔτι χέρειον
    ἔλπομαι ἀνστήσεσθαι· ἐπιφρίσσοντα γὰρ ἤδη
    ἀκραῆ ζέφυρον καταδέρκομαι· οὐδ' ἀτέκμαρτον
    ὕδωρ Ὠκεανοῦ κελαρύζεται ἐν ψαμάθοισιν.
    Ἀλλὰ θοῶς ἱστὸν μὲν ἀναστήσασθε μεσόδμῃ
    λύσατε δὲ προτόνων ὀθόνας· ἐκ δ' ὅπλα χέοντες
    σφίγξατ' ἐπισταμένως, τοίχων ἑκάτερθε βαλόντες.
    Ὣς οἳ μὲν τὰ ἕκαστα πονήατο· ἐκ δ' ἄρα κοίλης
    νηὸς ἐπιβρομέουσα Τομαριὰς ἔκλαγε φηγός,
    ἥν ποθ' ὑπ' Ἀργῴαισι τομαῖς ἡρμόσσατο Παλλάς.
    Ὧδε δ' ἔφη θάμβος δὲ περὶ φρένας ἵκετο πάντασ·
    Ὤ μοι ἐγὼν, ὄφελόν με διαρραισθεῖσαν ὀλέσθαι
    Κυανέαις πέτραισιν ἐν ἀξείνῳ τε κλύδωνι·
    ἦ καὶ νῦν ἀνάπυστον ἀϊδρείῃ βασιλήων
    νώνυμνον φορέεσκον· ἐπεὶ νῦν αἰεὶ Ἐριννύς
    αἵματος ἐμφύλοιο δεδουπότος Ἀψύρτοιο
    ὑστερόπους ἕπεται· στέργει δὲ τοι ἄτη ἐπ' ἄτην.
    Νῦν γὰρ δὴ λυγρῆς τε καὶ ἀργεννῆς κακότητος
    ἕξομαι εἰ νήεσσιν Ἐριννύσιν ἆσσον ἵξομαι .
    Εἰ μὴ γάρ μ' ἱερῇσιν ἐπιγνάμψαντες ἄκρῃσι
    κόλπον ἔσω γαίης τε καὶ ἀτρυγέτοιο θαλάσσης
    ἵξεσθ', ἂμ πέλαγος Ἀτλαντικὸν ἐκτὸς ἵκωμαι.
    Ὣς εἰποῦσ' αὐδὴν κατερήτυεν· ἐν δ' ἄρα θυμός
    παχνώθη Μινύαισι διαμπερὲς, εἴτ' ἄρ' ἔμελλον
    σχήσειν λυγρὸν ὄλεθρον, Ἰάσονος εἵνεκα φίλτρων.
    Πολλὰ δὲ μερμήριζον ἐνὶ φρεσὶ πευκαλίμῃσιν,
    ἤ μιν ἀποφθίσωσιν καὶ ἰχθύσι κύρμα βάλωσιν
    αἰνολέχην Μήδειαν, ἀποστρέψωσι δ' Ἐριννύν,
    εἰ μὴ ἄρ' ὀξὺ νόησε περικλυτὸς Αἴσονος υἱός,
    καὶ τότε λισσόμενος θυμὸν κατερήτυ' ἑκάστου.
    Αὐτὰρ ἐπεί τ' Ἀργοῦς ἐτυμηγόρον ἔκλυον αὐδήν
    ἧντο παρὰ σκαλμοῖσι θοῶς, λάζοντο δ' ἐρετμά.
    Ἀγκαῖος δ' οἴακας ἐπισταμένως ἐτίταινε·
    Πὰρ δ' ἄρα νῆσον ἄμειβεν Ἰερνίδα, καί οἱ ὄπισθεν
    ἷκτο καταΐγδην δνοφερὴ τρομέουσα θύελλα,
    ἐν δ' ὀθόνας κόλπωσε· θέεν δ' ἄφαρ ὑγρὸν ἐπ' οἶδμα
    νηῦς· οὐ δή τις ἐσαῦθις ἀναπνεύσεσθαι ὀλέθρου
    ἤλπετο· δωδεκάτη γὰρ ἐπήϊεν ἠριγένεια.
    Οὐδέ τις ἔγνω ᾗσιν ἐνὶ φρεσὶν, οὗ ποτ' ἄρ' ἐσμέν,
    εἰ μὴ ἐσχατιαῖς ἀκαλαρρόου Ὠκεανοῖο
    Λυγκεὺς εἰσενόησεν ὁ γὰρ τηλωπὸν ὄπωπε
    νῆσον πευκήεσσαν, ἰδ' εὐρέα δώματ' ἀνάσσης
    Δήμητρος· περὶ δ' αὖτε μέγα νέφος ἐστεφάνωται.
    Ὧν πέρι μῦθον ἅπαντ' ἔκλυες, Μουσαῖε δαΐφρον,
    ὥς ποτε Φερσεφόνην τέρεν' ἄνθεα χερσὶ δρέπουσαν
    ἐξάπαφον συνόμαιμοι ἀν' εὐρύ τε καὶ μέγα ἄλσος.
    αὐτὰρ ἔπειθ' ὥς μιν Πλωτεὺς, κυανότριχας ἵππους
    ζευξάμενος, κούρην ἐπεβήσατο δαίμονος αἴσῃ,
    ἁρπάξας δ' ἔφερεν διὰ κύματος ἀτρυγέτοιο.
    Δὴ τότ' ἐγὼν ἀπόειπον ἐπιπλώοντα νέεσθαι
    νήσου ἐπὶ ῥηγμῖνα καὶ αἰγλήεντα τέρεμνα,
    ἐνθ' οὔτις σὺν νηῒ πάρα μερόπων ἀνθρώπων.
    Οὐ γάρ οἵ ἐστὶ λιμὴν νηῶν ὀχὸς ἀμφιελισσῶν,
    ἀλλά γε ἠλίβατος πέτρη περὶ πάντα πέφυκεν
    ὑψηλή· τά τε καλὰ φύει μενοεικέα δῶρα.
    Καὶ τότ' ἄρ' οὐκ ἀπίθησε νεὼς κυανοπρώροιο
    ἰθύντωρ Ἀγκαῖος, ἀνέτρεχε δ' αἶψ' ἀνορούων,
    σκαιὸν ὑπεγκλίνας οἰήϊον· ἐν δ' ἄρ' ἔπειθε
    μή τι κατευθὺ περᾶν, ἐπὶ δέξια δ' εἶργε θέουσαν.
    Ἤματι δὲ τριτάτῳ Κίρκης δόμον ἐξικόμεσθα
    Λιγκαῖον ποτὶ χέρσον ἁλιστεφέας τε θεράπνας·
    καὶ τότ' ἄρ' αἰγιαλοῖσιν ἐκέλσαμεν ἀχνύμενοι κῆρ,
    πείσματα δ' ἐν πέτρῃσιν ἐδήσαμεν· ἐκ δ' ἄρ' Ἰήσων
    νηὸς ἀποπροέηκε μολεῖν ἐρίηρας ἑταίρους,
    διζομένος εἴ τίς σφε βροτῶν ἐπ' ἀπείρονα γαῖαν
    ναιετάει, γνῷεν δὲ πόλιν καὶ ἤθεα λαῶν.
    Τοῖς δ' ἄφαρ ὠμάρτησε καταντίον ἐρχομένοισι
    κούρη ὁμογνήτη μεγαλόφρονος Αἰήταο,
    Ἠελίου θυγάτηρ· Κίρκην δέ ἑ κικλήσκουσι
    μήτηρ Ἀστερόπη καὶ τηλεφανὴς Ὑπερίων.
    Ἥ ῥα θοῶς ἐπὶ νῆα κατήλυθεν· ἐκ δ' ἄρα πάντες
    θάμβεον εἰσορόωντες· ἀπὸ κρατὸς γὰρ ἔθειραι
    πυρσαῖς ἀκτίνεσσιν ἀλίγκιοι ἠώρηντο·
    στίλβε δὲ καλὰ πρόσωπα, φλογὸς δ' ἀπέλαμπεν ἀϋτμή.
    Αὐτὰρ ἐπεὶ Μήδειαν ἐσέδρακεν ὀφθαλμοῖσι,
    λῖτι καλυπτομένην, ἑανῷ δ' ἀμφέσχε παρειάς
    αἰδομένη· χλωρὸν γὰρ ὑπὸ στέρνοις ἀκάχητο.
    Ἣν τότ' ἐποικτείρουσα προσηύδανε καὶ φάτο Κίρκη·
    Ὦ δειλὴ, τί νύ τοι τοίην Κύπρις ὤπασε μοῖραν;
    Οὐ γάρ τοι λελάθεσθε, ἅπερ ῥέξαντες ἱκνεῖσθε
    νῆσον ἐφ' ἡμετέρην πανετώσιον οὕνεκα πατρός
    γηραιοῦ κάσιός τε, τὸν ἐκπάγλως· ὀλέσαντες,
    οὐδὲ γὰρ ὔμμε πάτρῃσιν οἴομαι ἆσσον ἱκέσθαι,
    εἰ ἐν ἀναγνίστοισιν ἀλιτροσύναις ἀκέοντες,
    μέσφ' ὅταν ἐκνίψησθε μύσος θείοισι καθαρμοῖς
    Ὀρφέως ἰδμοσύνῃσι παρὰ κροκάλοισι Μαλείης.
    Οὐδὲ γὰρ ἡμετέροιο δόμου θέμις ἐστιν ἱκέσθαι
    προστροπίους· τοίῳ γε λύθρῳ πεπαλαγμένοι ἐστέ·
    Ἀλλά μιν αὐτίκ' ἐγὼ πρόφρων ξυνήϊα πέμψω
    σῖτον καὶ μέθυ λαρὸν ἔχειν, σὺν δὲ κρέα πολλά.
    Ὣς εἰποῦσ', ἄψορρος ἀπέπτατο· νηῒ δὲ μέσσῃ
    δαιτός τ' ἠδὲ ποτοῖο τετυγμένα τεύχε' ἔκειτο.
    Ἂν δ' ἄρ' ἐπειγομένοισι θέεν λιγὺς οὖρος ἀήτης·
    καὶ τότε λυσάμενοι κείνης ἀπὸ πείσματα νήσου,
    κῦμα διαπρήσσοντες ἀνὰ στόμα Ταρτησσοῖο
    ἱκόμεθα, στήλαισι δ' ἐκέλσαμεν Ἡρακλεῆος.
    Ἄκραις δ' ἀμφ' ἱεραῖσι Διωνύσοιο ἄνακτος
    μίμνομεν ἑσπέριοι· δαιτὸς γὰρ ἐδεύετο θυμός.
    Τῆμος δ' ἀντολίαισιν ἐγείρετο φωσφόρος αἴγλη,
    ὄρθριοι εἰρεσίῃς γλαυκὴν ἐχαράξαμεν ἅλμην,
    Σαρδῶον δ' ἱκόμεσθα βυθὸν, κόλπους τε Λατίνων,
    νήσους τ' Αὐσονίας, Τυρρηνὰς δ' ἱκόμεθ' ἀκτάς·
    Αὐτὰρ ἐπεὶ Λιλύβαιον ἐπέσχομεν ἠχέτα πορθμὸν,
    Τριγλώχινά τε νῆσον ἐπέσχομεν, Ἐγκελάδοιο
    Αἰτναίη φλόξ σφιν ἄρ' ἐρήτυεν μεμαῶτας,
    δὴ τόθ' ὑπὲρ πρώρης ὀλοὸν περιέζεεν ὕδωρ
    νειόθεν, ἐκ μυχάτου δὲ βυθοῦ ῥοίβδησε Χάρυβδις
    κύματι καχλάζοντι, καὶ ἱστίον ἄκρον ἵκανε.
    Νῆα δ' ἄρ' αὐτόθι οἱ κατέχεν ῥόος, οὐδέ μιν εἴα
    προπροθέειν, οὐδ' αὐτίκ' ἀναρρώσεσθαι ὀπίσσω,
    κοίλῳ ἔπὶ λυγρῷ δὲ περιστροφάδην ἀλάλητο.
    Ἦ τάχα καὶ δύσεσθ' Ἀργὼ κατὰ βένθε' ἔμελλεν
    εἰ μὴ πρεσβίστη θυγάτηρ ἁλίοιο γέροντος
    εὐρυβίην Πηλῆα πόσιν λελίητο ἰδέσθαι,
    μειλιχίη δ' ἐκδῦτο βυθοῦ καὶ ῥύσσατ' ὀλέθρου
    Ἀργῴαν ἄκατον, καὶ ὑπ' ἰλύος ἐξεσάωσε.
    Δὴ τότε οἱ πλώοντες ἐπέσχομεν οὐ μάλα τηλοῦ
    προβλῆτα σκόπελον· πέτρη δ' ἐφύπερθεν ἀπορρώξ
    λισσοῖς χηραμόνεσσιν ἐπιθρώσκουσα βιᾶται
    πόντον ἔσω, χαροπὸν δ' ἄρ' ὑποβρέμει ἔνδοθι κῦμα.
    Ἔνθα δ' ἐφεζόμεναι λιγυρὴν ὄπα γηρύουσι
    κοῦραι, ἀνοστήτους δὲ βροτῶν θέλγουσιν ἀκουᾷ.
    Δὴ τότε Μινύαισιν ἐφήνδανε πύστις ἀοιδῆς
    Σειρήνων· οὐδέ σφι παραπλώσεσθαι ἔμελλον
    φθογγὴν οὐλομένην, χειρῶν δέ οἱ ἧκαν ἐρετμά·
    Ἀγκαῖος δ' ἴθυνεν ἐπὶ προβλῆτα κολωνόν
    εἰ μὴ ἐγὼ φόρμιγγα τιτηνάμενος παλάμῃσι
    μητρὸς ἐμῆς ἐκέρασσ' εὐτερπέα κόσμον ἀοιδῆς.
    Ἤειδον δὲ λιγὺ κλάζων διὰ θέσκελον ὕμνον,
    ὥς ποτέ οἱ δήρισσαν ἀελλοπόδων ὑπὲρ ἵππων·
    Ζεὺς ὑψιβρεμέτης καὶ πόντιος Ἐννοσίγαιος·
    Αὐτὰρ Κυανοχαῖτα χολωσάμενος Διὶ πατρί
    τύψεν Λυκτονίην γαίην χρυσῆνι τριαίνῃ
    καί ῥ' ἀΐγδην ἐσκέδασεν κατ' ἀπείρονα πόντον,
    νήσους εἰναλίας ἔμεναι· τάς ῥ' ἐξονόμηναν
    Σαρδώ τ' Εὔβοιάν τ' ἐπὶ δὲ Κύπρον ἠνεμόεσσαν
    Δὴ τότε φορμίζοντος, ἀπὸ σκοπέλου νιφόεντος
    Σειρῆνες θάμβησαν, ἑὴν δ' ἄμπαυσαν ἀοιδήν·
    Καί ῥ' ἡ μὲν λωτοὺς, ἡ δ' αὖ χέλυν ἔκβαλε χειρῶν.
    Δεινὰ δ' ἀνεστονάχησαν, ἐπεὶ πότμος ἤϊε λυγρός
    μοιριδίου θανάτοιο· σφέας δ' ἀπὸ ῥωγάδος ἄκρης
    ἐς βυθὸν δίσκευσαν ἁλιρροθίοιο θαλάσσης,
    πέτραις δ' ἠλλάξαντο δέμας μορφήν θ' ὑπέροπλον.
    Αὐταρ ἐπεὶ καὶ τόνδε πότμον παράμειψε θέουσα
    Ἀργὼ, κῦμα δὲ πόντου καὶ κόλπον ἵκανε,
    λαιψηροῖς πλήθουσα κατὰ προτόνων ἀνέμοισι,
    Κέρκυραν βαθέην ἐξίκετο, τήν σφιν ἔναιον
    ἴδριες εἰρεσίης καὶ ἁλιπλάγκτοιο πορείης
    Φαίηκες· τοῖσιν δ' ἄρ' ἐφημοσύναισι θέμιστας
    Ἀλκίνοος κραίνεσκε δικαιότατος βασιλήων.
    Πείσματα δ' ἁψάμενοι πορσύνομεν ἱερὰ θέσθαι
    Ζηνὶ πανομφαίῳ καὶ ἐπακτίῳ Ἀπόλλωνι.
    Ἐν δ' ἄρ' ὑπ' εἰρεσίῃσιν ἐπειγόμενοι φορέοντο
    νηυσὶν ἀπειρεσίαις βριαρὸς λόχος Αἰήταο
    Κόλχων Ἐράνων τε, Χαρανδαίων Σολύμων τε
    διζόμενος Μινύας, τόφρ' ἂν Μήδειαν ἄγοιντο
    ὄψιν ἐς Αἰήταο πατρὸς, τίσειε δ' ἀμοιβάς
    σφῇσιν ἀτασθαλίῃσιν ἀδελφειοῦ κταμένοιο.
    Ἀλλ' ὅτε δὴ κοίλου λιμένας μυχῷ ἆσσον ἵκοντο,
    αἶψα δ' ἄρ' Ἀλκινόοιο δόμον κήρυκες ἔβαινον,
    Μηδείης λύτο γοῦνα, δέος δ' ὤχριε παρειάς,
    μή οἱ ἑλὼν ἀέκουσαν ἑὸν πέμψειε δόμονδε
    Φαιήκων βασιλεὺς, ἀνάπυστά τε ἔργα γένηται.
    Ἀλλ' οὔ οἱ τάδε μοῖρα τελεσσίνοος κατένευσε,
    πρὶν δή τοι Πελίαο δόμοις ἔπι λυγρὸν ὄλεθρον
    αὐτῷ τε κρείοντι φέροι κακὸν οἶτον Ἰήσων.
    Ἀλλ' ὅτε δὴ βασιλῆος ἀπηνέος ἔκλυεν αὐδήν
    Ἀρήτη ῥοδόπηχυς, ἰδ' Ἀλκίνοος θεοειδής,
    Ἀλκίνοος μέν ῥ' ὦκ' ἐπετέλλετο κηρύκεσσι,
    κούρην ἀμφήριστον ἄγειν ἀπὸ νηὸς ἐρυμνῆς,
    πατρί θ' ἑῷ τίσεσθαι δίκην ἀλιτημοσυνάων,
    Ἀρήτη δ' ᾤκτειρεν ἀγακλειτὴ βασίλεια,
    μείλιχα παρφαμένη δὲ τὸν ὃν πόσιν, ὠδ' ἀγόρευεν·
    Οὐ μὲν δὴ φίλον ἐστὶν ἀπό ῥ' ὤσασθαι ὅμιλον
    Λέκτρα τε στορέσαι, λῦσαί τ' ἐκ πυρσὸν ἔρωτος.
    Θυμαίνει μάλα γάρ σφι Διωναίη Ἀφροδίτη
    ἀνδράσιν ἠδὲ γυναιξὶν, ὅτις τάδε μήσεται ἔργα.
    Ἀλλ' εἰ μὲν κούρη πέλεται καὶ ἄχραντος ἱκάνει,
    οἰχέσθω πατρός τε δόμον καὶ ἐς ἤθεα Κόλχων·
    εἰ δέ κε νυμφιδίοις ὀάροις λέκτρῳ τε κλιθεῖσα
    παρθενίην ᾔσχυνεν, ἑὸς πόσις ἄμμιν ἀγέσθω.
    Ὣς ἔφατ'· Ἀλκινόῳ δὲ περὶ φρένας ἤλυθε μῦθος·
    Καί ῥ' οὕτω τάδε πάντα τελευτήσεσθαι ἔμελλεν.
    Ἀλλ' οὔ οἱ βουλὴ Μινύας λάθεν· αἶψα γὰρ Ἥρη
    δμωὶ δέμας εἰκυῖα, θοῶς φάτο καὶ κατένευσε,
    νηὸς ἔπι προθοροῦσα, τά οἱ μήτιον ἄνακτες.
    Δὴ τότε Μηδείη θαλάμων πορσύνετο λέκτρον
    πρύμνῃ ἐπ' ἀκροτάτῃ, περὶ δ' ἐστορέσαντο χαμεύνας,
    ἀμφ' αὐτῇ χρύσειον ἐφαπλώσαντες ἄωτον.
    Αὐτὰρ ἐπεὶ δοράτεσσιν ἐπαρτήσαντο βοείας,
    τεύχεά τε, κρύπτον τε γάμων αἰδέσσιμον ἔργον,
    καὶ τότε παρθενίης νοσφίζετο κούριον ἄνθος
    αἰνόγαμος Μήδεια δυσαινήτοις ὑμεναίοις.
    Αὐτὰρ ἐπεὶ βασιλῆος ἀμύμονος ὄψιν ἵκοντο
    Κόλχοι καὶ Μινύαι, καὶ ἐμυθήσαντο ἕκαστοι,
    ἐκ δ' ἔλαχ' Αἰσονίδης ἄλοχον Μήδειαν ἄγεσθαι
    Ἀλκινόου, τοὶ δ' ὦκα λύοντ' ἐκ πείσματα νηός
    δὴ τόθ' ὑπ' εἰρεσίῃσι θέεν πολυηγόρος Ἀργώ,
    Ἀμπρακίου κόλποιο διαπρήσσουσα κέλευθα·
    Ἔνθα τί τοι, Μουσαῖε θεηγενὲς, ἐξαγορεύσω
    ὅσσα πάθον Μινύαισιν ὁμοῦ ποτὶ Σύρτιν ἀήταις
    ἢ πῶς ἐξεσάωθεν ἁλιπλάγκτοιο πορείης·
    ὅσσα τ' ἄρ' ἐν Κρήτῃ πάθον ἄλγεα τετληῶτες,
    χάλκειον τριγίγαντα δοκεύμενοι ὄφρ' ἱκόμεσθα,
    ὅς ῥά οἱ οὐκ εἴα λιμένων ἔντοσθεν ἱκέσθαι.
    Ἠδ' ὡς στεινόμενοι βαρυηχέϊ κύματι πόντου
    ῥίμφα τε κυανέῃσι βαρυνόμενοι νεφέλῃσιν,
    ἠλπόμεθα σκοπέλοισι Μελαινείοισιν ἱκέσθαι
    νῆα θοήν· Παιὰν δ' ἄρ' ἑκηβόλος ἀγχόθεν αἰέν,
    Δήλου ἀπὸ κραναῆς ἧκεν βέλος, ἐκ δ' ἀνέφηνε
    Μεσσατίων Σποράδων· Κρανάην δέ ἑ πάντες ὀπίσσω
    νῆσον ἐπικλήσκουσι περικτίονες ἄνθρωποι.
    Ἀλλ' οὔ οἱ θέμις ἔσκε διαμπερὲς ἐξ ἁλὸς ἔρξαι
    Αἰσονίδην· περὶ γάρ ῥα λύτρον φέρεν· ἆλτο δ' ὀπίσσω
    Μοῖρ' ὀλοή· κότεεν γὰρ ἐπιφραδέως Ὑπερίων.
    Ἀλλ' ὅθ' ὑπ' εἰρεσίῃς Μαλεώτιδας ἱκόμεθ' ἄκρας,
    Κίρκης ἐννεσίῃσιν ἀπορρίψεσθαι ἔμελλον
    ἀρὰς Αἰήτεω καὶ ἠλιτόποινον Ἐριννύν·
    δὴ τότ' ἐγὼ Μινύαισιν ἐφ' ἱερὰ λύτρα καθαρμῶν
    ῥέξα, καὶ ἐλλισάμην Γαιήοχον Ἐννοσίγαιον
    νόστον ἐπειγομένοις δόμεναι γλυκερούς τε τοκῆας.
    Καί ῥ' οἳ μὲν πλώοντες ἐϋκτιμένην ἐπ' Ἰωλκόν
    θῦνον· ἐγὼ δ' ἱκόμην ἐπὶ Ταίναρον ἠνεμόεντα,
    ὄφρα κεν ἔντομα ῥέξω ἀγακλειτοῖς βασιλεῦσιν
    οἵ τ' ἄρα νερτερίων βερέθρων κληῖδας ἔχουσιν.
    Ἔνθεν δ' ὁρμηθεὶς ἐσύθην χιονώδεα Θρῄκην
    Λειβήθρων ἐς χῶρον, ἐμὴν ἐς πατρίδα γαῖαν·
    ἄντρον δ' εἰσεπέρησα περικλυτὸν, ἔνθα με μήτηρ
    γείνατ' ἐνὶ λέκτροις μεγαλήτορος Οἰάγροιο.

  • Ορφέως Λιθικά Κηρύγματα

    Λίθος κρύσταλλος ὁ πᾶσι γνώριμος. Οὗτος
    ὠνόμασται μὲν ἀπὸ τῆς κρυσταλλοειδοῦς καὶ διαυγοῦς
    ὄψεως. Ἔχει δὲ καὶ φυσικὰς ἐνεργείας τοιαύτας·
    εἴ τις αὐτὸν ἐπάνω θείη κατὰ ξηρῶν δᾴδων ἢ καὶ ἄλλης
    τινὸς ὕλης εὐπρήστου καὶ ταχέως ἀντιλαμβανομένης
    πυρός, ὁ δὲ ἥλιος ἐξ ἐναντίας αὐτὸν ταῖς ἀκτῖσι περι-
    αστράψει, πρῶτον μὲν ὀλίγην τινὰ καὶ οὗτος ἀκτῖνα
    πρὸς τὴν παρακειμένην ὕλην ἐκπέμπει· ἔπειτα καὶ καπνὸν
    ἐγείρει, μετὰ δὲ τοῦτο καὶ φλόγα πολλήν. Καὶ τοῦτο
    τὸ ἱερὸν πῦρ ὠνόμαζον καὶ οἱ παλαιοὶ τῶν Ἑλλήνων.
    Τὸ δὲ θαυμαστότερον ὅτι καὶ αὐτὸν τὸν τῆς φλογὸς
    αἴτιον λίθον ἁρπάζων τις ἐκ τῆς ἀναφθείσης ὕλης καὶ
    ταῖς χερσὶ κρατῶν ψυχρὸν εὑρίσκει καθὼς τὸ πρότερον.
    Φασὶ δὲ ὅτι καὶ τοῖς νεφροῖς περιδεθεὶς τὸν νοσοῦντα
    τούτους ἰᾶται.
    Λίθος γαλακτίτης, ὃν καί τινες τῶν παλαιῶν
    οἱ μὲν ἀνακτίτην, οἱ δὲ λήθαιον ἀπεκάλεσαν, ἀλλὰ γαλα-
    κτίτην μὲν ὅτι τριβόμενος ἰχὼρ ἀπορρέει καθάπερ γάλακτος,
    ἀνακτίτην δὲ καὶ λήθαιον, ὅτι φορῶν τις αὐτὸν καὶ προσιὼν
    τοῖς οἰκείοις δεσπόταις καὶ ὁμιλῶν εὐμενεῖς αὐτοὺς
    εὑρίσκει καὶ λήθην λαμβάνοντας τῶν αὐτοῦ πολλάκις
    κακῶν· ὅτι καὶ οἱ Ἕλληνες προσιόντες τοῖς ἱεροῖς τῶν
    θεῶν αὐτὸν ἐφόρουν ὡς δι' αὐτοῦ τὸ θεῖον ἐξιλεούμενοι.
    Ἔχει δὲ καὶ ἑτέραν τινὰ ἐνεργείαν· αἰγῶν ἢ προβάτων
    πολλάκις ἀποσβεννυμένων καὶ λειπομένων τοῦ γάλακτος,
    εἴ τις αὐτὸν τρίψας τε καὶ λεάνας καὶ μετὰ ἅλμης μίξας
    ἐπιρρανεῖ τὸ ποιμνίον ἐπιμελῶς, εὔροιαν αὐτοῖς προ-
    ξενήσει τοῦ γάλακτος ὥστε τὰς μητέρας σκιρτώσας μεθ'
    ἡδονῆς παρέχειν τοῖς ἑαυτῶν γεννήμασι τοὺς μαστούς.
    Λέγουσι δὲ καὶ γυναιξὶ τὸ αὐτὸ δύνασθαι ποιεῖν
    πρὸς γαλακτοτροφίαν τριβόμενος καὶ πινόμενος. Ἀλλὰ
    καὶ περιαυχένιος τοῖς νηπίοις καταδεσμούμενος ἀπείργει,
    φασί, πάντα φθόνον, καὶ ἄνοσον καὶ ἀνεπιβούλευτον
    διαφυλάσσει τὸ νήπιον, καὶ ὅτι τὸν τοῦτον φοροῦντα
    βασιλεῖς αἰδοῦνται καὶ δῆμοι καὶ δικασταὶ καὶ ἄρχοντες
    καὶ ἁπλῶς ἡδὺς τοῖς πᾶσι δοκεῖ, κἂν ἀλλότριοι καὶ
    ἐθνικοὶ τύχωσιν. Ἔστι δὲ τὴν χροιὰν ἔντεφρος, ἁρμόζει
    δὲ καὶ πρὸς ὀφθαλμῶν ἕλκη καὶ ῥεύματα τριβόμενος
    καὶ μετὰ ὕδατος ἀλειφόμενος.
     Λίθος εὐπέταλος ὁ καὶ δενδραχάτης· ὠνόμασται
    δὲ οὕτως ὅτι καθάπερ πέταλα δένδρων ἐν αὐτῷ δια-
    φαίνονται μετὰ κλάδων συνεχεστέρων. Ζώνας διαφα-
    νεῖς ἔχει ἐν ἑαυτῷ. Ἔχει δὲ καὶ ἔξωθεν μέρος τι μέλιτος
    χρῶμα καὶ ἕτερον κηροῦ εἶδος, ἔσωθεν δὲ ὑπόλευκα
    διαφανέστατα δενδρύφια. Ἁρμόζει δὲ τοῖς οἰκονο-
    μοῦσι πράγματα· πιθανὸν γὰρ καὶ εὔπορον τὸν ἐγχει-
    ροῦντα ποιεῖ. Συμβάλλεται δὲ καὶ τοῖς ἐν ἀγρῷ σπεί-
    ρουσι· περιτιθέασι αὐτὸν εἰς τὴν χεῖρα ἢ εἰς τὸν τράχηλον·
    τοῦτον ἔχων σπορεὺς πολυπλασίονα γεωργήσει. Καὶ
    ἁπλῶς εἰπεῖν μεγάλας ὠφελείας ἔχει ὁ λίθος. Ἔτι
    μὴν καὶ εὐπορίαν δίδωσι τῷ φοροῦντι. Χάρασσε δὲ
    εἰς τὸν λίθον Ἑρμῆν τέλειον τῇ εὐωνύμῳ χειρὶ βαλάντιον
    φέροντα τῇ δὲ δεξιᾷ βιβλίον, πρὸς δὲ τοῖς ποσὶ κυνοκέ-
    φαλον τὰς χεῖρας ἐκτείνοντα ὥσπερ εὐχόμενον.
    Λίθος ἐλαφοκερατίτης· ὠνόμασται δὲ καὶ οὗτος
    ἀπὸ τῆς θέας· ἐλάφου γὰρ ἔοικε κέρατι καὶ οὐκ ἂν
    εὐκόλως τις διαγνοίη ὁρῶν πότερον ἢ κέρας ἐστὶν ἢ
    λίθος πρὸ τοῦ καὶ τῇ χειρὶ κρατῆσαι τοῦτον καὶ ἐκ τῆς
    ἀντιτυπίας τε καὶ σκληρότητος κατὰ ἀλήθειαν ἐπιγνῶναι.
    Θαυμαστὴν δὲ τούτου φασὶ τὴν ἐνεργείαν. Εἰ γάρ
    τις αὐτόν, φασί, κατατρίψας καὶ μίξας ἐλαίῳ φαλάκρας
    ἐπιχρίσειε, συνεχέστερον ἀναβλαστήσουσι τρίχες νέαι
    καὶ κομητὴς ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ φαλακροῦ φανήσεται.
    Ἀλλ' ὅτι καὶ τοῖς νεονύμφοις ἔρωτα πρὸς ἀλλήλους
    ἐμποιεῖ καὶ ὁμοφροσύνην φορούμενος καὶ διαφυλάττει
    τοὺς πόθους αὐτοῖς μέχρι γήρως.
     Λίθος ὁ καλούμενος ζαμπίλαπις, ὅστις φύεται
    μὲν παρὰ τὰς ὄχθας τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτου, ὥστε καὶ
    ὑπὸ τῶν ῥευμάτων αύτοῦ γυμνούμενος φανεροῦται.
    Περιδεσμούμενος δὲ ταῖς ἀμπέλοις πολυσταφύλους
    αὐτὰς καὶ εὐφόρους παρασκευάζει.
     Λίθος ἴασπις, ὁ καὶ πᾶσι πρόδηλος. Χρήσιμος
    δὲ καὶ οὗτος, ὥς φασι, ταῖς ἀρούραις πρὸς εὐφορίαν.
    Ἀλλὰ καὶ ὑετόν, ὡς λέγουσιν Ἕλληνες, ἐξ ἀνομβρίας
    κατάγειν ἐπὶ ταύτας. Δύναται καὶ ἀποτρέπειν ἐπιληψίαν,
    καθὼς καὶ οἱ πολλοὶ μαρτυροῦσιν.
     Λίθος λύχνις ὁ καὶ λυχνίτης λεγόμενος. Τοῦτον
    δὲ πολυωφελέστατον εἶναι λέγουσι. Καὶ γὰρ ἀπο-
    κωλύειν χαλάζας καὶ πᾶσαν φθορὰν ὅσαι γίνονται κατ'
    ἀγρούς. Ἀλλὰ καὶ, ὥσπερ ὁ κρύσταλλος, καὶ αὐτὸν
    ἄνευ πυρὸς φλόγα πέμπειν. Ἔχειν δὲ καὶ ἐναντίας
    δυνάμεις. Παφλάζοντος μὲν γὰρ τοῦ λέβητος ἐπιρ-
    ριπτούμενον ἐν αὐτῷ ὑποχλιαίνειν αὐτόν. Τοὐναντίον
    δὲ ψυχροῦ τυγχάνοντος ταχύτερον τοῦτον παρασκευάζειν
    ζέειν τε καὶ ἀναπαφλάζειν.
     Λίθος τοπάζιος, ὃς καὶ τόπαζος καλεῖται. Οὗτος
    τίμιός ἐστι καὶ πολύτιμός διὰ τὸ σπανίως εὑρίσκεσθαι.
    Γεννᾶται δὲ ἐν τῇ Ἰνδικῇ. Ὅμοιος δέ ἐστι τῷ κρυ-
    στάλλῳ, ἔξαυγος καθὰ καὶ ὁ κρύσταλλος. Ὁ μέντοι
    τοπάζιός ἐστι χλωρός, οὐ λίαν ἐοικὼς σεύτλου χροιᾷ,
    στιβαρός, πυκνός, διαυγής. Οὗτός ἐστιν ὁ ἄρσην, ὁ
    δὲ θηλυκὸς ἐλαφρότερος τάς τε ἀκτῖνας πρὸς τὰς αὐγὰς
    τοῦ ἡλίου ἡδυτέρας βάλλει παρὰ τὸν ἄρσενα. Ἐπὶ
    πάντων δὲ καθόλου εἷς ὁ σκοπὸς πρόκειται τῶν τε ἀρσε-
    νικῶν καὶ τῶν θηλυκῶν λίθων. Δέον οὖν τοῖς μὲν ἄρσεσι
    τὸν ἀρσενικὸν διδόναι φόρον, ταῖς δὲ θηλείαις τοὺς
    0579, 012, 8, 11 θηλυκούς. Λαβὼν οὖν τὸν προκείμενον λίθον ἐπιχάραζε
    αὐτῷ Ποσειδῶνα ἐν ἅρματι ἱππικῷ ἑστῶτα καὶ τῇ μὲν
    εὐωνύμῳ τὰς ἡνίας κρατοῦντα τοῦ ἅρματος, τῇ δεξιᾷ
    δὲ ἀσταχύας, ἔστω δὲ ἐπ' αὐτῷ καὶ ἡ Ἀμφιτρίτη. Οὗτος
    τελεσθεὶς καὶ φορούμενος πολλὴν ἀγάπην περιποιεῖται
    τοῖς ἔχουσι καὶ πολλῶν ἀγαθῶν δοτὴρ γίνεται. Ἔτι
    δὲ καὶ κατὰ θάλατταν ἀκίνδυνον τὸν φοροῦντα διατηρεῖ,
    καὶ κέρδη μεγάλα διὰ τὰς ἐμπορίας περιποιεῖται. Ἀλλὰ
    καὶ ἐν ὀφθαλμοῖς νοσοῦσιν, ὥστε πᾶσαν ὀφθαλμίαν
    ἰᾶσθαι. Οὐδὲν δὲ ἕτερον ἀξιόλογον ἱστορεῖται περὶ
    αὐτοῦ. Φυλακτήριον δέ ἐστι κράτιστον. Καὶ πρὸς
    ὑδρομαντείας ἄκρως ποιεῖται. Ἐὰν δέ τις σταφυλῆς
    θαλασσίας οἶνον πίῃ καὶ εἰς μανίαν περιτραπῇ τρίψας
    τὸν λίθον ἐπὶ ἀκόνης μεθ' ὕδατος δίδου τῷ μαινομένῳ·
    περίαψον δὲ αὐτῷ τὸν τράχηλον τὸν λίθον καὶ ἰαθήσεται.
    Ἐπίχαριν δὲ τὸν φοροῦντα τοῖς ὁμιλοῦσι ποιεῖ, καὶ
    ῥητορικώτερον ἐν τοῖς λόγοις.
    Λίθος ὀψιανός. Οὗτος τὴν κλῆσιν ἔλαχεν ἀπὸ
    τοῦ ἐξ αὐτοῦ προβλέπειν καὶ προμαντεύεσθαι τοὺς
    παλαιοὺς τὰ μέλλοντα. Τρίβοντες γὰρ αὐτὸν καὶ
    ἅμα τῇ εὐωδεστάτῃ σμύρνῃ μιγνύντες καὶ κατὰ πυρὸς
    ἐπιρραίνοντες πρὸς τὰς κινήσεις αὐτοῦ καὶ τὰ ἅλματα
    καθάπερ ἐκ τοῦ ἅλματος καὶ οἱ ἡπατοσκόποι τῶν μελ-
    λόντων κατεστοχάζοντο. Λέγουσι δὲ αὐτὸν καὶ νεύρων
    χαλεπὰ πάθη ἰᾶσθαι ἐπιπασσόμενον καὶ ἐπαλείφειν
    λεπίδας.
     Λίθος χρυσόθριξ, ὁ καὶ τοῦ ἡλίου καλούμενος.
    Διπλοῦς οὗτος τὸ εἶδος, ὁ μὲν ἐοικὼς κρυστάλλῳ,
    πλὴν ὅσον καθάπερ ἀκτῖνές τινες ἢ τρίχες αὐτῷ ἐμπεφύ-
    κασιν, ὁ δὲ τῷ χρυσολίθῳ κατὰ πᾶν ὅμοιος, πλὴν ὅσον
    καὶ αὐτῷ καθάπερ ἀκτῖνες αἱ τρίχες περιαυγάζονται.
    Διὸ καὶ οἱ μὲν ἀπὸ τῶν τριχῶν αὐτοὺς χρυσότριχας
    ὠνόμασαν, οἱ δὲ ἀπὸ τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων ἡλίου λίθους.
    Φορούμενοι δὲ οὗτοι, φασίν, εὐπρεπεστέρους καὶ
    σεμνοτέρους τοὺς ἀνθρώπους ποιοῦσι καὶ παρὰ πᾶσιν
    αἰδοῦς ἀξίους.
     Λίθος μάγνης, ἡ καὶ μαγνῆτις λεγομένη, ἥστινος
    τὴν φύσιν καὶ τὴν ἐνέργειαν καθ' ἑκάστην ὁρᾶν ἔστιν
    ἕλκουσαν διὰ τοῦ ἀέρος τὸν σίδηρον πρὸς ἑαυτὴν ὥσπερ
    ἐρῶσαν αὐτοῦ καὶ τοῦτον πρὸς ἑαυτὴν ἁρπάζουσαν.
    Ταύτην φασὶ διακριτικὴν ἔχειν δύναμιν τῆς τε καθα-
    ρευούσης γυναικὸς ἀπ' ἀλλοτρίου ἀνδρὸς καὶ τῆς μοι-
    χευομένης. Εἰ γάρ τις αὐτὴν λαθραίως ὑπὸ τὰ στρώματα
    θείη, ἡ μὲν καθαρά τε καὶ φίλανδρος εἰς ὕπνον κατε-
    νεχθεῖσα φυσικῇ τινι δυνάμει τῆς λίθου τάς τε χεῖρας
    ἁπλοῖ πρὸς τὸν ἄνδρα καὶ περιφύεται. Ἡ δὲ πόθοις
    ῥυπαροῖς καὶ ἀλλοτρίοις κατεχομένη ἀφυπνώσασα τῆς
    κλίνης ἀπαράσσεται καὶ καταπίπτει. Ἀλλὰ καὶ δύο
    ταύτην ἀδελφῶν φορούντων πάσης ἔριδος αὐτοὺς ἀπαλ-
    λάττει καὶ φιλονεικίας, καὶ ὁμόνοιαν ἐμποιεῖ. Καὶ
    πρὸς τὸ θέλξαι δὲ καὶ πεῖσαι λαὸν ἐπιτηδειοτάτη βαστα-
    ζομένη ἢ καὶ φορουμένη κατὰ τοῦ στήθους. Καὶ ἄλλας
    πλείστας ἔχει δυνάμεις. Ἔστι δὲ καὶ πρὸς ἀγωγὴν
    γυναικῶν χρήσιμος καὶ πρὸς συστάσεις λαμπρῶν ἀνδρῶν,
    πρὸς δὲ τὰς ἐμπορίας πάσας κερδέμπορος. Ἐὰν γυνὴ
    αὐτὴν φορῇ, ἐρασθήσεται αὐτῆς ὃν ἂν βουληθῇ. Ἐπι-
    χάρασσε δὲ τῷ λίθῳ Ἀφροδίτην ἕλκουσαν ἄνδρα ἀπὸ
    τοῦ κρασπέδου τῇ εὐωνύμῳ χειρί, τῇ δὲ δεξιᾷ δεικνύουσαν
    μῆλον. Οὗτος ὁ λίθος ὁμόνοιαν πολλὴν ποιεῖται
    ἀνδράσι καὶ γυναιξὶ καὶ ἀδελφοῖς καὶ φίλοις, ἔτι δὲ καὶ
    πρὸς πάντας ἐπιχαρίτους, εὐπειθεῖς παρασκευάζει τοὺς
    φοροῦντας αὐτὸν καὶ εὐομίλους ποιεῖ. Ῥήτορσι δὲ
    ἄκρως ἐνεργεῖ καὶ τοῖς δημηγοροῦσι καὶ τοῖς διὰ λόγων
    ἀγωνισταῖς. Πειθὼ γὰρ ποιεῖ καὶ εὐπρέπειαν, καὶ
    λόγων εὑρετικός ἐστι. Νίκην δὲ καὶ δύναμιν πᾶσι
    δίδωσιν, ἀλλὰ καὶ τὰ ὑπὸ τῶν μάγων γινόμενα εὐθετεῖ
    καλῶς.
     Λίθος ἡ ὀφιῆτις. Αὕτη τριβομένη, φασίν, καὶ
    ἐπιπασσομένη πᾶσιν ἕλκεσί τε καὶ τραύμασιν ὑγείας
    περιποιητική.
     Λίθος ὀφίτης ἕτερος. Οὗτος ἀπὸ τοῦ ἀντι-
    φάρμακον εἶναι τῶν ὄφεων ὑπὸ τῶν παλαιῶν ὠνόμασται.
    Καὶ ὀφθαλμοῖς δὲ ἀμβλυωποῦσιν ὀξυωπίαν παρέχει
    καὶ κεφαλαλγίαν παύει καὶ βαρυηκοίαν καθαίρει οὕτως
    ὥστε καὶ λεπτῆς ὁμιλίας τὸν φοροῦντα τοῦτον λοιπὸν
    ἀκούειν δύνασθαι. Φασὶ δὲ καὶ τὸν ἀκίνητον πρὸς
    ἀφροδίσια καὶ ἠλίθιον ὑπὸ τούτου πρὸς κίνησιν καὶ
    ἐπιθυμίαν ἔρχεσθαι. Καὶ θυμιώμενον δὲ ἑρπετὰ πάντα
    διώκειν, οὐ τὰ πλησίον μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰ πόρρωθεν
    ἐκ φωλεῶν αὐτῶν.
     Λίθος ὀστρίτης καλούμενος τριβόμενος καὶ σὺν
    οἴνῳ πινόμενος ὀδυνήφατος, ἤγουν παντὸς ἀλγήματος
    καταπαύων ὀδύνας.
    Ἀδελφὴ τούτοις καὶ ἡ ἐχῖτις, ἀπὸ τῆς ἐχίδνης
    ὀνομαζομένη, ἥτις καὶ τοῦ παλαιοῦ, φασί, Φιλοκτήτου
    τὸ σκέλος ἰάσατο κατὰ τοῦ ἐν αὐτῷ τραύματος τοῦ
    πολυετοῦς καὶ ἀνιάτου συνεχέστερον ἐπιπασσομένη.
     Λίθος ὁ σιδηρίτης, ὃν καί τινες ἔμψυχον ὀρείτην
    καλοῦσιν· ὠνόμασται δὲ καὶ οὗτος ἀπὸ τῆς φύσεως,
    ἀλλὰ καὶ τῆς κατὰ τὸν τόπον εὑρέσεως, εὑρίσκεται μὲν
    γὰρ ἐν τοῖς ὄρεσιν. Ἔστι δὲ τὴν μὲν θέσιν στρογγύλος
    ἢ καὶ ὡς ὑποστρόγγυλος, τὴν δὲ φύσιν τραχύς, στιβαρός,
    μελανόχροος καὶ πυκνός. Καὶ πάντοθεν δὲ αὐτὸν
    περιέχουσιν ἶνες ὅμοιαι ῥυτῖσιν ἢ καὶ γραμμαῖς. Τοῦτον
    πρὸς ἀποτροπὴν πάντων τῶν ἑρπετῶν φασι χρησιμώτατον
    εἶναι καὶ οἵ γε τὴν Λιβυὴν τὴν ἄνυδρον καὶ ἰοβόλων
    γέμουσαν διερχόμενοι τοῦτον φοροῦντες καὶ ὥσπερ
    καθοπλιζόμενοι διὰ μέσων τῶν ἰοβόλων πορεύεσθαι
    κατετόλμων. Φασὶ δὲ καὶ μαντικὸν εἶναι, καί τινα
    νηστεύοντα καὶ καθαίροντα ἑαυτόν, καὶ τοῦτον δὲ αὐτὸν
    τὸν λίθον καθαροῖς ὕδασι ἀπονίπτοντα ἀλλὰ καὶ λευκοῖς
    λίνοις περιελίττοντα, εἶτα καὶ λύχνους ἀνάπτοντα ἐξαίφνης
    ἀκούειν ὥσπερ νεογενοῦς τινος βρέφους φωνὴν καὶ πυνθα-
    νομένου τινος ἀποκρίνεσθαι, ἔπειτα πρὸς τὸ τέλος καθάπερ
    ἔμψυχον ἀποπνέειν. Ἀλλὰ ταῦτα μὲν Ἑλλήνων παῖδες
    οἱ τοῖς κτίσμασι λατρεύειν ἐθέλοντες καὶ δαιμονίων
    φωνῶν ἀκούειν σπουδάζοντες. Ἡμεῖς δὲ τοῦ μὴ καὶ
    ταῦτά τινας ἀγνοεῖν ἕνεκα παραθέντες ἐνταῦθα καὶ ταῦτα
    πρὸς τὰ λοιπὰ βαδιούμεθα. Ὅσα γάρ φασι τὰς ῥίζας
    τῶν βοτανῶν δύνασθαι, τοσαῦτα καὶ τὰς τῶν λίθων φύσεις.
    Τοσαύτην γὰρ δέ φασι δύναμιν τοῦτον τὸν σιδηρίτην
    ἔχειν, ὥστε κἂν πάντα τὰ ἑρπετὰ παμπληθεὶ κατά τινος
    ἐφορμῶσι, διὰ μέσου τούτων ἀβλαβῆ τὸν φοροῦντα τὸν
    λίθον τοῦτον πορεύεσθαι, οὐκ ἀβλαβῆ δὲ μόνον, ἀλλὰ
    καὶ φυγαδευτήν· εὐθὺς γὰρ αὐτὰ πάντα πρὸς φυγὴν
    ὁρμᾶσθαι μὴ φέροντα τὴν φυσικὴν αὐτοῦ πνοήν τε καὶ
    δύναμιν. Πολλάκις δέ τις καὶ ἐν κυνηγησίοις σχολάζων
    καὶ ἐν ἐρήμοις ἢ ὄρεσι καθεύδειν ἀναγκαζόμενος μέσον
    τῶν θανασίμων ὄφεων καὶ σκορπίων οὐδὲν ἐξ αὐτῶν
    πείσεται τοῦτον ἐπιφερόμενος. Καὶ ὀφιοδήκτοις δὲ
    πᾶσιν ἐπιπασσόμενος, ἀλλὰ καὶ τραύμασι παντοίοις,
    εἴτε ἀπὸ ξιφῶν, εἴτε καὶ ἀπο ἑτέρων τινῶν αἰτιῶν, ἀλε-
    ξιφάρμακον γίνεται. Καὶ στείραις δὲ γυναιξὶ περι-
    δεσμούμενος εὐτοκίαν παρέχει.
    Λίθος γαγάτης. Τὸ αὐτὸ καὶ τοῦτόν φασι
    δύνασθαι, καπνιζόμενον φεύγειν αὐτοῦ τὴν πνοὴν τὰ
    ἰοβόλα πάντα. Ἔστι δὲ τὴν μὲν χροιὰν αἰθαλώδης ὡς
    τέφρα, τὴν δὲ θέαν οὐ μέγας, ἀλλα πλατύς. Ἀνάπτεται
    δὲ ταχέως ὥσπερ ἡ πεύκη καὶ βαρεῖαν ἀποπέμπει πνοὴν
    ὡσπερεὶ ἀσφάλτου. Καὶ διακριτικὸν δέ φασιν αὐτὸν
    τῆς ἱερᾶς νόσου· τούτους γὰρ ὀσφραινομένους αὐτοῦ
    καὶ μὴ φέροντας κατὰ γῆς εὐθὺς πίπτειν, καὶ γυναῖκας
    δὲ νόσους κρυφίους ἰᾶσθαι θυμιωμένου δεχομένας αὐτοῦ
    τὴν πνοὴν καὶ τοὺς πονηροὺς ἰχῶρας τοὺς ἔσωθεν τῶν
    σπλάγχνων αὐτῶν ἐκχέουσας. Ἑρπετὰ δὲ ὁμοίως
    τοῖς πρὸ αὐτοῦ διώκειν καὶ ἄλλα τινὰ θαυμαστὰ τοῦτον
    ἐργάζεσθαι. Γεννᾶται δὲ ἐν Λυκίᾳ κατὰ τὴν πρὸς
    θάλασσαν εἰσβολὴν ποταμοῦ τοῦ λεγομένου Γάγαν.
     Λίθος ὁμώνυμος τῷ ἑρπετῷ σκόρπιος, ὅστις κατὰ
    σκορπίων ἔχει, φασί, τὴν δύναμιν.
     Λίθος ὁ λεγόμενος κορσίτης. Ὠνόμασται δὲ
    οὕτως ἀπὸ τοῦ κόρσῃ τούτεστιν ἀνθρωπείᾳ κεφαλῇ
    ἐοικέναι. Τοῦτον δέ φασι τριβόμενον μετὰ σκορόδου
    καὶ πινόμενον ἀλεξιφάρμακον τῶν ὑπὸ σκορπίου δηγμάτων
    γίνεσθαι. Καὶ μετὰ ῥοδίνου δὲ ἐλαίου χριόμενον τὰς
    περιαυχενίους ὀδύνας παύειν, καὶ μετὰ μέλιτος κιρνάμενον
    καὶ πινόμενον καθαρτήριον γαστρὸς γίνεσθαι, καὶ ὑδέρους
    δὲ κενοῦν καὶ βουβῶνας ἰᾶσθαι.
     Λίθος κοράλιος. Καὶ τοῦτόν φασι πρὸς ἀσπίδας
    μάλιστα καὶ πρὸς ἀσπίδων δήγματα χρησιμώτατον καὶ
    ἀποτρόπαιον εἶναι. Θαυμάσιον δὲ οἷον ἱστοροῦσι
    περὶ αὐτοῦ. Ἐκ γὰρ ἑτέρου εἴδους πρὸς ἕτερον μετα-
    φέρεσθαι. Χλωρὴν μὲν γὰρ πρῶτον βοτάνην φύεσθαι
    καὶ οὐδὲ ἐν τῇ χέρσῳ, ἀλλ' ἐν τῇ θαλάσσῃ καθὰ καὶ τὰ
    βρύα. Πρὸς δὲ τὸ γῆρας ἥκουσαν καὶ μαραινομένην
    τὰ μὲν φύλλα περιμαραίνεσθαί τε καὶ καταβαλεῖν.
    Αὐτὴν δὲ ἐν τοῖς βάθεσι νήχεσθαι ἐλαφρήν, μέχρις
    ἂν πρὸς τὴν χέρσον ἀπὸ τῶν κυμάτων ἀποπτυσθῇ.
    Ἐπὰν δὲ καὶ τοῦ καθ' ἡμᾶς ἀέρος ἀναπλησθῇ, ξηραί-
    νεσθαι καὶ στερεοῦσθαι μᾶλλον. Ἐγχρονίζουσαν δὲ
    πλέον ἀποπετροῦσθαι καὶ ταῖς χερσὶ τριβομένην τελείως
    λίθον εὑρίσκεσθαι. Τὸ δὲ σχῆμα φυλάττειν τὸ ἐξ
    ἀρχῆς, οἷον ὅτε ἦν βοτάνη, τῶν τε κλάδων καὶ τοῦ φλοιοῦ
    καὶ εἶναι καθαπερεὶ θάμνον ἢ καὶ δενδρύδιον λίθινον
    ἀκριβῶς, ὥστε καὶ τέρψιν ἔχειν τοῖς θεωμένοις οὐκ ἄχαριν.
    Λέγουσι δὲ αὐτῷ καὶ ἑτέρας τινὰς ἐνεῖναι θείας
    δυνάμεις. Ἔκ τε γὰρ πολεμίων καὶ μάχης ἀβλαβῆ
    τὸν φοροῦντα διαφυλάττεσθαι καὶ μακρὰν δέ τινι κατ'
    ἔρημον στελλομένῳ πορείαν, καὶ φυλακτήριον εἶναι καὶ
    παντὸς κακοῦ ἀποτρόπαιον, καὶ κινδύνους δὲ διαδιδράσκει
    λῃστῶν. Ἐὰν δὲ ἐν τοῖς πολέμοις καὶ ταῖς μάχαις
    ἐπὶ χεῖρας τοῦτον κρατῇς, ἔσται φυλακτήριον ἀνίκητον καὶ
    ἐπιτευκτικὸν καὶ καταπληκτικὸν καὶ ἄφοβον. Ἐκλήθη
    δὲ οὗτος καὶ ὑπό τινων γοργόνιος, διὸ εἰς αὐτὸν εἰσχα-
    ράσσουσι Γοργόνα καὶ κατακλείουσιν ἐν χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ.
    Καὶ τελεσθείς ἐστι μέγιστον φυλακτήριον πρὸς
    πάντα φόβον καὶ ἐπήρειαν πονηρῶν ἀνθρώπων καὶ μάλιστα
    ἐν ταῖς ὁδοιπορίαις πρὸς ἐφόδους πονηρῶν καὶ πρὸς
    ἑρπετὰ παντοῖα· ἔστι γαρ ὁ λίθος Ἑρμοῦ. Ποιεῖ
    δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ὀνείρων καὶ φαντάσματα ἀπωθεῖται τῇ
    ἰδίᾳ ἀντιπαθείᾳ. Μέγιστον δὲ φυλακτήριον καὶ πρὸς
    ὀργὴν δεσπότου γλυφέντος ἐν αὐτῷ ζωδίου Ἑκάτης ἢ
    Γοργόνος προτομῆς. Ὁ φορῶν δὲ αὐτὸν οὐδέποτε
    ὑπὸ φαρμάκων ἁλώσεται οὔτε ὑπὸ κεραυνοῦ ἢ ἀστέρος
    πληγήσεται ἢ πονηροῦ δαίμονος. Ἄλυπον δὲ ποιεῖ
    τὸν φοροῦντα αὐτόν, ἀλλὰ καὶ μιασμάτων πάντων καὶ
    καταδέσμων καθαρτήριον ὑπάρχει. Ἐν οἴκῳ δὲ ὁ
    λίθος δαιμόνων καὶ φαντασμάτων καὶ κεραυνῶν ποιεῖται
    δίωξιν. Πινόμενον δὲ μετ' οἴνου ἀκράτου μάλιστα
    προφυλακτικὸν παντοίων φαρμάκων γίνεσθαι. Καὶ
    σπλῆνα μὲν τήκει σὺν ὕδατι πινόμενος καὶ πρὸς ἀναγωγὰς
    αἵματος ἐνεργεῖ. Ἀναπληροῖ δὲ καὶ σαρκῶν κοιλώματα.
    Ἀλλὰ καὶ τοῖς πλέουσι σωτήριον εἶναι, ἐὰν δὲ ἐν
    πλοίῳ αὐτὸν σχίσας τὸ καλούμενον καλχήσιον ἐμβάλῃς
    σὺν δέρματι φώκης, φυλακτήριον ἔσται ἄριστον καὶ
    παντὸς κινδύνου καὶ ναυαγίου ῥύεσθαι. Ἀντιπάσχει
    γὰρ ἀνέμοις, κλύδωσι καὶ ἀκαταστασίαις παντοίαις.
    Ἀλλὰ καὶ τριφθεὶς λεπτῶς καὶ μιχθεὶς μετὰ σπέρματος
    καὶ σπαρεὶς ἐν τῇ γῇ ἀπωθεῖται ἀπὸ τῆς ἀρούρας πᾶσαν
    βλάβην καὶ πάντα φθοροποιὸν χειμῶνα. Λέγουσι δὲ
    αὐχμοῦ καὶ χαλάζας καὶ πάντων τῶν τοιούτων ἀποτρεπτι-
    κὴν ἔχειν ἀλλὰ καὶ τῶν καταβιβρωσκόντων πάντων καὶ
    λυμαινομένων τοῖς ληίνοις ἀναλωτικὸν καὶ φθαρτικὸν
    γίνεσθαι, σκωλάκων τε καὶ ἰπῶν καὶ τῶν ἄλλων ἀερίων,
    ἐρυσίβης καὶ ἀκρίδος καὶ βρούχου ἀλλὰ καὶ αὐτῶν τῶν
    πρηστήρων, κεραυνῶν καὶ ἐν ἀμπέλοις δὲ καὶ ἐλαιῶσι
    τὸ αὐτὸ ποιεῖ σπαρείς.
     Λίθος ἀχάτης. Οὗτος παντοῖος μὲν τὴν μορφήν,
    πολυχρώματος γάρ ἐστι καί πη μὲν ἰάσπιδι προσεοικώς,
    πη δὲ τῷ σαρδίῳ, πη δὲ τῷ σμαράγδῳ, καὶ τοῦ μὲν ἰάσπιδος
    τὸ ὑελῶδες ἔχει, τοῦ δὲ σαρδίου τὸ αἱματῶδες, τοῦ δὲ
    σμαράγδου τὸ αἰγλῆέν τε καὶ λαμπρόν. Ἄλλοτε δὲ
    καὶ τὸ φοινικοῦν καὶ ἐρυθρὸν ἐν αὐτῷ καὶ οἷον μιλτῶδες,
    ἀλλὰ καὶ χαλκῷ τὸ χρῶμα πολλάκις ἔοικεν, ἔστι δὲ
    ὅτε καὶ μήλῳ. Πάντων δὲ προκρίνουσι μάλιστα τὸν
    εἶδος ἔχοντα λίαν ἐρυθρὸν καὶ αἱματῶδες, ὃν καὶ δάφοινον
    καλοῦσι, ἀφ' οὗ καὶ λεοντοδέρην τινὲς αὐτὸν καλοῦσι
    τῶν παλαιῶν. Τοῦτον δὲ αὐτὸν καὶ κατάστικτον εἶναί
    φασιν ὥσπερ τὸν λέοντα φολίσι πυρσαῖς, ἢ καὶ ποικίλαις
    ἀναμεμιγμένας ἐχούσαις καὶ λευκὰς καὶ μελαίνας καὶ
    χλοεράς. Τοῦτον τοῖς σκορπιοδήκτοις ὠφελιμώτατος
    εἶναι. Εἰ γάρ τις καὶ ψυχορραγῶν τύχοι παρὰ τοῦ
    τραύματος καὶ περιαρτήσει τοῦτον περὶ αὐτῷ ἢ καὶ
    ἐπιπάσσει μάλιστα συγκόψας, αὐτίκα κατὰ βραχὺ τὰς
    ἀλγηδόνας ἀπομαρανεῖ καὶ σώσει τὸν κάμνοντα. Ἐστὶ
    δὲ καὶ ἐρωτικός, ὥς φασιν, καὶ τίθησιν ἐπιθυμητοὺς
    ἄνδρας τε γυναιξὶ και γυναῖκας ἀνδράσι περιαπτόμενος,
    καὶ θέλγειν δὲ πάντας ἱκανώτατος ἐν ταῖς ὁμιλίαις καὶ
    τῶν αἰτήσεων μὴ ἀποτυγχάνειν, ποιεῖν. Καὶ πρὸς
    πᾶσαν νόσον ἁπλῶς εὑρίσκεσθαι χρησιμώτατος, ἐξαιρετῶς
    δὲ πρός τε τριταίους καὶ τεταρταίους καὶ πᾶν τοιόνδε
    γένος νοσημάτων. Σημεῖον δὲ τῆς τούτου δυνάμεως
    κἀκεῖνο ποιοῦνται· ἐνεψομένοις γὰρ κέρασιν ἢ καὶ ὀστέοις
    ἐμβαλών τις αὐτὸν ἐπ' ὀλίγον, εἶτα καὶ ἀνασχόμενος
    εὑρήσει πάντα ῥᾳδίως τηκόμενα.
     Λίθος ὁ αἱματίτης, ἀπ' αὐτῆς τῆς χροιᾶς οὕτως
    ὠνομασμένος, αἱματώδης γάρ ἐστι τὴν μορφήν. Αλλὰ
    καὶ τριβεὶς καὶ εἰς ὕδωρ λυθεὶς αἱματῶδες ὅλον κἀκεῖνο
    τίθησι. Τοῦτον εἰς πᾶσαν ὀφθαλμίαν ὠφελιμώτατον
    εἶναι λέγουσι κερασθέντα μετὰ μέλιτος εἴτε γάλακτος.
    Ἀλλὰ καὶ τῇ χειρὶ κρατούμενον ἢ φορούμενον ἐπὶ
    τοῖς ἐν δικαστηρίοις ἀγῶσι πρὸς νίκην μέγα συμβάλ-
    λεσθαι. Καὶ μετὰ ὕδατος πινόμενον κατὰ τῶν ἰοβόλων
    πάντων ἀντιφάρμακον προφυλακτικὸν γίνεσθαι, καὶ ἡδὺν
    καὶ χαρίεντα καὶ πᾶσι φίλον τὸν φοροῦντα τοῦτον
    ἐργάζεσθαι.
     Λίθος ὁ λιπαραῖος, ὅντινα καὶ λέγουσιν ἐν
    Ἀσσυρίᾳ γίνεσθαι κἀκεῖθέν ποτε παρὰ Μέμνονος εἰς
    Τροίαν κομισθῆναι καὶ τῷ Πριάμῳ τῷ βασιλεῖ τῶν Τρώων
    ὡς μέγα τε δῶρον προσενεχθῆναι. Τοῦτον δέ φασι
    καὶ τοὺς ἐν Αἰγύπτῳ καὶ Βαβυλῶνι μάγους περὶ πολλοῦ
    τίθεσθαι. Πολλὰ γὰρ πρὸς τὰς ἐπῳδὰς αὐτοῖς καὶ
    γοητείας συμβάλλεσθαι, καθημεροῦν δὲ διὰ τούτου καὶ
    ὄφεις καὶ δράκοντας. Ἀλλὰ καὶ πίνοντας ἐκ τούτου
    τοῦ λίθου μαντικοὺς γίνεσθαι καὶ ὀρνεοσκόπους καὶ
    ἁπλῶς ὥσπερ ὀργάνῳ τῷ τοιούτῳ χρῆσθαι πρὸς πᾶσαν
    αὐτῶν τῆς τέχνης δύναμιν.
     Λίθος νεβρίτης· ὠνόμασται δὲ οὕτως ἀπὸ
    τοῦ ταῖς παλαιαῖς Βάκχαις ταῖς τὰς νεβρίδας φορούσαις
    καὶ θεραπαίναις καὶ ἀκολούθοις τοῦ Διονύσου ἐπιτήδειον
    εἶναι καὶ πρὸς μαντείας αὐταῖς συμβάλλεσθαι. Λέγουσι
    δὲ καὶ παυσίπονον αὐτὸν εἶναι τὰς ὀδύνας παντοίων
    ὄφεων ἐξιώμενον, τιθέναι δὲ καὶ τῇ γυναικὶ τὸν ἄνδρα
    φίλτατον καὶ ἐπιθυμητὸν. Καὶ ἀσπίδων δὲ ἀποτρεπτι-
    κὸν γίνεσθαι. Τούτου δὲ τὴν χροιὰν ὁμοίαν εἶναι
    πράσῳ χλωρῷ.
    Λίθος χαλαζίτης. Καὶ τούτου δὲ τὴν δύναμιν
    ἀρίστην εἶναι λέγουσιν ὡς καὶ πυρετῶν ἀποτρεπτικὴν
    καὶ σκορπιοδήκτοις ἰατικήν, καὶ μαντικὴν δὲ φανεροῦσαν
    τὰ μέλλοντα τῷ φοροῦντι.

     
    Σωκράτους καὶ Διονυσίου περὶ λίθων.
     Λίθος σμάραγδος, ὁ κάλλιστος καὶ πολύτιμος,
    δύναμιν ἔχει πρὸς πᾶσαν χάριν καὶ ἐπιτυχίαν ἐν πάσῃ
    πράξει. Τοὺς γὰρ ἁγνῶς φοροῦντας αὔξει βίῳ τε καὶ
    λόγῳ καὶ πράξει καὶ πράγματι. Ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς
    ὑδρομαντείας καὶ δούλοις πρὸς ἐλευθερίαν συμβάλλεται.
    Ὃς γὰρ αὐτὸν κατασκευάσει καὶ τελέσει, πάντων
    ἐπιτεύξεται. Δεῖ δὲ αὐτὸν κατασκευάσαι οὕτως·
    κτησάμενος τὸν λίθον κέλευε ἀδάμαντι γλυφῆναι κάνθαρον
    εἶτα εἰς τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἑστῶσαν Ἶσιν ἔπειτα τρύπησον
    εἰς μῆκος καὶ ἐμβαλὼν χρυσῆν βελόνην φόρει περὶ τὸν
    δάκτυλον. Οὗτος ὁ λίθος γεννᾶται ἐν Ἰνδίᾳ, ὅπου ὁ
    Φισὼν ποταμὸς ἐκ τοῦ παραδείσου ἔρχεται. Οὗτος
    ὅρασιν ἔχει ὁμοίαν τῇ χλοῇ τῆς γῆς. Καὶ ὁ μὲν
    πρασώδης οὗτος καλεῖται νερωνιανός. Ὁ δὲ παρὰ τοῦτον
    ὑποχλωριάζων λέγεται σμάραγδοσ ὑακτορίζων. Ἐὰν
    δὲ ᾖ ὑπόχλωρος, ἀσπροειδής ἔλαττον τούτου, λέγεται
    τακτώριοσ.
     Λίθος ὑάκινθος. Γλύφεται ἐν τούτῳ τῷ λίθῳ τῷ
    καθαρῷ Ποσειδῶν ἔχων δελφῖνα τῷ δεξιῷ ποδὶ καὶ τρίαιναν
    τῇ δεξιᾷ χειρί· τελέσας οὖν οὕτως ἔχε φορῶν τῷ δακτυλίῳ,
    καὶ ποιεῖ πάντα ὅσα καὶ ὁ σμάραγδος. Ἀλλὰ καὶ τοὺς
    διὰ θαλάσσης ἐμπορευομένους ἀπὸ κλύδωνος ῥύεται.
     Λίθος ὁ σπάνιος. Οὗτος καὶ ἄνευ γλυφῆς φορού-
    μενος μεγάλα ἀποτελεῖ. Οὐδεὶς δὲ τὸν λίθον τοῦτον
    ἔχει ἀλλ' ἢ μόνος ὁ Περσῶν βασιλεύς, ὅθεν δυνατὸς
    γέγονε καὶ τῶν ἄλλων ὑπερφερέστερος. Τὸ δὲ εἶδος
    τούτου τοῦ λίθου ἐστὶν ὡσπερεὶ λυχνίτης καθαρός, πορφυ-
    ροῦς, ἡλιόφεγγος.
     Λίθος ὁ χαλκηδόνιος τὴν χροιάν ἐστι πυραυγὴς
    ἄνθρακι ὅμοιος, ἔλαττον δὲ τοῦ σπανίου στιβαρός.
    Οὗτος ὁ λίθος ἐστὶν ὁ λυχνίτης, ὁ ἄνθραξ, καθαρός,
    αἱματοειδής. Οὗτος ἐπιχαραχθεὶς Ἀθηνᾶν τελείαν
    κρατοῦσαν τῇ δεξιᾷ χειρὶ ὄρνεον τὸ λεγόμενον ἐρώδιον,
    τῇ δὲ εὐωνύμῳ κατέχουσαν κράνος, καὶ φορούμενος
    μετὰ τὸ τελεσθῆναι τὸν φοροῦντα ποιήσει περιγίνεσθαι
    πάντων ἐχθρῶν καὶ ἀντιπάλων, ἐπίχαρίν τε καὶ εὐσύνετον
    καὶ πάντα δυνάμενον καταπράττεσθαι καὶ ναυαγίων
    ἀνώτερον. Σημείωσαι δὲ τὸν λίθον οἷός ἐστιν, ἐὰν
    αὐτὸν προστρίψῃς ἱματίῳ μαλακῷ. Ἐπισπαστικὸς
    γὰρ γίνεται τῆς παρακειμένης ὕλης αὐτῷ ἁρπάζων κάρφη
    ὡσπερεὶ καὶ ὁ μαγνήτης τὸν σίδηρον. Γίνεται δὲ ἐν
    τῇ Ἰνδικῇ, ὅπου καὶ οἱ προγεγραμμένοι.
     Λίθος ὁ βαβυλώνιος. Οἱ δὲ σάρδιον τοῦτον
    καλοῦσιν. Βαβυλώνιος δέ ἐστιν ἕτερος λίθος ὑπο-
    κείμενος τοῖς Χαλδαίοις. Ὁ δὲ βαβυλώνιος ἔχει ὡς
    ἄνθρακος καιομένου αὐγήν· ἡδὺς ὥσπερ ἡλίου ἀνατολή.
    Οὗτος ὁ σάρδιος εἰς Βαβυλῶνα γίνεται λευκάζων,
    ἔχων ζώνας μέσον λαμπρὰς ἀπαυγιζούσας. Οὗτος
    φορούμενος ὑπὸ λαμπρῶν ἀνδρῶν, μάλιστα τῶν ἐν τῷ
    παλατίῳ, ποιεῖ αὐτοὺς ἐν μεγάλαις τιμᾶσθαι δόξαις.
    Γεγλυμμένος ἔχων τὴν Ἄρτεμιν τελείαν καὶ παριστα-
    μένην αὐτῇ ἔλαφον, ποιεῖ δὲ τὸν φοροῦντα ἀνδρεῖον,
    γοργόν, γενναῖον, εὔψυχον. Ἀπωθεῖται δὲ καὶ τὰ
    ἀπὸ τῶν πολεμίων ἐπιφερόμενα τραύματα ἀσθενεστέρους
    τοὺς ἐναντίους ποιῶν, καὶ ἐάν τις τραυματισθῇ καὶ
    περιάψῃ τὸν λίθον τοῦτον εἰς τὸν τόπον, οὐκ ἐᾷ τὸ τραῦμα
    οἰδῆσαι. Τηρεῖ δὲ καὶ ἀνώδυνον τὸν φοροῦντα ἀπὸ
    τῶν τραυμάτων, ἢν ἔχει. Γλύφεται δὲ καὶ Ἄρης,
    ὁ δεσπόζων τοῦ λίθου. Τούτῳ γαρ ἀνάκειται.
     Λίθος σαρδώνυξ. Οὗτὸς ὑπὸ πάντων τῶν μάγων
    μόλοχος λέγεται διὰ τὸ μαλάσσειν καὶ ἁπαλύνειν τὰς
    τῶν ὑπερεχόντων δυνάμεις. Οὗτος φυλακτήριον μέγι-
    στον τοῦ σώματός ἐστιν. Ἀθηναῖοι δὲ τούτῳ χρῶνται
    τῷ λίθῳ ὅτι ἐπιτευκτικός ἐστιν. Λαμβάνουσι δὲ αὐτὸν
    μηνὶ ξανθικῷ ἡλίου ὄντος ἐν κριῷ καὶ γλύφουσι κριὸν
    καὶ Ἀθηνᾶν καρδίαν κρατοῦσαν. Οὗτος ἔχει ζώνας
    ποικίλους πολλάς, τὰς μὲν ἀεριζούσας τὰς δὲ χρῶμα
    ἐχούσας μέλιτος, ἀλλὰ καὶ μελαίνας καὶ ὑπολευκιζούσας
    καὶ ἑτέρας λευκοτέρας.
    Λίθος ὀνυχίτης. Οὗτος ἐν τῇ Ἰνδικῇ γίνεται
    λευκὰς ζώνας πλείστας ἔχων ἐν ἑαυτῷ ἀεριζούσας.
    Ἐπιχάρασσε δὲ ἐπ' αὐτῷ σπείραμα ὄφεως ἔχον προ-
    τομὴν ἤγουν κεφαλὴν κυνός. Οὗτος φορούμενος τὰ
    ἐντὸς πάντα φυλάσσει καὶ οὐκ ἐᾷ βλαβῆναι τὸν φοροῦντα
    αὐτόν. Ἔχει δὲ ζώνας λευκὰς ὡς εἴρηται καὶ ὀλίγας
    ξανθιζούσας.
     Λίθος ὀνυχίτης ἕτερος ἔχων ἐν ἑαυτῷ τὸ μέν
    τι μέλιτος χρῶμα, τὸ δέ τι μέλαν, μέσον δὲ λευκόν. Οὗτος
    ἐπιχαραχθεὶς τὸν Ἀπόλλωνα καὶ τὴν Ἄρτεμιν εὐτεκνίαν
    ποιεῖται. Ἐὰν δέ ἐν ὄχλῳ προπορεύηται ὁ φορῶν,
    ἐνδοξότητα καὶ εὐημερίαν αὐτῷ προξενεῖ.
    Λίθος ὀνυχίτης ἕτερος, ὅν τινες περιλεύκιον
    καλοῦσιν. Ἐὰν γλυφῇ εἰς αὐτὸν ᾠὸν καὶ μέσον τοῦ
    ᾠοῦ κάνθαρον, ἄληπτος ἐν τῷ βίῳ ἔσῃ. Καὶ χρημάτων
    καὶ πραγμάτων εὐπορήσεις πολλῶν.
     Λίθος ὀνυχίτης ἕτερος, λευκὸς καὶ διαυγὴς
    διόλου καθάπερ ἀήρ. Ἔστι δὲ οὗτος ὀνυχίτου γένος.
    Ἐπιχάρασσε οὖν εἰς αὐτὸν σπείραμα ὄφεως ἔχον
    προτομὴν ἤτοι κεφαλὴν λέοντος καὶ ἀκτῖνας. Οὗτος
    φορούμενος οὐκ ἐᾷ ὅλως ἀλγῆσαι τὸν στόμαχον. Ἀλλὰ
    καὶ ὅσαις ἂν χρήσῃ τροφαῖς εὐπεπτήσεις. Ὁ δὲ φορῶν
    μὴ ἀποτιθέσθω αὐτόν.
     Λίθος ὀνυχίτης ἕτερος μέλας τῇ ὄψει διόλου.
    Οὗτος ὠφέλιμος ταῖς ἐν γαστρὶ ἐχούσαις καὶ ταῖς
    θηλαζούσαις. Γλύφεται δὲ ἐν αὐτῷ Χνούβιος ἔχων
    κεφαλὰς τρεῖς.
     Λίθος χρυσόλιθος ὑγρός, διαυγής, διαφανής,
    χρυσίζων. Οὗτος φορούμενος κοσμίους ποιεῖ καὶ
    ἀγαθοὺς ταῖς γνώμαις, μάλιστα δὲ ταῖς γυναιξὶ φορεῖν
    συμφέρειν. Ἐπιχάρασσε οὖν Ἀφροδίτην καὶ τελέσας
    ἔχε. Ποιεῖ δὲ πολλὴν χάριν.
    Λίθος ὀπάλλιος. Οὗτος λέγεται ὑπό τινων
    σαλπιζηνός, ὑπὸ δὲ ἄλλων παιδέρως διὰ τὴν εὐμορφίαν.
    Ἔστὶ δὲ παρόμοιος ἀμεθύσῳ, ἀνείμενος καὶ διαυγής,
    ὑελίζων, προσφιλὴς μὲν πᾶσιν, μάλιστα δὲ τῷ ἡλίῳ.
    Ἔστι δὲ οὗτος καὶ πρὸς τὰς τῶν ὑπερεχόντων αἰτήσεις
    ἐπιτευκτικός, ἐπίχαρίς τε καὶ ἔνδοξος ὁ λίθος. Ἐπὶ
    δὲ τοὺς ἀποτροπιαζομένους ἄκρως εὐεργετεῖ καὶ μάλιστα
    τοῖς φανταζομένοις ὑπὸ τῆς Ἑκάτης. Ποιεῖ δὲ καὶ
    πρὸς τὰ ἀφροδίσια τῶν παιδῶν. Γλύφεται δὲ ἐν αὐτῷ
     Λίθος ἀχάτης. Οἱ ἀχάται μεγίστας δυνάμεις
    ἔχουσιν. Εἰσὶ δὲ Ἑρμοῦ. Ὁ δὲ ὁμόχρους λέοντος
    δορᾷ ἰσχύει πρὸς τοὺς σκορπιοδήκτους προστεθεὶς ἢ
    λειωθεὶς καὶ παραχρισθεὶς μεθ' ὕδατος. Ἀυτίκα γὰρ
    ἄπονον ποιεῖ τὸν πληγέντα. Εὔθετος δὲ καὶ ἐν τοῖς
    ἐχιοδήκτοις τριβεὶς καὶ ἐπιπασθεὶς τῷ δήγματι ἢ καὶ
    μετὰ οἴνου ποτισθείς. Φορούμενος δὲ ἐν τῷ δακτυλίῳ
    ποιεῖ τὸν φοροῦντα εὐπροσήγορον καὶ εὐόμιλον καὶ
    εὐπειθῆ καὶ δυνατόν καὶ ἐν πᾶσι περιχαρῆ, εὔρρωστόν
    τε καὶ εὔχρουν. Τελεῖται δὲ οὕτως· λαβὼν βελόνην
    χαλκῆν γράφε ἐν αὐτῷ τὸ ὄνομα τοῦτο· ἰάχω, καὶ ὑπόθες
    εἰς τὸν δακτύλιον τὸν λίθον καὶ ἐντυπώσας φόρει. Οὗτός
    ἐστιν ὁλοκίτρινος.
     Λίθος ἀνταχάτης. Ἔστι μὲν πολλῷ διαφορώτερος
    τῷ εἴδει τοῦ ἀχάτου, τῇ δὲ δυνάμει κράτιστος. Οὗτος
    ὁ λίθος τριταῖόν τε καὶ τεταρταῖον καὶ πᾶσαν ἄλλην
    περίοδον νόσου ἰᾶται. Γίνεται δὲ οὕτως· τρίψας
    ὑποθυμία εἰς διαπύρους ἄνθρακας ὡς ἀντὶ λιβανωτοῦ,
    οὐκ ἄγαν δὲ λεπτὸν θυμιᾶται, ὡς ἂν ἐπὶ πλείονας ὥρας
    μείνας ἑλκυσθῇ διὰ τῶν αἰσθήσεων καὶ οὕτως ἀπαλλάς-
    σεται τῆς περι[όδου].
     Λίθος δενδραχάτης ἔχων ἐν ἑαυτῷ δενδρύφια·
    ἔσωθεν γὰρ τοῦ λίθου διαφανεῖς ἔχει ἐν ἑαυτῷ ὡς δενδρό-
    κλώνας. Ἔχει δὲ ὁ λίθος ἔξωθεν μέρος τι μέλιτος
    χρῶμα, καὶ ἕτερον κηροῦ εἶδος, ἔσωθεν δὲ ὑπόλευκα
    διαφανέστατα δενδρύφια. Ἁρμόζει δὲ τοῖς οἰκονομοῦσι
    πράγματα· πιθανὸν γὰρ καὶ εὔπορον τὸν ἐγχειροῦντα
    ποιεῖ. Συμβάλλεται δὲ τοῖς ἐν ἀγρῷ σπείρουσι.
    Περιτίθησιν αὐτὸν εἰς τὴν χεῖρα ἢ τὸν τράχηλον.
    Τοῦτον ἔχων σπορεὺς πολλαπλασίονα γεωργήσει.
    Καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, μεγάλας ὠφελείας ἔχει. Ἔτι
    μὲν καὶ εὐπορίαν δίδωσι τῷ φοροῦντι.
     Λίθος ἰασπαχάτης. Οὗτος ὕδρωπα θεραπεύει καὶ
    δίψαν παύει παραδόξως. Φυλάσσει δὲ τὸ σῶμα ὑγιὲς
    καὶ ἐρρωμένον.
     Λίθος σαρδαχάτης ἐστὶν θελκτήριος πρὸς πᾶσαν
    πρᾶξιν καὶ λόγων εὑρετικὸς καὶ ἐπιφορᾶς, καὶ ἐχθρῶν
    ἀμυντικὸς καὶ ὑπαγωγὸς πρὸς ἔρωτα. Τοῦτον ὁ φορῶν
    προσφιλὴς πᾶσιν ἀνθρώποις γίνεται. Ἔτι δὲ καὶ φίλων
    μέσον θὲς τὸν λίθον ἢ δοὺς αὐτὸν ἑτέρῳ κρατεῖν ἐν τῇ
    χειρὶ, παραχρῆμα διαλλαγήσονται. Τελεῖται δὲ τῇ
    ὑπογραφῇ ταύτῃ
    Οὗτος ὁ λίθος ἐστὶ χρώματος κιτρίνου ἔχων ζώνας
    λευκὰς καὶ ἑτέρας ζώνας ξανθιζούσας.
    Λίθος πολύζωνος. Οὗτος στιβαρός ἐστι, πυκνός,
    στερεός, ὑπόχρους, ἔχων ζώνας πυρώδεις, ἀεριζούσας,
    ἀφεγγεῖς καὶ ἑτέρας μακρὰς ζώνας ὡς ἐπιλευκιζούσας
    καὶ ἐκ τῶν τοιούτων μακρῶν ζωνῶν, εἴπερ ὄφεος δέρμα
    περιέζωσται, οὗτος ποιεῖ φίλων συστάσεις πολλῶν,
    πράξεις τε καὶ κέρδη ἐκ πολλῶν ἀφορμῶν δίδωσιν, ἀπολύει
    περιαπτόμενος περιόδους νοσώδεις καὶ δίκας.
     Λίθος πάγχρους ποιεῖ τοῖς ἐπιληπτικοῖς καὶ
    ἰκτερικοῖς ἄκρως. Περίαπτε δὲ ἁρπεδονίῳ βομβυκίνῳ
    εἰς τὸν τράχηλον, καὶ ἔσται παραχρῆμα ὑγιὴς ὁ πάσχων.
    Ἵνα δὲ ἴδῃς ὅτ' ἀληθής ἐστι, ἐπειδή εἰσιν ὅμοιοι αὐτῶν
    πολλοὶ μηδαμοῦ χρήσιμοι, βάλου εἰς χύτραν καινὴν
    χρώματα πολλὰ καὶ διάφορα ζῳγραφικὰ καὶ ὑπόκαυσον
    πολὺ πυρὶ ἐπὶ ὥρας δύο καὶ ἐὰν ᾖ ἀληθὴς ὁ λίθος, πάντα
    τὰ χρώματα γίνεται ὡς μίλτος, τὴν δὲ ὀσμὴν ἕξει ῥοδίνου
    μύρου καλλίστου. Τοῦτον τὸν λίθον λέγουσι πάγχρουν,
    καλεῖται ὑπό τινων ταωνίτης διὰ τὸ ἔχειν αὐτὸν χροιὰς
    πολλὰς καὶ ποικίλας· ἔχει γὰρ ἐν ἑαυτῷ ὡς ἐπὶ ταῶνος
    μόρφωσιν.
     Λίθος σμυρνίτης ὑπόχλωρός ἐστιν, ἀποτριβό-
    μενος δὲ ὀσμὴν δίδωσι σμύρνης ὁμοίαν. Ἔστι δὲ
    χαριτήσιον μέγα, μάλιστα δὲ γυναιξί· πολλοὶ γὰρ
    ἐρασθήσονται αὐτῆς ἀπλανῶς τῇ δυνάμει. Ἀντι-
    φάρμακον οὗτός ἐστι τοῖς πάσχουσι. Διαιρεῖται δὲ
    ὑποτριβόμενος.
     Λίθοι χελιδόνιοι γίνονται εἰς τὰς κεφαλὰς τῶν
    χελιδόνων. Οὗτοι φορούμενοι χάριν ἔχουσιν ἐπι-
    τευκτικὴν εἰς ὅ τι ἂν βούλῃ. Ποιοῦσι δὲ προσφιλεῖς
    καὶ ἐρασμίους καὶ εὐπράκτους, εἴτε γυνὴ ἔχει αὐτόν,
    εἴτε ἀνήρ. Ἄλλως δὲ· οἱ χελιδόνιοι λίθοι εἰς τὰς
    κοιλίας τῶν χελιδόνων εὑρίσκονται, βελτίονες δέ εἰσιν
    οἱ ἀπὸ τῶν νοσσιῶν λαμβανόμενοι. Γένη δὲ αὐτῶν εἰσι
    δύο, μέλας καὶ πυρρός. Λάμβανε δὲ τὰς χελιδόνας ἐξ
    ἱεροῦ τόπου, βέλτιον γάρ ἐστιν· εἰ δὲ μή, ἀπὸ ἀγορᾶς %ἢ
    ἀπ'& ἐπισήμου τόπου δημοσίου, πλείω γὰρ ἰσχύουσιν αὐταί.
    Ταύτας οὖν ἄρας σχίσον καὶ ἆρον τοὺς λίθους. Εἰσὶ
    δὲ ἀναγκαῖοι πρὸς σεληνιαζομένους τε καὶ ἐπιληπτικοὺς
    καὶ ὑδρωπικούς. Ἔχουσι δὲ καὶ ἑτέρας πολλὰς ἐνερ-
    γείας καὶ δυνάμεις ἀναγκαίας.
     Λίθος ἱερακίτης ὅμοιός ἐστι τῇ τοῦ ὀρνέου
    πτερώσει· ἔχει δὲ ἐν αὑτῷ ἰνάρια ἀργυρίζοντα καὶ χρυ-
    σίζοντα, ὃν διείρας λίνῳ τῷ ἀπὸ καλάμου φόρει. Ἀγαθός
    ἐστι, πρᾷος ταῖς ἀπαντήσεσι. Πρὸς δὲ τὰ διορατικὰ
    τῶν ὀμμάτων ἄκρως ποιεῖ· τὴν δὲ βαρυωπίαν ἣν λέγουσί
    τινες ἄμβλωσιν ἢ νεφέλιον ὁ λίθος περιαφθεὶς κατὰ τοῦ
    μετώπου ἀφαιρεῖται, ὀξυδορκίαν τε καὶ εὐοψίαν πάνυ
    παρέχει, οἵαν καὶ αὐτὸ τὸ ζῷον ἔχει καθὼς  λιπαρεῖος
    ἀπος........ ὀξύ  Εὑρίσκεται δὲ ἐν τῷ ἐγκεφάλῳ τοῦ
    ζῴου ἢ ἐν τῷ μετώπῳ ο[.....] ἀναγο[.....]πις ὄνυχας [...]
    πρακτος  τοῖς κεκτημένοις. Ὁμοίως δὲ καὶ μυίαις
    ἀντιπάσχει ἄκρως· ἐαν γὰρ [γάλακτι καὶ μέλιτι ἐπιχρίσῃσ],
    μυῖα τὸν φοροῦντα τοῦτον, οὐ καθιστήσεται μυῖα ἐπ'
    αὐτόν.
    Λίθος δρακοντίτης [.....] ἐκ ζῶντος λαμβάνεται·
    ἔστι [...] ἐπιμήκης τελούμενος ζώναις τρισί, πορφυρᾷ,
    ὑακινθίνῃ καὶ λευκίνῃ· ἔμπνους δέ ἐστι κινούμενος,
    χρήσιμος πρὸς ἀμαύρωσιν.
    Λίθος ἀσπαλακίτης ἔμπνους ἦν καὶ αὐτὸς
    καὶ ἐμφερής ἐστι τῷ ἀποβάλλοντι καὶ χρήσιμος πρὸς
    θησαυρῶν εὕρεσιν. Γλύψον δὲ εἰς αὐτὸν τὸν λίθον τὸν
    ἀσπαλακίτην ἄνθρωπον γυμνὸν κατέχοντα δίκελλαν,
    καὶ οἷον ἐπικεκυφότα καὶ σκάπτοντα καὶ γύροθεν αὐτοῦ
    τὰ ὀνόματα ταῦτα
    καὶ ὄπισθεν αὐτοῦ τὸ ὄνομα τοῦτο ΑΡΑΜ καὶ κατακλείσας
    ἐν χρυσῷ κανθάρῳ φόρει ἐν τῷ μικρῷ σου δακτύλῳ τῷ
    δεξιῷ. Καὶ ἔσει ἀνίκητος καὶ ἀκίνητος ἔνθα εἰσὶν
    χρήματα.
     Λίθος σαυρίτης ἐκ σαύρας ζώσης λαμβάνεται·
    εὐειδέστατος δέ ἐστι και δίχροος βοστρύχων Ἀφροδίτην
    παρ[όμοιοσ]· πρὸς ἀγωγὰς δὲ χρήσιμός ἐστιν· ἄξεις
    γὰρ ἣν βούλει ἐπευξάμενος αὐτῷ τὴν ἀρρ...ισιν.
    Λίθος φρυνίτης. Ἐκ βατράχου φρυνίτης λαμβά-
    νεται· ὅμοιος δέ ἐστι κατὰ πάντα χελώνῃ· οὗτος χρήσιμός
    ἐστιν εἰς ἀγωγὴν γυναικῶν, ἐπειπόντος σου ταύτην τὴν
    εὐχήν· περιπατήσει γὰρ πάντα τὸν χρόνον ἡ γυνή.
     Λίθος ὑαινίτης ποιεῖ μεγάλα πράγματα· παρέχει
    δὲ καὶ ὀξυδορκίαν. Οὗτος εὑρίσκεται εἰς τὴν καρδίαν τοῦ
    ζῴου καὶ τελούμενος ποιεῖ πολλὰς ἐνεργείας καὶ τὰ ἐν
    σκοτείᾳ φαίνεσθαι.

  • Περι ωροσκοπουντων ζωδιων

    Δύο τροπικὰ ζῴδιά εἰσιν Αἰγόκερως καὶ Καρκίνος. -
    Τῶν τροπικῶν ζῳδίων ὡροσκοπούντων μὴ ἅψῃ ὁδοῦ· χαλεπὴ γὰρ
    καὶ βραδεῖα καὶ οὐ μετὰ καλοῦ· ἐν τροπικοῖς μὴ ἀναχώρησον
    ἀπὸ ἀνδρός, ὦ γύναι· οἱ φίλοι ἔχθραν ποιήσουσιν καὶ πάλιν φίλοι
    γίνονται τὴν ἔχθραν ἀποβάλοντες, ἡ δὲ τροφὸς ἐν τροπικοῖς
     γάλα δώσει ἀρχήν· οὐ μόνον θρέψει τὸ παιδίον, ἀλλὰ καὶ ἄλλον·
    ἐν τροπικοῖς σπείρειν χρὴ σπέρματα, φυτὰ δὲ φυτεύειν ἐν στερεοῖς,
    ἐπειδὴ τὰ μὲν σπέρματα θερίσαι ἀνάγκη, τὰ δὲ φυτευόμενα θέ-
    λομεν· μηδὲ οἴκου θεμέλιον ἐν τροπικοῖς βαλεῖν, μηδὲ γῆν πωλῆ-
    σαι, ἐπεὶ τὰ κτίσματα οὐ μένει ἢ ἄλλως οὐ πληρώσῃ τὸ ἔργον,
    ἐν τροπικοῖς ἀῤῥαβῶνας δοῦναι καλόν· ναῦται δὲ καὶ ἔμποροι καὶ
    ὅσοι περὶ ζῷα πραγματεύονται, ἐν τροπικοῖς οἱ ἀγοράζοντες ταχὺ
    πιπράσκουσιν ἀλλὰ δι' ἑβδομάδα λύεται τὸ πάθος, ἐὰν δὲ τῇ ὀγδόῃ
    τῆς κατακλίσεως μετέλθῃ ἀπὸ τῶν τροπικῶν εἰς τὰ στερεὰ θάνατον
    ἐπάγει· ἐν τροπικοῖς οὐ δεῖ ἐξελθεῖν ἢ& ἐπιστρατεύεσθαι· ἐκκόπ-
    τεται γὰρ ἡ ὁρμή· ἐν τροπικοῖς εἰ& φύγῃ τις, εἰσελεύσεται, ἕως
    μένει εἰς αὐτὸ τὸ ζῴδιον ἡ Σελήνη, ταχεῖα ἡ εὕρεσις, εἰ δὲ παρέλθῃ
    τῶν τροπικῶν, μετ' ἄλλον εὑρίσκεται· ἐάν τις ἐν τροπικοῖς
    κατηγορήσῃ τινὸς εἰς δίκην, ταχὺ λύεται τὸ ἔγκλημα, εἰ δὲ ἐν τρο-
    πικοῖς δικάζειν τότε ἄρξεται, οὐ μένει ὁ αὐτὸς δικασθείς, ἀλλ' ἐπ'
    ἀλλήλους μετέρχονται ἢ εἰς ἄλλους οἱ δικαζόμενοι· ἐν τροπικοῖς
    ἀποδημίας ἄρχεσθαι δεῖ, ταχὺ γὰρ ἀναστρέφῃ· ἐν τροπικοῖς
    γὰρ φιλίαν μηνύειν· ἐν τροπικοῖς ἐάν τις ὑποσχέσῃ, οὐ πληροῦται
    ἢ ὁ δοὺς τὴν ὑπόσχεσιν λαμβάνει αὐτήν· ἐν τροπικοῖς οἱ λεγόμενοι
    λόγοι καὶ οἱ φαινόμενοι ὄνειροι ψευδεῖς· ἐν τροπικοῖς οὐδὲ ῥή-
    τωρ ἀγῶνος ἅπτεσθαι ὀφείλει, οὐδὲ ναῦται πλεῖν, οὐδὲ φυγάδες
    γίνεσθαι, ὅτι ἀτέλεστά εἰσιν· εἰ δὲ ἐν τροπικοῖς ἀπὸ καταδίκης ἐξο-
    ρίζεται τισ& τῆς πατρίδος, πάλιν ἔρχεται· βέβαιον δὲ πρᾶγμα
    ἐν τροπικοῖς μὴ κατάρχου.

    Δίσωμα δὲ δ· Δίδυμοι, Παρθένος, Τοξότης, Ἰχθῦς. Τῶν δισώ-
    μων ζῴδίων ὡροσκοπούντων μήποτε ἀγοράζειν· δόλον γὰρ ἔχει ἡ
    πρᾶσις ἢ νόσος ἢ& ἑτέρα πρόσκειται, αἱ δὲ γενόμεναι ὁμιλίαι ἄλλα
    τινὰ κεκρυμμένα ἔχουσιν· ἄλλον γὰρ ἔχουσι καὶ ἄλλον βούλονται·
    ἐν δισώμοις οἱ γενόμενοι γάμοι εἰς μοιχείαν τρέπονται καὶ πολλαὶ
     μάχαι καὶ ὀδύναι γίνονται εἰς τοὺς τοιούτους γάμους, καὶ τὰς φιλίας
    τῶν γυναικῶν κωλύουσι τὰ δίσωμα· εἰ δέ τις ἐν δισώμοις
    εἰς ἔγκλημα πέσῃ, ταχὺ ἐκφεύξεται, ὁμοίως δὲ κἂν δεθῇ τις ἐν
    δισώμοις, ταχὺ τοὺς δεσμοὺς ἐκφεύξεται, εἰ δέ τις λυθῇ ἀπὸ δες-
    μῶν ἐν δισώμοις, πάλιν δεθήσεται· εἰ δέ τις φύγῃ ἐν δισώμοις καὶ&
    κρατηθῇ, πάλιν φυγὰς γίνεται· ἐν δισώμοις μισθὸν ἐὰν ὑποσχεθῇ
    τις, οὐ δώσει ὅσον εἶπεν· ἐν δισώμοις αἱ χάριτες καὶ δωρεαὶ καλαί
    εἰσιν· καὶ φυτεύειν χρὴ ἐν δισώμοις καὶ ὑποτιθέναι ᾠὰ ὄρνεσιν,
    ἐὰν δὲ παράκλισις γίνηται ἐν δισώμοις, πάλιν πυρετὸν φέρει καὶ
    ὑποστρέφει νόσημα· ἐὰν ἐν δισώμοις καλόν τι καὶ ἀγαθόν συμβῇ,
    διπλασιάζεται· καλὸν δὲ καὶ ὁδοῦ κατάρχεσθαι ἐν δισώμοις· προ-
    κόπτουσι γάρ, οἳ μισθὸν τριπλάσιον λαμβάνουσι, εἰ δέ τις ἐν δι-
    σώμοις ἀποθάνῃ, ἄλλος εἷς ἐκ τοῦ οἴκου ἐκείνου ἀποθανεῖν μέλλει,
    ἐὰν νοσήσῃ τις ἐν δισώμοις, νοσήσουσι καὶ ἄλλοι ἐν τῷ& αὐτῷ
    οἴκῳ· νίκη ἐν δισώμοις καλή, ἧττα δὲ κακὴ διπλασιάζεται· παι-
    δευταῖς καὶ ἰατροῖς μανθάνειν καλὸν εἰσ& τὰ δίσωμα.

    Στερεὰ δὲ δ· Ταῦρος, Λέων, Σκορπίος Ὑδροχόος. -
    Τῶν στερεῶν ζῳδίων ὡροσκοπούντων αἱ κτήσεις καὶ ἀγο-
    ρασίαι βέβαιαι· ἐν στερέῳ δεῖ γυναῖκα λαμβάνειν καὶ
    πράγματα αὐτῆς· ἐν στερεοῖς τέχνας καὶ ἔργον ἀποθέσθαι δεῖ.
    πληροῦνται γὰρ αἱ βουλαί· ἐν στερεοῖς χωρισμὸς γυναικῶν
    τις· φυγάδες οὐκ ὑποστρέφουσιν, οὐδὲ ὁ κλέπτης εὐκαίρως εὑ-
    ρίσκεται, ἀποδημεῖν δὲ βέβαιόν ἐστιν· ἐν στερεοῖς ἐχθρὸς γενό-
    μενος οὐ ταχὺ φιλιοῦται· ἐν στερεοῖς κρίσις βεβαία ἐστὶν καὶ
    οἱ δίκαιοι οὐκ ἀθετοῦνται· νόσος ἐν στερεοῖς κακή· ἢ γὰρ θάνα-
    τον φέρει ἢ μῆκος νόσου, ἐὰν μὴ εἴσω ἑβδομάδος παύσηται· δε-
    σμοὶ ἐν στερεῷ κακοί, ὁ γὰρ ὀργισθεὶς οὐ μεταβάλλεται· ἐάν τις
    αἰτήσῃ χρήματα παρασχεῖν ἐν στερεοῖς, οὐ δίδωσιν· ἀγαθῶν
    λόγων καὶ μουσικῆς ἐν στερεοῖς ἄρξασθαι· ἐν στερεοῖς καλὸν
    συμβόλαια γράφειν· γράμματα γὰρ καλά· ἐν στερεοῖς εἰ τις
    στρατεύεται, πάντα μένει ἐν τῇ αὐτοῦ στρατείᾳ καὶ οὐ μετα-
    στρατεύεται· πανηγύρεων καὶ χορῶν ἄρξασθαι ἐν στερεοῖς καὶ
    πάντων τῶν καλῶν ὥσπερ ἐν τροπικοῖς πάντων τῶν κακῶν· ἐν μὲν
    τοῖς στερεοῖς ἀσάλευτα μένει τὰ γενόμενα, μεταβάλλει δὲ ἐν τρο-
    πικοῖς, πολύμορφα γάρ ἐστιν ἐν δισώμοις· ὡσαύτως δὲ καὶ τὴν
    Σελήνην ἔχοντα· τὰ προειρημένα ζῴδια ταῦτα δηλοῖ ἅπερ ὡρο-
    σκοποῦντα.

  • Πυθαγόρας Τηλαύγη χαίρειν

    Πολλὰ παθὼν καὶ πολλὰ πειράσας ἐπέσταλκά σοι τόδε βιβλίον ἔχον ἐν ἑαυτῷ πλινθίδα πάνυ χαριεστάτην· ἐντυχὼν γὰρ εἰς αὐτὴν διὰ τῶν ὑποκειμένων γραμμάτων εἴσεται τά τε ἐνεστῶτα καὶ τὰ προγεγονότα καὶ τὰ αὖθις ἐσόμενα. ὑπέταξα οὖν πλινθίδα ἐννεάδος δοκιμαζομένην τρόπῳ τοιῷδε· λάβε δύο ὀνόματα ἐκ γενετῆς, μὴ ὄντα ἐπίθετα, ἤτοι ἀντιδίκων ἢ μονομάχων ἢ οἱωνδήποτε καθόλου δικαζομένων πρὸς ἀλλήλους εἴτε ὑπὲρ πόλεως ἢ ὑπὲρ πραγμάτων ἢ στεφάνου ἢ ἑτέρου πράγματος. ψήφισον δέ κατὰ τὸν ἀριθμὸν τῶν στοιχείων οὕτως·
    Τὸ μὲν α ἀπὸ ιρ αα Τὸ δὲ β ἀπὸ κσ ββ
    Τὸ γ ἀπὸ λτ γγ Τὸ δ ἀπὸ μυ δδ
    Τὸ ε ἀπὸ νφ εε Τὸ ἀπὸ ξχ
    Τὸ ζ ἀπὸ οψ ζζ Τὸ η ἀπὸ πω ηη
    Καὶ οὕτως πάντων τῶν στοιχείων τὴν γνῶσιν λάμβανε. καὶ μετὰ τὸ ψηφίσαι τὸν τῶν ἑκατέρων συναγόμενον ἀριθμὸν ὕφειλον ἐννεάδας, ὅσας ἐνδέχεται ὑφαιρεθῆναι παρ' ἰδίᾳ ἑκάστου, ἕως ἂν καταλειφθῇ ἀριθμὸς ἑκάτερος, ἤτοι ἔλαττον τῆς ἐννεάδος ἢ ἴσον μεῖζον γὰρ οὐκ ἐνδέχεται$, καὶ τὰ λοιπὰ σημειωσάμενος ἑκατέρους τοὺς ἀριθμοὺς σκόπει ἐν τῇ ὑποκειμένῃ πλινθίδι, καὶ γνώσῃ τὸν μέλλοντα νικᾶν ἢ ἡττᾶσθαι. Ὑποδείξεως χάριν· Ἕκτωρ, εβγηα γίνονται ιθ. καὶ πάλιν τὸ ἕτερον· Πάτροκλε, ηαγ ζβγε· γίνονται λ.
    Ἆρον τῶν μὲν ιθ δύο ἐννεάδας, καὶ μένει α, τῶν δὲ λ τρεῖς ἐννεάδας, καὶ μένουσι γ. ἐλθὲ οὖν ἐπὶ τὴν πλινθίδα, καὶ εὑρήσεις τὴν μίαν νικῶσαν τὰς γ. ἐὰν δὲ οἱ δικαζόμενοι ἰσόψηφοι γίνωνται καὶ καταλειφθῇ αα, ὁ ἐγκαλῶν νικᾷ, ἐπὶ δὲ τῶν ἀρτίων ὁ ἐγκαλούμενος.
    αα ὁ ἐγκαλῶν νικᾷ καὶ ὁ νεώτερος.
    αβ αἱ β νικῶσιν.
    αγ ἡ α νικᾷ.
    αδ αἱ δ νικῶσιν.
    αε ἡ α νικᾷ.
    α αἱ νικῶσιν.
    αζ ἡ α νικᾷ
    αη αἱ η νικῶσιν
    αθ ἡ α νικᾷ.
    ββ ὁ ἐγκαλῶν νικᾷ καὶ ὁ πράττων.
    βγ αἱ γ νικῶσιν.
    βδ αἱ β νικῶσιν.
    βε αἱ ε νικῶσιν.
    β αἱ β νικῶσιν.
    βζ αἱ ζ νικῶσιν.
    βη αἱ β νικῶσιν.
    βθ αἱ θ νικῶσιν.
    γγ ὁ ἐγκαλῶν νικᾷ καὶ ὁ νεώτερος.
    γδ αἱ δ νικῶσιν.
    γε αἱ γ νικῶσιν.
    γ αἱ νικῶσιν.
    γζ αἱ γ νικῶσιν.
    γη αἱ η νικῶσιν.
    γθ αἱ γ νικῶσιν.
    δδ ὁ ἐγκαλούμενος νικᾷ καὶ ὁ πράττων.
    δε αἱ ε νικῶσιν.
    δ αἱ νικῶσιν.
    δζ αἱ ζ νικῶσιν.
    δη αἱ δ νικῶσιν.
    δθ αἱ θ νικῶσιν.
    εε ὁ ἐγκαλῶν νικᾷ καὶ ὁ νεώτερος.
    ε αἱ νικῶσιν.
     εζ αἱ ε νικῶσιν.
    εη αἱ η νικῶσιν.
    εθ αἱ ε νικῶσιν.
    ὁ ἐγκαλούμενος νικᾷ καὶ ὁ νεώτερος.
    ζ αἱ ζ νικῶσιν.
    η αἱ νικῶσιν.
    θ αἱ θ νικῶσιν.
    ζζ ὁ ἐγκαλῶν νικᾷ καὶ ὁ νεώτερος.
    ζη αἱ η νικῶσιν.
    ζθ αἱ ζ νικῶσιν.
    ηη ὁ ἐγκαλούμενος νικᾷ καὶ ὁ πράττων.
    ηθ αἱ θ νικῶσιν.
    θθ ὁ ἐγκαλῶν νικᾷ καὶ ὁ νεώτερος.

    Ψήφισον τὰ ὀνόματα τῶν ἀνδρογύνων, καὶ εἰ μὲν ὦσι ζυγά, ἡ γυνὴ τελευτᾷ, εἰ δὲ μονά, ὁ ἀνήρ.

    Περὶ ἀνδρογύνων, ἵνα γνῶς τὸν προτελευτῶντα αὐτῶν.
    Ψήφισον τὸ ὄνομα τοῦ ἀνδρὸς καὶ ἴδε τὴν ποσότητα τοῦ ἀριθμοῦ, καὶ ὅσον ἀναβῇ, ὕφειλον αὐτὰ διὰ τῶν θ, καὶ τὰ μένοντα ἐπάνω τῆς ἐννεάδος κράτει. τὸ αὐτὸ καὶ ἐπὶ τοῦ ὀνόματος τῆς γυναικός· καὶ σμῖξον τὰ περισσότερα τῆς ἐννεάδος ἀμφότερων τῶν ὀνομάτων καὶ εἰ μέν εἰσι διπλᾶ, ἄνδρα προτελευτᾶν ἴσθι, εἰ δὲ ἁπλᾶ, τὴν γυναῖκα.

    Περὶ τοῦ μέλλοντος νικᾶν ἢ ἡττᾶσθαι.
    Ἀρίθμησον τὰ ὀνόματα τῶν δύο μαχομένων· καὶ ἐὰν εὐρήσῃς τὸ ὄνομά σου νικῶν, νικήσεις τὴν μάχην· εἰ δὲ τοῦ μαχομένου σε,
    ἡττᾶσαι.
     
    Περὶ παραμονῆς.
    Ψήφισον τὸ ὄνομά σου καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἄρχοντος, οὗ μέλλεις παραμεῖναι, καὶ ἐὰν εὑρήσῃς τὸ ὄνομά σου νικῶν, συμφέρει σοι παραμένειν, εἰ δὲ ἄρχοντος, οὐ συμφέρει σοι· μὴ παραμείνῃς.

    Περὶ πράξεώς τινος.
    Ὡσαύτως τὸ ὄνομά σου καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἄρχοντος ψήφισον, καὶ ἐὰν νικήσῃ τὸ ὄνομά σου, συμφέρει, εἰ δὲ τοῦ ἄρχοντος, μόνον ζημιοῦσαι.
     
    Περὶ ὁδευόντων, ὁδοιπορούντων καὶ συμπορευομένων.
    Ψήφισον τὸ ὄνομά σου καὶ τοῦ συνοδεύοντός σοι, καὶ ἐὰν νικήσῃ τὸ ὄνομά σου, συμφέρει· εἰ δὲ μή, μὴ ὁδεύῃς μετ' αὐτοῦ.
    Περὶ κοινωνίας. Τὸ ὄνομά σου καὶ τοῦ κοινωνοῦντός σοι ψήφισον, καὶ ἐὰν νικήσῃ τὸ ὄνομά σου, συμφέρει· εἰ δὲ τοῦ κοινωνοῦντός σοι, οὐ συμφέρει.
    Περὶ ἀποδημίας ἐκ πόλεως εἰς ἑτέραν πόλιν. Ἀρίθμησον τὸ ὄνομά σου καὶ τῆς πόλεως, καὶ ἐὰν τὸ ὄνομά σου νικήσῃ, συμφέρει· εἰ δὲ τῆς πόλεως, οὐ συμφέρει.
    Περὶ γαμούντων. Ἀρίθμησον τὸ ὄνομα τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, καὶ εἰ εἶεν ἀμφότερα ιβ ἢ ιδ, γίνεται τὸ συνάλλαγμα καὶ τέξεται πρωτοτόκον κόρην καὶ ἡ γυνὴ προτελευτᾷ·
    ἐὰν δὲ ἄνισα ἔλθωσι, βιαίως γίνεται τὸ συνάλλαγμα, καὶ τέξεται πρωτοτόκον υἱὸν καὶ ὁ ἀνὴρ προτελευτᾷ. οἷον Νικηφόρος, Μαρία· ἄρτια ιδ. ἡ γυνὴ προτελευτᾷ. πάλιν Θεόδωρος καὶ Εἰρήνη· ιγ, ὁ ἀνὴρ προτελευτᾷ.]
    Περὶ ἀπωλείας. Ψήφισον τὸ ὄνομα τοῦ ἀπολέσαντος καὶ τοῦ ἀπολουμένου, καὶ ἐὰν νικᾷ ὁ ἀπολέσας, τὸ ἀπολεσθὲν εὑρεθήσεται· εἰ δὲ τοῦ ἀπολεσθέντος ὄνομα νικήσῃ, οὐχ εὑρεθήσεται.
    Περὶ φυγάδος. Τὸ ὄνομα τοῦ φυγόντος ψήφισον καὶ τοῦ κυρίου αὐτοῦ, καὶ ἐὰν τὸ ὄνομα τοῦ κυρίου νικήσῃ, εὑρεθήσεται ὁ φυγών· εἰ δὲ τὸ τοῦ φυγάδος νικᾷ, οὐχ εὑρεθήσεται.
    Περὶ ἐλευθερώσεως. Τὸ ὄνομα τοῦ δούλου καὶ τοῦ δεσπότου ψήφισον, καὶ ἐὰν τοῦ δούλου νικᾷ, ἐλευθεροῦται, εἰ δὲ τοῦ δεσπότου, οὐκ ἐλευθεροῦται.
    Περὶ πράσεως δούλου. Ψήφισον τὸ ὄνομα τοῦ δούλου καὶ τοῦ δεσπότου, καὶ ἐὰν τοῦ δούλου νικήσῃ, οὐ πραθήσεται.
    Περὶ γάμου, εἰ συμφέρει. Τὸ τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικὸς ὄνομα ψηφίσας σκόπει· εἰ τὸ τοῦ ἀνδρὸς ὄνομα νικᾷ, συμφέρει, εἰ δὲ τῆς γυναικός, οὐ συμφέρει.
    Περὶ τοῦ γνῶναι τὸν κλέπτην ἐκ πολλῶν ὑπονοουμένων. Πάντων τῶν ὑπονοουμένων τὰ ὀνόματα ψήφισον, καὶ τῶν ἡττωμένων ἀνάπεμπε τοὺς νικῶντας καὶ πάλιν ζεῦξον, ἕως ὁ εἷς πάντα νικήσας, ἐκεῖνος ἐστὶν ὁ κλέπτης.
    Περὶ νοσοῦντος εἰ ζήσεται. Ψήφισον τὸ ὄνομα τοῦ ἀνθρώπου τοῦ νοσοῦντος, καὶ τὸ ὄνομα τοῦ θεοῦ τοῦ κυριεύοντος τὴν ἡμέραν ἐν ᾗ ὑπέθετο ἢ ἐν ᾗ κατεκλίθη, καὶ ἐὰν νικᾷ τὸ ὄνομα τοῦ νοσοῦντος [καὶ] τὸ ἄοτρον τῆς ἡμέρας, ζήσεται· εἰ δὲ καὶ τὸ τοῦ θεοῦ ὄνομα νικήσει, τεθνήξεται. εἰ δὲ καὶ ἰσόψηφα καταντήσωσι τὰ δύο ὀνόματα, ταχέως ὑγιανεῖ, ἐὰν δὲ ἄζυγα, βραδέως.
    Περὶ τελευτῆς ἀδελφῶν. Ἀμφοτέρων τὰ ὀνόματα ψήφισον, ἑνὸς ἑκάστου παρ' ἰδίαν, καὶ σύμβαλλε αὐτὰ ἐπὶ τὴν πλινθίδα καὶ εὑρήσεις προτελευτῶντα τὸν νικῶντα.
    Περὶ ξενιτεύοντος εἰ ἐρωτηθῇς. Ἴδε τὸ ζῴδιον τὸ ἐπιπολεῦον τῷ μηνὶ τῆς ἐρωτήσεως καὶ τὸν πλανήτην τὸν ἐπιπολεύοντα τὴν ἡμέραν, καὶ ἐάν ἐστιν ὁ θεὸς αὐτῶν ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ, ὁ ἀπόδημος ταχέως ἔρχεται, εἰ δε ἔξωθεν ἐπὶ δυσμάς, ὁ ξένος ἢ ἀσθενεῖ ἢ ἐτελεύτησεν.

  • Συλλογές

    Διαδικασία για αποκτήσεις φυτά
    Τα Αιγυπτιακά φυτά αποκτώνται πάντα έτσι: ο βοτανολόγος πρώτα καθαρίζει το σώμα του, μετά ψεκάζει με ανθρακικό άλας Νατρίου, κοινώς Σόδα, και απολυμαίνει με καπνό το φυτό με ρητίνη από δέντρο μιας πεύκης μετά μεταφέρει τον καπνό τριγύρω στον τόπο 3 φορές. Μετά καίει Κύφι και χύνει τη σπονδή από γάλα καθώς αυτός προσεύχεται, αυτός ξεριζώνει το φυτό ενώ επικαλείται δια μέσου Ονόματος τον Δαίμονα στον οποίο το φυτό είναι αφιερωμένο και τον επικαλείται για να είναι πιο δραστικό στη χρήση για την οποία έχει αποκτηθεί.
    Η επίκληση για αυτόν, ο οποίος μιλά πάνω σε κάποιο φυτό, γενικά στη στιγμή της του μαζέματος είναι ως ακολούθως:
    Ο Κρόνος έσπειρε ημάς, η Ήρα κυοφόρησε ημάς, ο Άμμων εδιατήρησε ημάς, η Ίσις εγέννησε ημάς, ο Ζευς έθρεψε ημάς ο Θεός της Βροχής, ο Ήλιος και η Δρόσος ανέπτυξαν ημάς. Εσύ είσαι η Δρόσος όλων των Θεών, είσαι η Καρδία του Ερμού, είσαι η Σπόρος των Πρωτογενών Θεών, είσαι ο Οφθαλμός του Ηλίου, είσαι το Φως της Σελήνης, είσαι το Ζήλος του Οσίριδος, είσαι η Ωραιότης και η Δόξα του Ουρανού, είσαι η Ψυχή του Δαίμονος του Οσίριδος η οποία χαίρεται έντονα σε κάθε τόπο, είσαι το Πνεύμα του Άμμωνος. Όπως έχεις εξυμνήσει τον Όσιριν, τοιούτως εξύμνησε τον εαυτό σου και ανυψώσου ακριβώς όπως ο Ήλιος ανυψώνεται εκάστη ημέρα. Το μέγεθός σου είναι ίσον με το Ζενίθ του Ηλίου, οι ρίζες σου προέρχονται από τα Βάθη, αλλά οι δυνάμεις σου είναι εις την Καρδιά του Ερμούς, οι ίνες των νεύρων σου είναι τα Οστά του Μνεύεως [δηλ. του ιερού ταύρου της Ηλιούπολης], και τα άνθη του είναι οι Οφθαλμοί του Ώρου, ο σπόρος είναι ο Σπόρος του Πανός. Νίβω εσένα σε ρητίνη όπως επίσης νίβω τους Θεούς [δηλαδή τα αγάλματα λατρείας] ακόμη και όπως πράττω αυτό για την ημετέρα υγεία. Εσύ επίσης καθίστασαι καθαρό δια της προσευχής και δίδεις σε ημάς δύναμη όπως ο Άρης και η Αθηνά πράττουν. Εγώ είμαι ο Ερμής Αποκτώ μαζί σου Καλή Τύχη και Καλό Δαίμονα και τα δύο σε μια ευμενή ώρα και σε μια ευμενή ημέρα η οποία να είναι αποτελεσματική για όλα τα πράγματα." Αφού πει αυτό, αυτός κυλινδρώνει (στριφογυρίζει) το θερισμένο βλαστό σε ένα καθαρό λινό ρούχο (αλλά μέσα στο μέρος των ριζών του, έριξαν επτά σπόρους από σιτάρι και ίσο αριθμό από κριθάρι, αφού αναμείγνυαν αυτούς με μέλι), και μετά χύνει στο έδαφος το οποίο έχει ξεθαφτεί, αυτός απέρχεται.

    Αρχαίο Κείμενο Παρ' Αἰγυπτίοις ἀεὶ βοτάναι λαμβάνονται οὕτως· ὁ ῥιζοτόμος καθαίρει πρότερον τὸ ἴδιον σῶμα, πρότερον νίτρῳ περιρράνας καὶ τὴν βοτάνην θυμιάσας ῥητίνῃ ἐκ πίτυος εἰς γ περιενέγκας τὸν τόπον, εἶτα κῦρι θυμιάσας καὶ τὴν διὰ τοῦ γάλακτος σπονδὴν χεάμενος μετ' εὐχῶν ἀνασπᾷ τὸ φυτὸν ἐξ ὀνόματος ἐπικαλούμενος τὸν δαίμονα, ᾧ ἡ βοτάνη ἀνιέρωται, πρὸς ἣν λαμβάνεται χρείαν, παρακαλῶν ἐνεργεστέραν γενέσθαι πρὸς αὐτήν. ἐπίκλησις δ' αὐτῷ ἐπὶ πάσης βοτάνης καθ' ὅλον ἐν ἄρσει, ἣν λέγει, ἐστὶν ἥδε· ἐσπάρης ὑπὸ τοῦ Κρόνου, συνελήμφθης ὑπὸ τῆς Ἥρας, διετηρήθης ὑπὸ τοῦ Ἄμμωνος, ἐτέχθης ὑπὸ τῆς Ἴσιδος, ἐτράφης %ὑπ'& ὀμβρίου Διός, ηὐξήθης ὑπὸ τοῦ Ἡλίου καὶ τῆς δρόσου. σὺ εἶ ἡ δρόσος ἡ τῶν θεῶν πάντων, σὺ εἶ ἡ καρδία τοῦ Ἑρμοῦ, σὺ εἶ τὸ σπέρμα τῶν προγόνων θεῶν, σὺ εἶ ὁ ὀφθαλμὸς τοῦ Ἡλίου, σὺ εἶ τὸ φῶς τῆς Σελήνης, σὺ εἶ ἡ σπουδὴ τοῦ Ὀσίρεως, σὺ εἶ τὸ κάλλος καὶ ἡ δόξα τοῦ Οὐρανοῦ, σὺ εἶ ἡ ψυχὴ τοῦ δαίμονος τοῦ Ὀσίρεως, ἡ κωμάζουσα ἐν παντὶ τόπῳ, σὺ εἶ τὸ πνεῦμα τοῦ Ἄμμωνος. ὡς τὸν Ὄσιριν ὕψωσας, οὕτως ὕψωσον σεαυτὴν καὶ ἀνατεῖλον, ὡς καὶ ὁ Ἥλιος ἀνατέλλει καθ' ἑκάστην ἡμέραν· τὸ μῆκός σου ἴσον ἐστὶ τῷ τοῦ Ἡλίου μεσουρανήματι, αἱ δὲ ῥίζαι τοῦ βυθοῦ, αἱ δὲ δυνάμεις σου ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ Ἑρμοῦ εἰσιν, τὰ ξύλα σου τὰ ὀστέα τοῦ Μνεύεως, καί σου τὰ ἄνθη ἐστὶν ὁ ὀφθαλμὸς τοῦ Ὥρου, τὸ σὸν σπέρμα τοῦ Πᾶνός ἐστι σπέρμα. ἐγὼ νίζω σε ῥητίνῃ ὡς καὶ τοὺς θεούς, καὶ ἐπὶ ὑγείᾳ ἐμαυτοῦ, καὶ συναγνίσθητι ἐπευχῇ καὶ δὸς ἡμῖν δύναμιν ὡς ὁ Ἄρης καὶ ἡ Ἀθηνᾶ. ἐγώ εἰμι Ἑρμῆς. λαμβάνω σε σὺν Ἀγαθῇ Τύχῃ καὶ Ἀγαθῷ Δαίμονι καὶ ἐν καλῇ ὥρᾳ καὶ ἐν καλῇ ἡμέρᾳ καὶ ἐπιτευκτικῇ πρὸς πάντα. ταῦτ' εἰπὼν τὴν μὲν τρυγηθεῖσαν πόαν εἰς καθαρὸν ἑλίσσεὀθόνιον τῆς δὲ ῥίζης εἰσ τὸν τόπον ἑπτὰ μὲν πυροῦ κόκκους, τοὺς δὲ ἴσους κριθῆς μέλιτι δεύσαντες ἐνέβαλον καὶ τὴν ἀνασκαφεῖσαν γῆν ἐνχώσας ἀπαλλάσσεται.
     

    Μαγική επίκληση για δύναμη

    "Πες δύο φορές Φνουνεβεη, δώσε σε μένα τη Δύναμή σου, Ιω Αβρασαξ, δώσε σε μένα τη Δύναμή σου, γιατί είμαι ο Αβρασαξ." 
    Πες
    το 7φορέςενώκρατάςτουςδύο σου αντίχειρες.

    Αρχαίο Κείμενοφνουνεβεη β, δός μοί σου τὴν ἰσχύν· ἰὼ Ἀβρασάξ δός μοί σου τὴν ἰσχύν· ἐγὼ γάρ εἰμι Ἀβρασάξ. λέγε ζ κρατῶν τοὺς δύο ἀντίχειράς σου.

     

    Παράκληση

    «Καλώ Εσένα που έχεις όλες τις μορφές και πολλά ονόματα, διπλά Κερασφόρα Θεά, Μήνη, της οποίας την μορφή κανείς δεν γνωρίζει εκτός από Αυτόν ο οποίος έφτιαξε άπαντα τον Κόσμο, Ιαω, ο Ένας ο οποίος Σε μορφοποίησε μέσα στις εικοσιοκτώ Μορφές του Κόσμου έτσι ώστε αυτοί πρέπει να ολοκληρώσουν κάθε Εικόνα και να διανείμουν Πνοή σε κάθε ζώο και φυτό, που πρέπει να ακμάσουν, Εσύ που αναπτύσσεσαι από το Σκότος στο Φως και αφήνεις το Φως για το Σκότος (σε ελάττωση ξεκινούσα να καταλήγεις).

    Και ο πρώτος σύντροφος του Ονόματος είναι η σιωπή, ο δεύτερος το σφύριγμα, ο τρίτος στεναγμός, ο τέταρτος το σφύριγμα, ο πέμπτος η κραυγή, ο έκτος το βογκητό, ο έβδομος το γάβγισμα, ο όγδοος ο μυκηθμός, ο ένατος το χλιμίντρισμα, ο δέκατος ο ήχος ταιριαστός, ο ενδέκατος ο αέρας ο έχων φωνή, ο δωδέκατος ο ήχος που κάνει ανέμους, ο δέκατος τρίτος ο υποχρεωτικός ήχος, ο δέκατος τέταρτος η πιεστική εκπόρευση από την τελειότητα.

    Βόδι, γύπας, ταύρος, σκαθάρι, γεράκι, κάβουρας, κύων, λύκος, φίδι, άλογο, κατσίκα, ασπίς, γίδα, τράγος, βαβουίνος, γάτα, λιοντάρι, πάνθηρας, αρουραίος, ελάφι, Πολύμορφος, Παρθένος, Πυρσός, Αστραπή, Στεφάνι, Κηρύκειο, Παιδί, Κλειδί.

    Είπα στα Σημεία και Σύμβολά Σου του Ονόματός Σου έτσι ώστε πρέπει να με ακούσεις, διότι προσεύχομαι σε Σένα, Αφέντισσα του Άπαντα Κόσμου. Άκουσέ με, Εσύ, η Σταθερή Μία, η Ισχυρή Μία! αφειβοηω μιντηρ οχαω πιζεφυδωρ χανθαρ χαδηροζο: μοχθιον εοτνευ φηρζον αινδης λαχαβοω πιττω ριφθαμερ ζμομοχωλειε τιηδραντεια οισοζοχαβηδωφρα (συμπλήρωσε τα συνηθισμένα).

    Αρχαίο Κείμενο εὐχή.
    ἐπικαλοῦμαί σε, πάνμορφον καὶ πολυώνυμον δικέρατον θεὰν Μήνην, ἧς τὴν μορφὴν οὐδὲ εἷς ἐπίσταται πλὴν ὁ ποιήσας τὸν σύμπαντα κόσμον, Ἰάω, ὁ σχηματίσας σε εἰς τὰ εἴκοσι καὶ ὀκτὼ σχήματα τοῦ κόσμου, ἵνα πᾶσαν ἰδέαν ἀποτελέσῃς καὶ πνεῦμα ἑκάστῳ ζώῳ καὶ φυτῷ νέμῃς, ἵν' εὐερνὲσ ᾖ, ἐξ ἀφανοῦς ἡ εἰς φῶς αὐξανομένη καὶ ἀπὸ φωτὸς εἰς σκότος ἀπολήγουσα εἰς μείωσιν ἄρχουσα ἀπολήγειν. καὶ ἔστιν σου
    ὁ α σύντροφος τοῦ ὀνόματος σιγή,
    ὁ β ποππυσμός,
    ὁ γ στεναγμός,
    ὁ δ συριγμός,
    ὁ ε ὀλολυγμός,
    ὁ μυγμός,
    ὁ ζ ὑλαγμός,
    ὁ η μυκηθμός,
    ὁ θ χρεμετισμός,
    ὁ ι φθόγγος ἐναρμόνιος,
    ὁ ια πνεῦμα φωνᾶεν,
    ὁ ιβ ἦχος ἀνεμοποιός,
    ὁ ιγ φθόγγος ἀναγκαστικός,
    ὁ ιδ τελειότητος ἀναγκαστικὴ ἀπόρροια.
    Βοῦς, γύψ, ταῦρος, κάνθαρος, ἱέραξ, καρκίνος, κύων, λύκος, δράκων, ἵππος, χίμαιρα, θέρμουθις, αἴξ, τράγος, κυνοκέφαλος, αἴλουρος, λέων, πάρδαλις, μυγαλός, ἔλαφος, πολύμορφος, παρθένος, λαμπάς, ἀστραπή, στέλμα, κηρύκειον, παῖς, κλείς. εἴρηκά σου τὰ σημεῖα καὶ τὰ σύμβολα τοῦ ὀνόματος, ἵνα μοι ἐπακούσῃς, ὅτι σοι ἐπεύχομαι, τῇ δεσποίνῃ τοῦ παντὸς κόσμου. ἐπάκουσόν μου, ἡ μόνιμος, ἡ κραταιά, αφειβοηω μιντηρ οχαω πιζεφυδωρ χανθαρ χαδηροζο: μοχθιον εοτνευ φηρζον αινδης λαχαβοω πιττω ριφθαμερ ζμομοχωλειε τιηδραντεια οισοζοχαβηδωφρα. κοινόν.
     

     

    Για αναχαίτιση οργής

    Θυμοκάτοχον λεγόμενον τρίς·
    Πες τρεις φορές:
    ανοκ πε Βαϊνχωωωχ Ἀβρασὰξ εϊλαμ Μιχαήλ· παραν νμητ Θωοὺθ Θωούθ· καταστίλατε τὴν ὀργὴν καὶ τὸν θυμὸν τοῦ δεῖνα πρὸς ἐμὲ τὸν δεῖνα κατ' ὑποταγὴν τοῦ μεγάλου θεοῦ Νεουφνειώθ.

     

    Μαγική επίκληση για αναχαίτιση

    Γράψε σε ένα λεπτό στρώμα κασσίτερου με μια χάλκινη γραφίδα πριν την ανατολή του Ηλίου τα Ονόματα χρημιλλον' Μουλοχ·καμπυ· χρη ωφθω· Μασκελλι - λόγος, Ἐρηκισιφθη/ Ἰαβεζεβυθ.
    Μετά πέταξέ το στο ποτάμι ή στη θάλασσα πριν την ανατολή. Επίσης, γράψε πάνω της μαζί με τα άλλα, αυτούς τους χαρακτήρες.

    Θεοί ισχυροί, αναχαιτίσετε –το συνηθισμένο που θέλεις.

    Αρχαίο Κείμενο Κάτοχος. γράφε εἰς πέταλον κασσιτέρινον χαλκῷ γραφείῳ πρὶν ἡλίου ἀνατολῆς τὰ ὀνόματα· χρημιλλον' Μουλοχ·καμπυ· χρη ωφθω· Μασκελλι - λόγος, Ἐρηκισιφθη/ Ἰαβεζεβυθ.
    ἔπειτα βάλε εἰς ποταμόν, εἰς θάλασσαν πρὶν ἡλίου ἀνατολῆς. συνεπίγραφε καὶ τούτους τοὺς χαρακτῆρας· Ε θεοὶ κραταιοί, κατέχετε. κοινά, ὅσ' ἂν θέλεις.

    Στο φυλακτό θα πρέπει με τα μαγικά ονόματα να προστεθεί ο τύπος του Μασκέλλι.

  • Τα 24 γράμματα

    ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΥ
    Ἄλφα λιτὰς Χρύσου, λοιμὸν στρατοῦ, ἔχθος ἀνάκτων,
    Βῆτα δ' ὄνειρον ἔχει, ἀγορὴν καὶ νῆας ἀριθμεῖ.
    Γάμμα δ' ἄρ' ἀμφ' Ἑλένης οἴοις μόθος ἐστὶν ἀκοίταις.

  • Τα Ελληνικά Στοιχεία

    Εκθέτω μια σύντομη αναφορά στην πρώτη γνώση των τεσσάρων στοιχείων (αήρ, ύδωρ, πυρ, γη) και τα χαρακτηριστικά τους.

    Σύμβολα
     Στον Τίμαιο, ο Πλάτωνας μιλάει για τις διάφορες μορφές και ορίζει τα κανονικά στερεά κατά τη σειρά, ήτοι τετράεδρον, κύβος, οκτάεδρον, δωδεκάεδρον και εικοσάεδρον. Από αυτά, το δωδεκάεδρο δεν συζητήθηκε δημόσια επειδή ήταν ιερό. Όλες οι άλλες μορφές γίνονται από ισόπλευρα τρίγωνα εκτός από τον κύβο. Η γη συνδέθηκε με τον κύβο δεδομένου ότι τα στερεά και οι κύβοι είναι και τα δύο λιγότερο κινητά. Το πυρ συνδέθηκε με το τετράεδρο δεδομένου ότι είναι περισσότερο αιχμηρότερο, πιο διεισδυτικό. Από τα άλλα το πιο ελάχιστα αιχμηρό, το εικοσάεδρον, συνδέεται με το ύδωρ. Το οκτάεδρον με τον αέρα. Τα τρία τελευταία συνδέονται επίσης με το βάρος.
     Επομένως, τα σύμφωνα που χρησιμοποιήθηκαν για τις μορφές, συχνά χρησιμοποιήθηκαν στις μαγικές γραφές για να αντιπροσωπεύσουν αυτά τα στοιχεία. Το γράμμα «ρ» για τον αέρα, το γράμμα «γ» για τη γη, το γράμμα «π» για το πυρ και το γράμμα «δ» για το ύδωρ.
     Παράλληλα, υπήρχαν οι σχετικές μαγικές λέξεις που μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιηθούν για μεγαλύτερα αποτελέσματα. 
     Δυνατότητα
     
    Στα «Φυσικά», ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι κάθε στοιχείο έχει τη δυνατότητα όλων των άλλων. Στο φυσικό πεδίο, η γη αντιπροσωπεύει το πιο στερεό υλικό, το ύδωρ αντιπροσωπεύει τα υγρά ή τα μέταλλα, ο αήρ αντιπροσωπεύει τα αέρια και το πυρ αντιπροσωπεύει την ενέργεια. Έτσι εννοεί, πως οποιοδήποτε στερεό μπορεί να μετασχηματιστεί σε υγρό, αέριο ή ενέργεια και αντίστροφα. Στα διανοητικά πεδία, ο αήρ αντιπροσωπεύει τις ιδέες ή τις μορφές, το ύδωρ αντιπροσωπεύει τις πρώτες ύλες, το πυρ αντιπροσωπεύει την ενέργεια που απαιτείται για το μετασχηματισμό των ιδεών και των πρώτων υλών σε πραγματοποιήσιμα αντικείμενα και τη γη αντιπροσωπεύει τα πραγματοποιημένα αντικείμενα.  
     Εντροπία (θερμοδυναμική)
     
    Σύμφωνα λοιπόν με τον Αριστοτέλη, το συνολικό ποσό οποιουδήποτε στοιχείου παραμένει το ίδιο έτσι, εάν ένα δοχείο ύδατος γίνει αέρας, κάπου αλλού ένα δοχείο αέρας γίνεται ένα δοχείο ύδατος. Διαφορετικά, το μέγεθος του κόσμου θα έπρεπε να αλλάξει και ο Αριστοτέλης λέει πως το μέγεθος του κόσμου που πρέπει να μείνει το ίδιο.  
     Δυνάμεις
     
    Είναι επίσης γνωστό από τις διδασκαλίες του Πυθαγόρα, οι «πρωταρχικές δυνάμεις», ήτοι ξηρό, υγρό, θερμό και ψυχρό, των στοιχείων της γης, του αέρος, του πυρός και του ύδατος. Υπάρχουν δέκα έξι «δυνάμεις»: θερμό και ψυχρό, υγρό και ξηρό, βαρύ και ελαφρύ, αραιό και πυκνό, λείο και τραχύ, σκληρό και μαλακό, ισχνό και παχύ, οξύ και αμβλύ. Οι δυνάμεις του πυρός είναι θερμές, ξηρές, αραιές και οξείες. Οι δυνάμεις του ύδατος είναι ψυχρές, υγρές, πυκνές και αμβλείες. Οι δυνάμεις του αέρα είναι θερμές, υγρές, μαλακές, ομαλές και ελαφρές. Οι δυνάμεις της γης είναι ψυχρές, ξηρές, σκληρές, τραχείς, βαριές και παχιές.
     Οι μαγικές χρήσεις των δυνάμεων των στοιχείων είναι διπλές. Μας επιτρέπουν να καθορίσομε τους διαφορετικούς τύπους στοιχείων, όπως για παράδειγμα, η πέτρα είναι σκληρότερη από το χώμα αλλά είναι και οι δύο είναι τύποι της γης. Ακόμα, να μετασχηματίσομε τα αντικείμενα ή τις καταστάσεις, από το ένα στοιχείο σε άλλο, για παράδειγμα, να μετασχηματιστεί η φωτιά που είναι καυτή και ξηρά, σε αέρα, ο οποίος είναι καυτός και υγρός, προσθέτομε μόνο την υγρασία. Για να δημιουργήσομε έναν μετασχηματισμό όταν υπάρχουν περισσότερες από μια δυνάμεις που διαφέρουν, πρέπει να περάσομε από τα ενδιάμεσα στάδια. Στο παράδειγμα για να μετασχηματίσομε μαγικά μια ιδέα, η ιδέα είναι αέρας, δηλαδή καυτό - υγρό, σε υλικό πλούτο, ο υλικός πλούτος είναι γη, κρύο - υγρό, πρέπει πρώτα να περάσομε από το στάδιο της ενεργητικής προσπάθειας, η ενεργητική προσπάθεια είναι πυρ, καυτό - ξηρό ή συλλέγοντας ακατέργαστα υλικά, τα ακατέργαστα υλικά είναι ύδωρ, κρύο - υγρό.  
     Στοιχεία (η μελέτη των γραμμάτων) και Αλφαβήτα
     
    Τα πιο σημαντικά συστήματα γραφής στην ιστορία της Ερμητικής Μαγείας είναι το Αιγυπτιακό (ιερογλυφικό, ιερατικό και λαϊκό), το Ελληνικό και το Κοπτικό. Στην μετέπειτα Ερμητική Μαγεία, η Σημιτική γραφή επίσης γίνεται σημαντική. Η Ελληνική Αλφαβήτα είναι ειδικά σημαντική, καθώς είναι μία από τις λίγες που περιλαμβάνουν ήχους φωνήεντος. Το ίδιο σύστημα γραφής χρησιμοποιείται συχνά για πολλά διαφορετικά γλωσσικά συστήματα.
     Τα Αιγυπτιακά ιερογλυφικά είναι χαραγμένα ή χρωματισμένα σε πέτρα. Τα Αιγυπτιακά ιερατικά και τα λαϊκά είναι γραμμένα πάνω σε πάπυρο με μελάνι. Όμως αυτές οι γραφές είναι άγνωστο με ποιόν τρόπο προφέρονταν, μια και θεωρούσαν πως έτσι είχαν πιο μεγάλη δύναμη.
     Η Ελληνική Αλφαβήτα έχει σύμβολα για κάθε ήχο και συλλάβιζαν τις λέξεις όπως ηχούσαν. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να προφέρομε ακριβώς τις λέξεις όπως ήταν στους αρχαίους χρόνους, στους μαγικούς αρχαίους πάπυρους, καθώς και το ίδιο τις Αιγυπτιακές και Εβραϊκές λέξεις που περιείχαν. Η Κοπτική γλώσσα είναι μια διάλεκτος της Αιγυπτιακής. Η Κοπτική αλφαβήτα είναι μια έκδοση της Ελληνικής και επομένως περιέχει φωνήεντα.
     Πολλοί στον αρχαίο κόσμο θεώρησαν πως τα γράμματα της αλφαβήτου ήταν τα απαραίτητα Στοιχεία του κόσμου. Πιστεύεται πως εκτελούμε το γράμμα και τη λέξη μαγικά με το χειρισμό των τεσσάρων όψεων των γραμμάτων της αλφαβήτας, δηλαδή, αριθμός, μορφή, ήχος και έννοια.  
     Αριθμός
     
    Η επιστήμη γνωρίζει για κάποιο χρόνο ότι η γνώση των αριθμών αφορούσε σε κάτι, όπως το μέγεθος, το βάρος, την ταχύτητα, κλπ, επιτρέποντάς μας για να τους χειριστούμε. Ο Μάγος καθ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας πρέπει επιπλέον να γνωρίζει, πως οι αριθμοί και οι χειρισμοί είναι διαφορετικοί. Τα αιθερικά σώματα τα χειρίζονταν με την προσθήκη των αριθμητικών αξιών των γραμμάτων του αληθινού ονόματός τους που τα μετονομάζει ή που τα συνδέει έπειτα σε ονόματα με άλλες αριθμητικές αξίες. Πολλοί διαφορετικοί συλλαβισμοί και σχετικές αριθμητικές αξίες των ελληνικών λέξεων βρίσκονται μέσω των διαφορετικών διαλέκτων και της διαφορετικής χρήσης.
    Για παράδειγμα η λέξη «ιερέας» με αριθμητική αξία 321 και η λέξη «ιέρεια» με αριθμητική αξία 131, είναι ουσιαστικά το ίδιο πράγμα με διαφορετικό γένος και αριθμητική αξία.
     Προσεκτικά επιλέγοντας λέξεις για τις μαγικές επικλήσεις ή τα φυλακτά μπορεί να αλλαχθούν οι ενέργειες και η σημασία, δραστικά..

     Οι λέξεις έχουν μια σύνδεση με κάποιες άλλες λέξεις που έχουν την ίδια αριθμητική αξία ή διαφέρουν όχι περισσότερο από ένα. Λέξεις που έχουν τα ίδια γράμματα σε διαφορετική σειρά έχουν μια αρνητική σύνδεση. Κατά συνέπεια, η λέξη «άλμη» το νερό της θάλασσας, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αφαιρέσει το θάρρος ή την βούληση των κακών πνευμάτων και να τα οδηγήσει μακριά ή να τα ελέγξει, «λήμα». Οι παλινδρομίες, όπως η λέξη «άττα» που διαβάζεται το ίδιο μπρος ή πίσω, είναι ιδιαίτερα ισχυρή.
     "Τα Άττα" σημαίνει "μερικά κάποια, τα οποία". Η λέξη "η Άλμη" σημαίνει "το πολύ αλατισμένο νερό". Λέξη που προέρχεται από το ουσιαστικό «άλς – αλός» που σημαίνει θάλασσα. 
     Μορφή
     
    Η μορφή των μεμονωμένων λέξεων ή γραμμάτων και η μορφή του γραψίματος, προσθέτουν δύναμη στη μαγεία. Ένα παράδειγμα σπουδαιότητας της μορφής ενός γράμματος είναι το κεφαλαίο Υ. Αυτό συμβολίζει τρίστρατα, καθαγιασμένα της Εκάτης ή τις δύο ατραπούς ως αποτέλεσμα μιας τελικής κρίσης. Μερικές μαγικές λέξεις, όπως ΑΒΛΑΝΑΘΑΝΑΛΒΑ που συνδέεται με τον ΙΑΩ ή Αντονάι, έχουν δημιουργηθεί ακριβώς για τη μορφή τους. Αυτή η λέξη αντιπροσωπεύει την ένωση της Σελήνης με τον Κριό, Καρκίνο και Παρθένο, εξισορροπημένη εις έκαστο. Γράφοντας λέξεις σε σπείρες, τρίγωνα, διαμάντια και άλλες μορφές είναι άλλοι τρόποι για να προστεθεί δύναμη σε μια μαγική επίκληση. Η πιο κοινή από αυτές τις μορφές καλείται σχηματισμός πτερυγίου. Μια λέξη ή φράση γράφεται, μετά επαναλαμβάνεται στην επόμενη γραμμή χωρίς το πρώτο γράμμα. Αυτό επαναλαμβάνεται έως ότου δεν υπάρχει κανένα γράμμα υπόλοιπο. Ο σκοπός είναι να προκληθεί κάτι προς ελάττωση καθώς η φράση ελαττώνεται.
     Ήχος
     
    Η επιστήμη έχει προσδιορίσει ότι όλα τα πράγματα φτιάχτηκαν από κύμα ενέργειας. Η μαγεία κάνει χρήση του ήχου στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
     Μαζί με τη μαγική επίδραση των κοινών λέξεων και των φράσεων δόνησης, μερικές μαγικές λέξεις χρησιμοποιούνται μόνο για τους ήχους τους και μερικές από αυτές είναι αρκετά μεγάλες.
     Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται για την ηχητική αξία τους γράφονται μερικές φορές σε ένα φυλακτό, για να δώσουν πλήρη επίδραση και δόνηση, επίσης. Δοσμένης μιας λέξης παρατείνεται ο ήχος χρησιμοποιώντας τους ειδικούς τόνους. Έτσι μπορεί κάποιος να αισθανθεί τις δονήσεις καθώς μιλά. Αυτό έχει μια ισχυρή επίδραση στον περίγυρο του περιβάλλοντος και σε διάφορα επίπεδα. 
     Έννοια
     
    Η σημαντικότερη όψη των γραμμάτων είναι η έννοιά τους. Όλα τα αλφάβητα ήταν αρχικά εικονογραφήματα και κάθε γράμμα διατηρεί κάποια έννοια από αυτές τις εικόνες. Τα γράμματα έχουν συνδεθεί επίσης με τα Στοιχεία, τους Πλανήτες και τα Ζώδια απ’ όπου επίσης λαμβάνουν μια έννοια από αυτήν την ένωση.
     Τα επτά φωνήεντα του αλφάβητου συνδέονται με τους επτά πλανήτες σύμφωνα με την απόσταση από τη γη: «α» με τη Σελήνη, «ε» με τον Ερμή, «η» με την Αφροδίτη, «ι» με τον Ήλιο, «ο» με τον Άρη, «υ» με το Δία και «ω» με τον Κρόνο.
     Οι λέξεις για τα πέντε Στοιχεία χρησιμοποιούν μόνο πέντε σύμφωνα έτσι εκείνα τα σύμφωνα συνδέθηκαν με τα Στοιχεία: «γ» για τη γη (Γαία), «δ» για το νερό (Ύδωρ), «θ» για τον αιθέρα (Αιθήρ), «π» για τη φωτιά (Πυρ) και «ρ» για τον αέρα (Αήρ). Τα υπόλοιπα γράμματα συνδέονται με τα Ζώδια: «β» με τον Κριό, «ζ» με τον Ταύρο, «κ» με τους Διδύμους, «λ» με τον Καρκίνο, «μ» με το Λέοντα, «ν» με το Ζυγό, «σ» με το Σκορπιό, «τ» με τον Τοξότη, «φ» με τον Αιγόκερω, «χ» με τον Υδροχόο και «ψ» με τους Ιχθύς.
     Παρότι υπάρχουν και άλλες έννοιες, εξίσου σημαντικές, θα αναφέρων την πιο γνωστή. Σε ένα μετέπειτα κείμενο, θα δώσω στοιχεία περισσότερα για το αλφάβητο.
     Το εικονογράφημα του Άλφα προέρχεται από το σύμβολο της κεφαλής βοδιού και τα βόδια χρησιμοποιήθηκαν ως σημάδι πλούτου, έτσι το Άλφα έχει την έννοια του πλούτου. Σαν πρώτο γράμμα έχει την έννοια της πηγής των πραγμάτων και συνδέεται με το Δία ως κυβερνήτη των Θεών. Το Βήτα, σαν δεύτερο γράμμα της αλφαβήτου, αντιπροσωπεύει τη δυαδικότητα με όλες τις μορφές της. Αντιπροσωπεύει το δικαίωμα. Το Γάμμα, ως τρίτο γράμμα, αντιπροσωπεύει όλες τις τριπλές μορφές Θεών, όπως τις Μοίρες και τις Χάριτες, τις τρεις φάσεις της Σελήνης, την αύξηση, την ελάττωση και την πανσέληνο και τα τριπλά σταυροδρόμια, άρα και την Εκάτη. Το τέταρτο γράμμα το Δέλτα, συνδέεται με τα τέσσερα Στοιχεία και την Πυθαγόρεια Τετρακτύ. Το Δέλτα που είναι το πρώτο γράμμα της λέξης «δέκα» και η τριγωνική μορφή του που μοιάζει με τη μορφή των δέκα σημείων της Τετρακτύος. Το Δέλτα συνδέεται με τον αριθμό δέκα. Συμβολίζει τις πόρτες και τους ανθρώπους που φεύγουν ή έρχονται. Συνδέεται επίσης με τον Ερμή σαν Θεό των ταξιδιωτών. Η μορφή του Έψιλον εμφανίζεται να μοιάζει με τη μορφή ενός δοκού ζυγαριάς έτσι συνδέεται με το ζυγό της δικαιοσύνης και τη δικαιοσύνη την ίδια. Τοποθετημένο επάνω από την πόρτα του ναού στους Δελφούς, το Έψιλον αιτιολογημένα συνδέεται με τον Απόλλωνα. Όντας το πέμπτο γράμμα συνδέεται με το πέμπτο Στοιχείο (αιθέρας) και η Πεντάλφα του Πυθαγόρα. Το Ζήτα είναι το πρώτο γράμμα της λέξης «Ζωή» και συνδέεται με τους πλανήτες σαν ομάδα. Το Θήτα γράφτηκε αρχικά σαν σταυρός (+) ή σαν χι (Χ) μέσα σε έναν κύκλο. Ένας σταυρός μέσα σε έναν κύκλο αποτελείται από τρία από τα παλαιότερα σύμβολα: μια οριζόντια γραμμή αντιπροσωπεύοντας πως όλα είναι θνητά και είναι από τη Γη, μια κάθετη γραμμή αντιπροσωπεύοντας πως όλα είναι αθάνατα και είναι από τους ουρανούς και έναν κύκλο, ο οποίος όλα τα περιβάλλει και που αντιπροσωπεύει το Μηδέν. Συνδυάζοντας αυτές τις έννοιες, η αρχική μορφή του Θήτα συνδέεται με τον κόσμο. Αργότερα, ο σταυρός μέσα στον κύκλο αντικαταστάθηκε με μια μικρή γραμμή ή μία τελεία. Είναι αντιπροσωπευτικό της Γης που περικυκλώνεται από τον Παγκόσμιο Όφι, τα Καλά Πνεύματα ή τον Αγαθόν Δαίμονα. Δεδομένου ότι αρχίζει τη λέξη "θάνατος", συνδέεται συχνά με το θάνατο, τη λύτρωση. Το Γιώτα είναι το μικρότερο και απλούστερο γράμμα και συνδέεται με τα πράγματα που είναι ασήμαντα. Το Γιώτα συνδέεται με την πηγή όλων των πραγμάτων και με το φαλλό. Θεωρείται γράμμα ψιλόν. Το Κάπα χρησιμοποιείται μερικές φορές για μια σύντμηση της λέξης Κύριος. Ένα από τα πιο μαγικά και ιερά γράμματα. Το Λάμδα χρησιμοποιείται για να αντιπροσωπεύσει την αριθμητική πρόοδο. Οι αρχαίοι το χρησιμοποίησαν σε ένα διάγραμμα που επεξηγεί το δις και τρις και στον αριστερό βραχίονα είναι οι αριθμοί 1.2.4.8 και στο δεξιό βραχίονα είναι οι αριθμοί 1, 3, 9, 27. Το Μι δημιούργησε το Αιγυπτιακό σύμβολο του ύδατος, κάτι σαν το σημερινό σύμβολο του Υδροχόου. Με το Άλφα ως αρχή και το Ωμέγα ως τέλος, το Μι αντιπροσωπεύει το μέσον. Επτά Μι μαζί χρησιμοποιούνται ως ήχος στεναγμού των πνευμάτων και χρησιμοποιούνται στις επικλήσεις. Το Ξι χρησιμοποιείται σπάνια στη μαγεία για να αντιπροσωπεύσει το Δία. Το Ταυ αντιπροσωπεύει το φαλλό και συνδέθηκε με το σταυρό, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για τη σταύρωση από τους Ασσυρίους και υιοθετήθηκε αργότερα από τους Ρωμαίους. Το Ύψιλον είναι ένα σύμβολο μιας ηθικής επιλογής λόγω της μορφής του. Όταν οι βραχίονες του Χι έχουν τέσσερις μικρούς κύκλους στις άκρες τους, τότε το γράμμα αντιπροσωπεύει τη δημιουργία του κόσμου και επομένως, τη δημιουργία γενικά. Το Χι και μερικές φορές Χ και Ρ, χρησιμοποιούνται για να συμβολίσουν τον Χρόνο. Το Ψι συνδέεται με την ψυχή. Το Ωμέγα συμβολίζει την Άβυσσο.
     Φυλακτά
     
    Τα φυλακτά είναι αντικείμενα ή σύμβολα που επισύρουν και αποθηκεύουν μαγική ενέργεια. Τα φυλακτά που καλούνται Στήλες από τους αρχαίους Έλληνες, είναι αντικείμενα που κατασκευάζονται με δεδομένη μια μαγική πρόθεση. Τα μαγικά Ιδεογράμματα είναι τάλισμαν που δημιουργούνται χρησιμοποιώντας κοινά υλικά γραψίματος. Τα τάλισμαν έχουν δύο σκοπούς: κατ' αρχάς, ο σχεδιασμός και η αποθήκευση της μαγικής ενέργειας και δεύτερο, η διοχέτευση αυτής της ενέργειας σε έναν συγκεκριμένο σκοπό.

     Ο σχεδιασμός και η αποθήκευση της ενέργειας ολοκληρώνονται ουδέτερα με τη χρησιμοποίηση της αξίας του φυλακτού του ονόματος της Θεότητας, ενός συμβόλου, ενός τύπου, ή μιας φράσης.
     Η αποθήκευση ενέργειας μπορεί να γίνει δραστική δια νοερής σύλληψης, τυπικώς ή και τα δύο.
     Ας πούμε πως πρέπει να φτιαχτεί ένα φυλακτό προστασίας, ένα φυλακτήριο δηλαδή. Θα μπει το όνομα Απόλλων Αλεξίκακος, δηλαδή που απομακρύνει το κακό. Για να προελκυσθεί η αγάπη, προσθέτομε ένα σχέδιο από τη Στήλης της Αφροδίτης, η οποία είναι ένα φυλακτό που έχει χρησιμοποιηθεί για τις μαγικές επικλήσεις αγάπης για χιλιάδες έτη. Για να γεμίσομε ενεργά ένα φυλακτό, εκτελούμε ένα τυπικό καθαγίασης. Το ίδιο φυλακτό μπορεί να γεμίσει και ενεργά και παθητικά. Ένα παράδειγμα αυτού είναι στο να χρησιμοποιήσομε τύπους, που είναι λέξεις που δεν έχουν καμία προφανή έννοια αλλά χρησιμοποιούνται για τις συμβολικές και αριθμητικές τιμές των γραμμάτων, όπως Αβρασάξ για την ισοψηφία του και Αβλαναθανάλβα ως παλίνδρομη.
     Η κατεύθυνση της ενέργειας μπορεί επίσης να ολοκληρωθεί παθητικά, δηλαδή με μια σύντομη φράση, ένα σύμβολο ή έναν σχεδιασμό ή ενεργά, δηλαδή με την απεικόνιση, το τυπικό ή το ζευγάρωμα.
     Η σύντομη φράση πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο συνοπτική, συνήθως ακριβώς ένα ρήμα και ένα ουσιαστικό, έτσι ώστε γίνεται ένα σύμβολο μάλλον παρά μια εξήγηση αυτού που επιδιώκεται. Το ίδιο ακριβώς γίνεται και στην Αραβική μαγεία, σήμερα. Το σύμβολο, αφ' ετέρου, μπορεί να είναι αρκετά σύνθετο.
     Όσο περισσότερα πράγματα που ταιριάζουν, προστεθούν στο σκοπό, τόσο ισχυρότερο είναι το τάλισμαν. Επίσης, όσο λιγότερα πράγματα συμπεριλαμβάνονται που δεν αρμόζουν στο σκοπό, τόσο ισχυρότερο το φυλακτό. Για παράδειγμα, ένα φυλακτήριο με το όνομα Ερμής Ενόδιος, για να το ισχυροποιήσομε θα βάλομε λέξεις, όπως «ταξιδιώτες υπεράσπισε» (ταξιδιωτική προστασία) για την άμεση ενέργεια της προστασίας ενός ταξιδιώτη. Μπορούν να γίνουν ισχυρότερες με την επιλογή των λέξεων ταιριάζοντας κάποιες, με αξίες ισοψηφίας. Το επίθετο Ενόδιος συνοδεύει τους θεούς που τα αγάλματά τους στήνονταν κοντά στους δρόμους ή στα τρίστρατα. Μια καλύτερη επιλογή θα το ισχυροποιούσε με τον Ερμή Ακακήτης, δηλαδή που σώζει και θα κατεύθυνε την ενέργεια με το «και σώος διάβα» (και ένα ασφαλές ταξίδι). Αυτά ταιριάζουν με τις τιμές ισοψηφίας με μια αποδεκτή διαφορά του ένα.

  • Ύμνοι Ανώνυμοι

    Νερτερίη χθονίη τε καὶ οὐρανίη μολὲ Βομβώ, εἰνοδίη, τριοδῖτι, φαεσφόρε, νυκτερόφοιτε, ἐχθρὴ μὲν φωτός, νυκτὸς δὲ φίλη καὶ ἑταίρη, χαίρουσα σκυλάκων ὑλακῇ τε καὶ αἵματι φοινῷ, ἐν νέκυσιν στείχουσα κατ' ἠρία τεθνηώτων, αἵματος ἱμείρουσα, φόβον θνητοῖσι φέρουσα, Γοργὼ καὶ Μορμὼ καὶ Μήνη καὶ πολύμορφε, ἔλθοις εὐάντητος ἐφ' ἡμετέρῃσι θυηλαῖς.
     

    Τίς μορφὰς ζώων ἔπλασεν; τίς δ' εὗρε κελεύθους; τίς καρπῶν γενέτης;
    τίς δ' οὔρεα ὑψόσ' ἐγείρει; τίς δ' ἀνέμους ἐκέλευσεν ἔχειν ἐνιαύσια ἔργα;
    τίς δ' Αἰὼν Αἰῶνα τρέφων Αἰῶσιν ἀνάσσει;
    εἷς θεὸς ἀθάνατος· πάντων γενέτωρ σὺ πέφυκας
    καὶ πᾶσιν ψυχὰς σὺ νέμεις καὶ πάντα κρατύνεις,
    Αἰώνων βασιλεῦ καὶ κύριε, ὅν τε τρέμουσιν
    οὔρεα σὺν πεδίοις, πηγῶν ποταμῶν τε ῥέεθρα
    καὶ βῆσσαι γαίης καὶ πνεύματα, πάντα τὰ φύντα·
    οὐρανὸς ὑψιφαής σε τρέμει καὶ πᾶσα θάλασσα,
    κύριε παντοκράτωρ, ἅγιε καὶ δέσποτα πάντων·
    σῇ δυνάμει στοιχεῖα πέλει καὶ φύεθ' ἅπαντα
    'ἠελίου μήνης τε δρόμος νυκτός τε καὶ ἠοῦσ(
    ἀέρι καὶ γαίᾳ καὶ ὕδατι καὶ πυρὸς ἀτμῷ.
    Δεῦρο σύ, παντὸς κτίστα, θεῶν θεέ, κοίρανε παντόσ,
    Πάν, ὁ διαστήσας τὸν κόσμον 'τῷ σεαυτῷ( πνεύματι θείῳ.
    πρῶτος δ' ἐξεφάνης ἐκ πρωτογόνου, Μελιοῦχε,
    ὕδατος ἐκ βιαίου ὁ τὰ πάντα κτίσσας· ἄβυσσον,
    γαῖαν, πῦρ, ὕδωρ τε καὶ ἀέρα καὶ πάλιν αἶθραν
    καὶ ποταμοὺσ κελάδοντασ· ὑσγινοιδὴσ δὲ σελήνη,
    ἀστέρες ἀέριοι, ἐῶοι, περιδινοπλανῆται
    αὐταῖς σαῖς βουλαῖς σοι δουρυφοροῦσιν ἅπαντα.
     Χαῖρε δράκων, ἀκμαῖε 'δε( λέων, Φύσι καὶ πυρὸς ἀρχή,
    χαῖρε δὲ λεῦκον ὕδωρ καὶ δένδρεον ὑψιπέτηλον
    καὶ χρυσοῦ κυαμῶνος ἀναθρῴσκων μελίλωτον
    καὶ καθαρῶν στομάτων ἀφρὸν ἥμερον ἐξαναβλύζων,
    κάνθαρε, κύκλον ἄγων σπορίμου πυρός, αὐτογένεθλε,
    ὅστε δισύλλαβος εἶ, ΑΗ, καὶ πρωτοφανὴς εἶ·
    νεῦσον ἐμοί, λίτομαι, ὅτι σύμβολα μυστικὰ φράζω,
    ἱλαθί μοι, προπάτωρ, καί μοι σθένος αὐτὸς ὀπάζοις.
    Ἀεροφοιτήτων ἀνέμων ἐποχούμενος αὔραις,
    Ἥλιε χρυσοκόμα, διέπων φλογὸς ἀκάματον πῦρ,
    αἰθερίοισι τρίβοισι μέγαν πόλον ἀμφιελίσσων,
    γεννῶν αὐτὸς ἅπαντα ἅπερ πάλιν ἐξαναλύεις·
    ἐκ σοῦ γὰρ στοιχεῖα τεταγμένα σοῖσι νόμοισι
    κόσμον ἅπαντα τρέφουσι τετράτροπον εἰς ἐνιαυτόν.
    κλῦθι, μάκαρ, κλῄζω σε, τὸν οὐρανοῦ ἡγεμονῆα
    γαίης τε χάεός τε καὶ Ἄιδος, ἔνθα νέμονται
    δαίμονες ἀνθρώπων οἱ πρὶν φάος εἰσορόωντες.
    καὶ δὴ νῦν λίτομαι 'σε(, μάκαρ ἄφθιτε, δέσποτα κόσμου·
    ἢν γαίης κευθμῶνα μόλῃς νεκύων ἐνὶ χώρῳ,
    πέμψον δαίμονα τοῦτον ἐμοὶ μεσάταισιν ἐν ὥραις
    νυκτὸς ἐλευσόμενον προστάγμασι σῆς ὑπ' ἀνάγκης,
    οὗπερ ἀπὸ σκήνους κατέχω τόδε, καὶ φρασάτω μοι
    ὅσσα θέλω γνώμῃσιν, ἀληθείην καταλέξας,
    πραύς, μειλίχιος, μηδ' ἀντία μοι φρονέοιτο.
    μηδὲ σὺ μηνίσῃς ἐπ' ἐμαῖς ἱεραῖς ἐπαοιδαῖς·
    ταῦτα γὰρ αὐτὸς ἔταξας ἐν ἀνθρώποισι δαῆναι
    νήματα Μοιράων ταῖς σαῖς ὑποθημοσύνῃσιν·
    ἀλλὰ φύλαξον ἅπαν 'μου( δέμας ἄρκιον ἐς φάος ἐλθεῖν,
    καί μοι μηνυσάτω 'ὁ δεῖνα( τὸ τίσ ἢ πόθεν, ἢ δύναται 'μοι( τί
    νῦν ἐς ὑπηρεσίαν, καὶ τὸν χρόνον ὃν παρεδρεύει.
    κλῄζω δ' οὔνομα σὸν ὡρῶν Μοίραις ἰσάριθμον,
    αχαιφωθωθωαιηιαηαιιαηαιηιαωθωθωφιαχα·
    ἱλαθί μοι, προπάτωρ, κόσμου θάλος, αὐτολόχευτε,
    πυρφόρε, χρυσοφαῆ, φαεσίμβροτε, δέσποτα κόσμου,
    δαῖμον ἀκοιμήτου πυρὸς, ἄφθιτε, χρυσεόκυκλε,
    φέγγος ἀπ' ἀκτίνων καθαρὸν πέμπων ἐπὶ γαῖαν.
     Ἥσυχον ἐν στόμασιν πάντες κατερύκετε φωνήν,
    αἰθέρος ἀμφίδρομοι σιγὴν ὄρνιθες ἔχοιτε,
    σκιρτῶντες δελφῖνες ὑπὲρ ἁλίοιο παύεσθε,
    μείνατέ μοι ποταμῶν τε ῥοαὶ καὶ νάματ' ἀναύρων,
    οἰωνοὶ πτηνοὶ νῦν στήσατε πάντες ὑπ' αἴθραν,
    ἑρπετὰ φωλειοῖσι βοὴν ἀίοντα φοβεῖσθε,
    δαίμονες ἐν φθιμένοις σιγὴν τρομέοντες ἔχοιτε·
    ἀρρήτοις ἔπεσιν κόσμοσ ξεινίζεται αὐτός.
    ὦ βασιλεῦ κόσμου γενέτωρ, ἐμοὶ ἵλαος ἔλθοις,
    κάνθαρε, χρυσοκόμην κλῄζω θεὸν ἀθάνατόν σε,
    κάνθαρε, πᾶσι θεοῖσι καὶ ἀνθρώποις μέγα θαῦμα,
    ἵλαθι, δέσποτ' ἔχων ἐπὶ σοὶ φλόγινον πυρὸς ἀτμόν,
    δέσποτα ἀντολίησ, Τίταν, πυρόεις ἀνατείλας·
    κλῄζω πρῶτον τὸν Διὸς ἄγγελον, θεῖον Ἰάω,
    καί σε τὸν οὐράνιον κόσμον κατέχοντα, Ῥαφαήλ,
    ἀντολίῃς χαίρων, θεὸς ἵλαος ἔσσο, Ἀβρασάξ,
    καί σε, μέγιστε καὶ αἰθέριε, κλῄζω 'αρωγον σου( σε Μιχαήλ,
    καὶ σώζοντα βίουσ ἰδίων, Διὸσ ὄμμα τέλειον,
    καὶ φύσιν ἀέξοντα καὶ ἐκ φύσεως φύσιν αὖθις,
    καὶ κλῄζω ἀθανάτων σεσενγενβαρφαραγγης
    παντοκράτωρ θεὸς ἔσσι, σὺ δ', ἀθάνατ', ἔσσι μέγιστος.
    ἱκνοῦμαι νῦν λάμψον, ἄναξ κόσμοιο Σαβαώθ,
    ὃς δύσιν ἀντολίῃσιν ἐπισκεπάζεις, Ἀδωναί,
    κόσμος ἐὼν κόσμον μόνος ἀθανάτων ἐφοδεύεις,
    αὐτομαθής, ἀδίδακτος, μέσον τὸν κόσμον ἐλαύνων
    τῆσ νυκτὸς καιροὺς ἰδὲ ἠοῦς, Ἀκραμμαχάρι
    κακρων ἐπιθύματα δάφνησ
    καὶ Στυγὸς ἀδμήτοιο πύλας καὶ ἠέρα λυγρόν
     ὁρκίζω σε, σφραγῖδα θεοῦ, ὃν πάντες Ὀλύμπου
    ἀθάνατοι φρίσσουσι !!! καὶ δαίμονες ἔξοχ' ἄριστοι
    καὶ πέλαγος σιγᾷ καὶ στέλλεται ὁππότ' ἀκούει.
     

    Υμνος στην Εκάτη
    Νερτερίη χθονίη τε καὶ οὐρανίη μολὲ Βομβώ,
    εἰνοδίη, τριοδῖτι, φαεσφόρε, νυκτερόφοιτε,
    ἐχθρὴ μὲν φωτός, νυκτὸς δὲ φίλη καὶ ἑταίρη,
    χαίρουσα σκυλάκων ὑλακῇ τε καὶ αἵματι φοινῷ,
    ἐν νέκυσιν στείχουσα κατ' ἠρία τεθνηώτων,
    αἵματος ἱμείρουσα, φόβον θνητοῖσι φέρουσα,
    Γοργὼ καὶ Μορμὼ καὶ Μήνη καὶ πολύμορφε,
    ἔλθοις εὐάντητος ἐφ' ἡμετέρῃσι θυηλαῖς.

    Κραταιὲ Τυφών, τῆς ἄνω σκηπτουχίας
    σκηπτοῦχε καὶ δυνάστα, θεὲ θεῶν, ἄναξ,
    γνοφεντινάκτα, βρονταγωγέ, λαιλαφέτη,
    νυκταστραπῆτα, ψυχροθερμοφύσησε,
    πετρεντινάκτα, τειχοσεισμοποίησε,
    κοχλαζοκύμων, βυθοταραξοκίνησε·
    ἐγὼ 'ειμι( ὁ σὺν σοὶ τὴν ὅλην οἰκουμένην
    ἀνασκαλεύσας καὶ ἐξευρὼν τὸν μέγαν
    Ὄσιριν, ὅν σοι δέσμιον προσήνεγκα,
    ἐγὼ 'ειμι( ὁ σὺν σοὶ συμμαχήσας τοῖς θεοῖς,
    ἐγὼ 'ειμι( ὁ κλείσας οὐρανοῦ δισσὰς πτύχας
    καὶ κοιμίσας δράκοντα τὸν ἀθεώρητον,
    στήσας θάλασσαν, ῥεῖθρα, ποταμῶν νάματα,
    ἄχρις 'ου( κυριεύσῃς τῆσδε τῆς σκηπτουχίας,
    ὁ σὸς στρατιώτης ὑπὸ θεῶν νενίκημαι,
    πρηνὴς ῥέριμμαι μηνίδος εἵνεκεν κενῆς·
    ἔγειρον, ἱκετῶ, τὸν σόν, ἱκνοῦμαι, φίλον
    καὶ μή με ῥίψῃς χθονοριφῆ, ἄναξ θεῶν.
    δυνάμωσον, ἱκετῶ, δὸς δέ μοι ταύτην χάριν,
    ἵν' ὅταν τινα αὐτῶν τῶν θεῶν φράσω μολεῖν
    ἐμαῖς ἀοιδαῖς, θᾶττον ὀφθῇ μοι μολών.
     

     Σὲ καλέω τὸν πρῶτα θεῶν οργιλον διέποντα,
    σὲ τὸν ἐπουρανίων σκῆπτρον βασίλειον ἔχοντα,
    σὲ τὸν ἄνω μεσεύοντ' 'ων( ἄστρων Τυφῶνα δυνάστην,
    σὲ καλέω τὸν ἐπὶ 'τῷ( στερεώματι δεινὸν ἄνακτα,
    σὲ τὸν παμφοβερόν, 'καὶ( τρομερὸν καὶ φρικτὸν ἐόντα,
    σὲ τὸν δηλον ἀμήχανον, μισοπόνηρον,
    σὲ καλέω, Τυφών, ὥραις ἀνόμοις ἀμετρήτοις,
    σὲ τὸν ἐπ' ἀσβέστῳ βεβηκότα πυρὶ λιγείῳ,
    σὲ τὸν ἄνω χιόνων τε κάτω τε πάγους σκοτεεινοῦ,
    σὲ τὸν ἐπευκταίων Μοιρῶν βασίλειον ἔχοντα
    κλῄζω, παντοκράτωρ, ἵνα μοι ποιῇς ἅ σ' ἐρωτῶ
    κεὐθὺς ἐπινεύσῃς μοι ἐπιτρέψῃς τε γενέσθαι.
     

    Ἑρμῆ κοσμοκρ,άτωρ, ἐγκάρδιε, κύκλε σελήνης,,
    στρογγύλε καὶ τ,ετράγωνε, λόγων ἀρχηγέτα γλώσσης,,
    πειθοδικαιόσυνε,, χλαμυδηφόρε, πτηνοπέδιλε.,
    παμφώνου γ,λώσσης μεδέων
    εισπνοιη γὰρ
    παρων προει
    ντυτθῷ χρόνῳ 
    ὅταν πάλι μόρσιμον ἦμαρ ἐπέλθῃ
    .... χρησμόν τιν' ἀληθέα... πεμπ
    μοιρῶν τε κλωσ,τὴρ σὺ λέγῃ καὶ θεῖος ὄνειροσ,
    αστος, ἅπερ φε
    αν ἐπικρίνοιο 
    ἐσθλὰ μὲν ἐσθλοῖσιν παρέχεις, ἀνόμοισι δὲ λυγρά.
    σοὶ δ' ἠὼς ἀνέτειλε, θοὴ δ' ἐπελάσσατό σοι νύξ,
    στοιχείων σὺ κρατεῖς, πυρός, ἀέρος, ὕδατος, αἴης·
    ἡνία, πηδαλιοῦχος ἔφυς κόσμοιο ἅπαντος.
    ὧν δ' ἐθέλεις ψυχὰς προάγεις, τοὺς δ' αὖτε καλύπτεις·
    κόσμος γὰρ κόσμου γεγαὼς κόσμον σὺ κρατύνεις·
    σὺ γὰρ καὶ νούσους μερόπων πάσας θεραπεύεις,
    ἡμερινοὺς καὶ νυκτερινοὺς χρησμοὺς ἐπιπέμπων·,
    καί μοι εὐχομένῳ τὴν σὴν μορφὴν ἐπίδειξαι
    ἀνθρώπῳ ὁσίῳ, ἱκέτῃ καὶ σῷ στρατιώτῃ,
    καὶ σὴν μαντοσύνην νημερτέα...
     

    Χαῖρ' ἱερὸν φῶς, ταρταροῦχε, φωτοπλήξ,
    χαῖρ' ἱερὰ αὐγὴ ἐκ σκότους εἰλημμένη,
    ἀναστατοῦσα πάντα βουλαῖς ἀστόχοις.
    καλέσω κἀκούσῃ μου τῶν ἱερῶν λόγων
    φρικτῆς ἀνάγκης σοι παντόθ' ὑπεστρωμένης·
    δεθεῖσα τρίς, λύθητι, ἐλθέ, βρίμασον
    τὸν δεῖνα· Κλωθὼ γὰρ ἐπικλώσει σοι λίνα.
    νεῦσον μάκαιρα, πρὶν στυγνήν σε καταλάβω,
    πρὶν τοὺς ξιφήρεις ἀναλάβῃς σου κονδύλους,
    πρὶν ἠδὲ λυσσῇς, ἰσοπαρθένος κύων.
    τὸ δεῖνα ποιήσεις, κἂν θέλῃς κἂν μὴ θέλῃς,
    ὅτι οἶδά σου τὰ φῶτα πρὸσ στιγμῆς μέτρον
    καὶ τῶν καλῶν σου μυσταγωγὸς πραγμάτων
    ὑπουργόσ εἰμι καὶ συνίστωρ, παρθένε.
    ὃ δεῖ γενέσθαι, τοῦτ' οὐκ ἔξεστιν φυγεῖν,
    τὸ δεῖνα ποιήσεις, κἂν θέλῃς κἂν μὴ θέλῃς.
    ἐνεύχομαί σοι τήνδε νύκτα κυρίαν,
    ἐν ᾗ τὸ σὸν φῶς ὕστατον χωρίζεται,
    ἐν ᾗ κύων κέχηνε κοὐ κλείει στόμα,
    ἐν ᾗ τὸ κλεῖθρον ἠνέῳχε ταρτάρου,
    ἐν ᾗ προλυσσᾷ Κέρβερος κεραύνοπλος.
    ἔγειρε σεαυτήν, ἡλιωτίδος τροφοῦ
    χρῄζουσα Μήνη, νερτέρων ἐπίσκοπε,
    ἐνεύχομαί σοι, ξενη δ αυγη, παρθένε,
    ἐνεύχομαί σοι, δαιδάλη καὶ πειθόη,
    ολκιτι λοφαιη φασγανων θυμαντρια
    παιωνια προθμηεισδαυγη πολυκλειτη
    νυσσα ποδαρκη αλκιμη πορφυρεη
    σκοτειη Βριμω αμβροτε επηκοε
    Περσια νομαιε Αλκυονη χρυσοστεφη
    πρεσβειρα φαεννω πελαγιη ειδωνη
    ινδαλιμη δειχτειρα βαριδουχε ευστοχε
    αυτοφυης μιτριη ανδρειη στρατηλατι
    Δωδωνιη Ιδαια νεοπενθης λυκω
    στηλιτι ουλοη αρκιη χαροπη οξυβοη
    Θασια Μηνη πηματ', ηγκαλισμενη
    ακτινας, η σωτειρα παγγαιη κυων
    Κλωθαιη πανδωτειρα δολιχη κυδιμη
    ανασσα αρηγε αγλαη ευρυστοχε
    αιζηιη αγια ημερη αφθιτε
    λιγεια λιπαροπλοκαμε θαλια ζαθεη
    χρυσωπι τερψιμβροτε Μινωα λοχιας
    Θηβαια τλητη δολοεσσα ατασθαλη
    ἀκτινοχαῖτι, ἰοχέαιρα, παρθένε,
    δόλου γέμουσα καὶ φόβου σωτηρίη.
    ἦ σ' οἶδα, πάντων ὡς μάγων ἀρχηγέτης,
    Ἑρμῆς ὁ πρέσβυς, Ἴσιδος πατὴρ ἐγώ.
    ἄκουσον ηω 'φορβα βριμω σαχμι
    νεβουτο σουαληθ(, τοῦτο γάρ σου σύμβολον·
    τὸ σάνδαλόν σου ἔκρυψα καὶ κλεῖδα κρατῶ,
    ἤνοιξα ταρταρούχου κλεῖθρα 'ταρταρου( Κερβέρου
    καὶ νύκτα τὴν ἄωρον παρέδωκα σκότει.
    ῥόμβον στρέφω σοι, κυμβάλων οὐχ ἅπτομαι.
    ἄθρησον εἴς σε, Νειλωῖτι, δὸς χάριν,
    κάτοπτρον ἣν ἰδοῦσα σαυτὴν θαυμάσεις,
    πρὶν ἢ μέλαν φῶς ἐκπτύσῃς ἀπ' ὀμμάτων.
    ὃ δεῖ σε ποιῆσαι, τοῦτο δεῖ σε μὴ φυγεῖν,
    τὸ δεῖνα 'μοι( ποιήσεις, κἂν θέλῃς κἂν μὴ θέλῃς.
    ἵππος, κόρη, δράκαινα, λαμπάς, ἀστραπή,
    ἀστήρ, λέων, λύκαινα, αηω ηη,
    σκεῦος παλαιόν, κόσκινόν μου σύμβολον
    καὶ ψωμὸς εἷς, κόραλλος, αἷμα τρυγόνος,
    ὄνυξ καμήλου καὶ βοὸς θρὶξ παρθένου,
    Πανὸς γόνος, πῦρ ἡλιωτίδος βολῆς,
    χαμαίλυκον, νήθουσα, παιδέρως, ἄρις,
    γλαυκῆς γυναικὸς σῶμα διεσκελισμένον,
    σφιγγὸς μελαίνης ἡ φύσις θεωρουμένη,
    ἅπαντα ταῦτα σύμβολόν μου πνεύματος.
    ὅλης ἀνάγκης δεσμὰ συρραγήσεται,
    καὶ κρύψει σὸν φῶς Ἥλιος πρὸς τὸν νότον,
    Τηθύς τε τὴν σὴν κουφίσει οἰκουμένην,
    Αἰὼν κραδαίνει, κινηθήσετ' οὐρανός,
    Κρόνος φοβηθείς τὸν βεβιασμένον σου νοῦν
    πέφευγ' εἰς Ἅιδην νερτέρων ἐπίσκοπος,
    Μοῖραί σου τὸν ἀνέκλειπτον ῥίπτουσιν μίτον,
    ἂν μὴ μαγείης τῆς ἐμῆς ἀναγκάσῃς
    βέλος πετηνὸν ταχύτατον τέλος δραμεῖν.
    οὐ γὰρ φυγεῖν ἔξεστι μοῖραν μου λόγων,
    ὃ δεῖ 'σε( γενέσθαι μὴ ς ατην ἀναγκάσῃς
    ἄνωθεν εἰς ανωθεν ἀκούειν συμβόλων.
    τὸ δεῖνα ποιήσεις, κἂν θέλῃς κἂν μὴ θέλῃς,
    ἀχρείου φωτὸς πρίν σε μοῖρα καταλάβῃ.
    ποίησον ὃ λέγω, ταρταροῦχε, παρθένε·
    ἔδησα δεσμοῖς τοῖς Κρόνου τὸν σὸν πόλον
    καὶ σφιγγανάγκῃ ἀντίχειρά σου κρατῶ.
    'οὐ γείνεται αὔριον, εἰ μὴ γένηται ὃ βούλομαι(
    ἔνευσας Ἑρμῇ, τῷ θεῶν ἀρχηγέτῃ,
    εἰς τήνδε 'τὴν( πρᾶξιν συμβαλεῖν· ἦ μὴν σ' ἔχω.
    ἄκουσον ἡ θεωροῦσα καὶ θεωρουμένη·
    βλέπω σε καὶ βλέπεις με, εἶτα κἀγώ σοι
    ἐρῶ σημεῖον· χάλκεον τὸ σάνδαλον
    τῆς ταρταρούχου, στέμμα, κλείς, κηρύκιον,
    ῥόμβος σιδηροῦς καὶ κύων κυάνεος,
    κλεῖθρον τρίχωρον, ἐσχάρα πυρουμένη,
    σκότος, βυθός, φλὸξ ταρτάρου σημάντρια
    φοβοῦσ' Ἐριννῦς, δαίμονας τεραστίους·
    εἰσῆλθας, ἥκεις; ὀργίσθητι, παρθένε,
    τῷ δεῖνα, ἐχθρῷ τῶν ἐν οὐρανῷ θεῶν,
    Ἡλίου Ὀσίριδος συνεύνου τ' Ἴσιδος.
    οἷον λέγω σοι, εἴσβαλ' εἰς τοῦτον κακόν,
    ὅτι οἶδά σου τὰ καλὰ καὶ μεγάλα, Κόρη,
    ὀνόματα σεμνά, οἷς φωτίζετ' οὐρανός
    καὶ γαῖα πίνει τὴν δρόσον καὶ κυοφορεῖ,
    ἐξ ὧν ὁ κόσμος αὔξεται 'τε( καὶ λείπεται.
     

     Ἐλθέ μοι, ὦ δέσποινα φίλη, τριπρόσωπε Σελήνη,
    εὐμενίῃ δ' ἐπάκουσον ἐμῶν ἱερῶν ἐπαοιδῶν,
    νυκτὸς ἄγαλμα, νέα, φαεσίμβροτε, ἠριγένεια,
    ἡ χαροποῖς ταύροισιν ἐφεζομένη βασίλεια,
    Ἠελίου δρόμον ἶσον ἐν ἅρμασιν ἱππεύουσα,
    ἣ Χαρίτων τρισσῶν τρισσαῖς μορφαῖσι χορεύεις
    ἄστρασι κωμάζουσα· Δίκη καὶ νήματα Μοιρῶν,
    Κλωθὼ καὶ Λάχεσις ἠδ' Ἄτροπος εἶ, τρικάρανε,
    Περσεφόνη τε, Μέγαιρα καὶ Ἀλληκτώ, πολύμορφε,
    ἡ χέρας ὁπλίζουσα κελαινὰς λαμπάσι δειναῖς,
    ἡ φοβερῶν ὀφίων χαίτην σείουσα μετώποις,
    ἡ ταύρων μύκημα κατὰ στομάτων ἀνιεῖσα,
    ἡ νηδὺν φολίσιν πεπυκασμένη ἑρπυστήρων,
    ἰοβόλοις ταρσοῖσι κατωμαδίοισι δρακόντων
    σφιγγομένη κατὰ νῶτα παλαμναίοις ὑπὸ δεσμοῖς·
    νυκτιβόη, ταυρῶπι, φιλήρεμε, ταυροκάρηνε,
    ὄμμα δέ σοι ταυρωπόν, ἔχεις σκυλακωδέα φωνήν,
    μορφὰς δ' ἐν κνήμαισιν ὑποσκεπάουσα λεόντων,
    μορφόλυκον σφυρόν ἐστι, κύνες φίλοι ἀγριόθυμοι·
    τοὔνεκά σε κλῄζουσ' Ἑκάτην, πολυώνυμε, Μήνην,
    ἀέρα μὲν τέμνουσαν, ἅτ' Ἄρτεμιν ἰοχέαιραν,
    τετραπρόσωπε θεά, τετραώνυμε, τετραοδῖτι,
    Ἄρτεμι, Περσεφόνη, ἐλαφηβόλε, νυκτοφάνεια,
    τρίκτυπε, τρίφθογγε, τρικάρανε, τριώνυμε Μήνη,
    Θρινακία, τριπρόσωπε, τριαύχενε καὶ τριοδῖτι,
    ἣ τρισσοῖς ταλάροισιν ἔχεις φλογὸς ἀκάματον πῦρ
    καὶ τριόδων μεδέεις τρισσῶν δεκάδων τε ἀνάσσεις·
    ἵλαθί μοι καλέοντι καὶ εὐμενέως ἐσάκουσον,
    ἡ πολυχωρητὸν κόσμον νυχὸς ἀμφιέπουσα,
    δαίμονες ἣν φρίσσουσι καὶ ἀθάνατοι τρομέουσιν,
    κυδιάνειρα θεά, πολυώνυμε, καλλιγένεια,
    ταυρῶπι, κερόεσσα, θεῶν γενέτειρα καὶ ἀνδρῶν
    καὶ Φύσι παμμήτωρ· οὐ γὰρ φοιτᾷς ἐν Ὀλύμπῳ,
    εὐρεῖαν δέ τ' ἄβυσσον ἀπείριτον ἀμφιπολεύεις.
    ἀρχὴ καὶ τέλος εἶ, πάντων δὲ σὺ μούνη ἀνάσσεις·
    ἐκ σέο γὰρ πάντ' ἐστὶ καὶ εἰς 'αιωνε( σὲ ἅπαντα τελευτᾷ.
    ἀέναον διάδημα ἑοῖς φορεεῖς κροτάφοισιν,
    δεσμοὺς ἀρρήκτους, ἀλύτους μεγάλοιο Κρόνοιο
    καὶ χρύσειον σκῆπτρον ἑαῖς κατέχεις παλάμαισιν.
    γράμματα σῷ σκήπτρῳ αὐτὸσ Κρόνος ἀμφεχάραξεν,
    δῶκε δέ σοι φορεεῖν, ὀφρ' ἔμπεδα πάντα μένοιεν·
    Δαμνὼ Δαμνομένη Δαμασάνδρα Δαμνοδαμία.
    σὺ δὲ χάους μεδέεις, ἀραραχαραρα 'η( φθισίκηρε.
    χαῖρε θεά, καὶ σαῖσιν ἐπωνυμίαις ἐπάκουσον.
    θύω σοι τόδ' ἄρωμα, Διὸς τέκος, ἰοχέαιρα,
    οὐρανία, λιμνῖτι, ὀρίπλανε εἰνοδία τε,
    νερτερία νυχία τ', ἀϊδωναία σκοτία τε,
    ἥσυχε καὶ δασπλῆτι, τάφοις ἔνι δαῖτα ἔχουσα,
    Νύξ, Ἔρεβος, Χάος εὐρύ, σὺ γὰρ δυσάλυκτος Ἀνάγκη,
    Μοῖρα δ' ἔφυς σύ τ' ἐρινὺς βάσανος ὀλετισι δίκη σύ.
    Κέρβερον ἐν δεσμοῖσιν ἔχεις, φολίσιν σὺ δρακόντων
    κυανέα, ὀφεοπλόκαμε καὶ ζωνοδράκοντι,
    αἱμαπότι, θανατηγέ, φθορηγόνε, καρδιόδαιτε,
    σαρκοφάγε, καπετόκτυπ', ἀωροβόρ', οἰστροπλάνεια·
    ἐλθ' ἐπ' ἐμαῖς θυσίαις καί μοι τόδε πρᾶγμα ποίησον.
     

     Ἡ δεῖνά σοι θύει, θεά, δεινόν τι θυμίασμα·
    αἰγός τε ποικίλης στέαρ καὶ αἷμα καὶ μύσαγμα,
    ἰχῶρα παρθένου νεκρᾶς καὶ καρδίαν ἀώρου
    καὶ οὐσίαν νεκροῦ κυνὸς καὶ ἔμβρυον γυναικός
    καὶ λεπτὰ πίτυρα τῶν μύρων καὶ λύματ' ὀξόεντα,
    ἅλα, στέαρ ἐλάφου νεκρᾶς σχῖνόν τε μυρσίνην τε,
    δάφνην ἄτεφρον, ἄλφιτα καὶ καρκίνοιο χηλάς,
    σφάγνον, ῥόδον πυρῆνά τε καὶ κρόμμυον τὸ μοῦνον
    σκόρδον τε, σύκων ἄλφιτον, κόπρον κυνοκεφάλοιο
     

     Ἡ δεῖνά σοι ἐπιθύει, θεά, ἐχθρόν τι θυμίασμα·
    αἰγὸς στέαρ τῆς ποικίλης καὶ αἷμα καὶ δύσαγμα,
    ἰχῶρα, κύνεον ἔμβρυον καὶ παρθένου ἀώρου
    καὶ καρδίαν παιδὸς νέου σὺν ἀλφίτοις μετ' ὄξους
    ἅλας τε καὶ ἐλάφου κέρας σχῖνόν τε μυρσίνην τε,
    δάφνην ἄτεφρον εὐχερῶς καὶ καρκίνοιο χηλάς,
    σφάγνον, ῥόδον, πυρῆνά σοι καὶ κρόμμυον τὸ μοῦνον
    σκόρδον τε, μυγαλοῦ κόπρον, κυνοκεφάλειον αἷμα
     ὠόν τε ἴβεως νέας 'ἃ μὴ θέμισ( τοῖς σοῖς ἔθηκε βωμοῖς
    φύλλα τε τἀμαράντιν' εἰς φλόγας πυρὸς βαλοῦσα
    ἱέρακα τὸν πελαγοδρόμον καὶ γῦπά σοι σφαγιάζει
    καὶ μυγαλόν, τὸ σόν, θεά, μυστήριον μέγιστον.
    ἔλεξε δ' ἄλγη ταῦτα σὲ δεδρακέναι ἀπηνῶς·
    κτανεῖν γὰρ ἄνθρωπον σ' ἔφη, πίνειν τὸ δ' αἷμα τούτου,
    σάρκας φαγεῖν, μίτρην τε σὴν εἶναι τὰ ἔντερ' αὐτοῦ,
    καὶ δέρμ' ἔχειν δορῆς ἅπαν κεἰς τὴν φύσιν σου θεῖναι
    ἱέρακος αἷμα πελαγίου, τροφὴν δὲ κάνθαρόν σοι.
    ὁ Πὰν δὲ σῶν κατ' ὀμμάτων γονὴν ἀθέμιτον ὦρσε·
    ἐκγίνεται κυνοκέφαλος ὅταν τὰ μηνιαῖα.
    σὺ δ' Ἀκτιωφι κοίρανε, μόνη τύραννε, κραιπνή
    Τύχη θεῶν καὶ δαιμόνων 
    στίξον πικραῖς τιμωρίαις τὴν δεῖνα τὴν ἄθεσμον,
     ὠόν τε ἴβεως νέας, ὃ μὴ θέμις γενέσθαι,
    ἐν σοῖς ἔθηκε 'και( βωμίοις ξύλοις ἀρκευθίνοισιν.
    ἡ δεῖνα σὲ δεδρακέναι τὸ πρᾶγμα τοῦτ' ἔλεξεν·
    κτανεῖν γὰρ ἄνθρωπόν σ' ἔφη, πιεῖν τὸ δ' αἷμα τούτου,
    σάρκας φαγεῖν, μίτρην δὲ σὴν λέγει τὰ ἔντερ' αὐτοῦ,
    καὶ δέρμ' ἑλεῖν δορῆς ἅπαν κεἰς τὴν φύσιν σου θεῖναι
    ἱέρακος αἷμα πελαγίου, τροφὴν δὲ κάνθαρον σήν.
    ὁ Πὰν δὲ σῶν κατ' ὀμμάτων γονὴν οὐ θεμιτὸν ὦσεν·
    ἐκγίνεται κυνοκέφαλος ὅλῃ τῇ μηνιαίᾳ.
    σὺ δ' Ἀκτιωφι κοίρανε, μηνοτύραννε Σελήνη,
    Τύχη θεῶν καὶ δαιμόνων 
    τεῦξον πικραῖς τιμωρίαις τὴν δεῖνα τὴν ἄθεσμον,
    ηπεπα ἐγώ σοι κατὰ τρόπον ἐναντίως ελεξω
    καλῶ σε τριπρόσωπον θεάν, Μήνην, ἐράσμιον φῶς,
    Ἑρμῆν τε καὶ Ἑκάτην ὁμοῦ, ἀρσενόθηλυν ἔρνος.
     ἣν πάλιν ἐγώ σοι κατὰ τρόπον ἐναντίως ἔλεξα.
     λέγει πρὸς τὴν θεὸν ἄθεσμα,
    ἀναγκάσει γὰρ τῷ λόγῳ καὶ τὰς πέτρας ῥαγῆναι.
    Θύω σοι τόδ' ἄρωμα, Διὸς τέκος, ἰοχέαιρα,
    Ἄρτεμι, Περσεφόνη, ἐλαφηβόλε, νυκτοφάνεια,
    τρίκτυπε, τρίφθογγε, τρικάρανε, 'σεληνη( τριώνυμε Μήνη,
    Τριναχία, τριπρόσωπε, τριαύχενε καὶ τριοδῖτι,
    ἣ τρισσοῖς ταλάροισιν ἔχεις φλογὸς ἀκάματον πῦρ
    καὶ τρίοδον μεθέπεις, τρισσῶν δεκάδων δὲ ἀνάσσεις
    καὶ τρισὶ μορφαῖσιν καὶ φλέγμασι καὶ σκυλάκεσσι
    διονυν εξατονων πέμπεις οξεανιων
    φρικτὸν ἀναυδήσασα θεὰ τρισσοῖς στομάτεσσι.
    κλαγγῆς σῆς ἀκούοντα τὰ κοσμικὰ πάντα δονεῖται
    νερτέριαί τε πύλαι καὶ Λήθης ἱερὸν ὕδωρ
    καὶ Χάος ἀρχέγονον καὶ Τάρταρα, χάσμα φαεινόν·
    ἣν πάντες θεοὶ ἀθάνατοι 'ην τε( θνητοί τ' ἄνθρωποι
    οὔρεά τ' ἀστερόεντα, νάπαι καὶ δένδρεα πάντα
    καὶ ποταμοὶ κελαδοῦντες ἰδ' ἀτρύγετός τε θάλασσα,
    ἠχὼ ἐρημαίη καὶ δαίμονες οἱ κατὰ κόσμον
    φρίσσουσίν σε, μάκαιρα, ἀκούοντες ὄπα δεινήν.
    δεῦρ' ἴθι μοι, νυχία, θηροκτόνε, δεῦρ' ἐπ' ἀρωγῆς,
    ἥσυχε καὶ δασπλῆτι, τάφοις ἔνι δαῖτας ἔχουσα,
    εὐχαῖσίν τ' ἐπάκουσον ἐμαῖς, πολυώδυνε Μήνη,
    ἡ νυκταιροδύτειρα, τριώνυμε καὶ τρικάρανε 'Μηνη(,
    Μαρζουν, ἡ φοβερά τε καὶ ἀπρονόη καὶ Πειθώ·
    δεῦρ' ἴθι μοι, κερατῶπι, φαεσφόρε, ταυρεόμορφε,
    ἱπποπρόσωπε θεά, κυνολύγματε, δεῦρο, λύκαινα,
    καὶ μόλε νῦν ἁγία, νυχία, χθονία, μελανείμων,
    ἣν ἀνακυκλεῖται κόσμου φύσις ἀστερόφοιτος·
    ἡνίκα γὰρ αὔξεις, σὺ τὰ κοσμικὰ πάντα τέθεικας.
    γεννᾷς γὰρ σὺ ἅπαντα ἐπὶ χθονὸς ἠδ' ὑπὸ πόντου
    καὶ πτηνῶν δεξιε παντοῖα γένη παλίνεδρα,
    παγγενέτειρα θεὰ καὶ ἐρωτοτόκει' Ἀφροδίτη,
    λαμπαδία, φαέθουσα καὶ αὐγάζουσα Σελήνη,
    αστροχια καὶ οὐρανία, δᾳδοῦχε, πυρίπνου,
    τετραπροσωπεινή, τετραώνυμε, τετραοδῖτι.
    χαῖρε, θεά, καὶ σαῖσιν ἐπωνυμίαις ἐπάκουσον,
    οὐρανία, λιμενῖτι, ὀρείπλανε εἰνοδία τε,
    νερτερία, βυθία, ἀιδωναία σκοτία τε·
    ἐλθ' ἐπ' ἐμαῖς θυσίαις καί μοι τόδε πρᾶγμα τέλεσσον
    εὐχομένῳ τ' ἐπάκουσον ἐμοί, λίτομαί σε, ἄνασσα.
     Δεῦρ' Ἑκάτη γιγάεσσα, Διώνης ἡ μεδέουσα,
    Περσεία, Βαυβώ, Φρούνη, θεὰ ἰοχέαιρα,
    ἀδμήτη, Λυδή, ἀδαμάστωρ, εὐπατόρεια,
    δᾳδοῦχ', ἡγεμόνη, κατακαμψυψαύχενε κούρη,
    κλῦθι διαζεύξασα πύλας ἀλύτου ἀδάμαντος,
    Ἄρτεμι, ἣ καὶ πρόσθεν ἐπίσκοπος ἦσθα μεγίστη,
    πότνια, ῥηξίχθων, σκυλακάγεια, πανδαμάτειρα,
    εἰνοδία, τρικάρανε, φαεσφόρε, παρθένε σεμνή,
    σὲ καλῶ ἐλλοφόνα λωεσσα αυδναια πολύμορφε.
    δεῦρ' Ἑκάτη, τριοδῖτι, πυρίπνοα φάσματ' ἔχουσα,
    ἅτ' ἔλαχες δεινὰς μὲν ὁδούς, χαλεπὰς δ' ἐπιπομπάς,
    τὰν Ἑκάταν σὲ καλῶ σὺν ἀποφθιμένοισιν ἀώροις
    κεἴ τινες ἡρώων 'ε(θάνον ἁγ'υ(ναῖοί τε ἄπαιδες,
    ἄγρια συρίζοντες, ἐπὶ φρεσὶ θυμὸν ἔχοντες
    στάντες ὑπὲρ κεφαλῆς 'τῆς δεῖνα(, ἀφέλεσθ' αὐτῆς 'τὸν( γλυκὺν ὕπνον·
    μηδέποτε βλέφαρον βλεφάρῳ κολλητὸν ἐπέλθοι,
    τειρέσθω δ' ἐπ' ἐμαῖσι φιλαγρύπνοισι μερίμναις.
    εἰ δὲ τιν' ἄλλον ἔχουσ' ἐν κόλποισιν κατάκειται,
    κεῖνον ἀπωσάσθω, ἐμὲ δ' ἐν φρεσὶν ἐγκαταθέσθω
    καὶ προλιποῦσα τάχιστ' ἐπ' ἐμοῖς προθύροισι παρέστω
    δαμνομένη ψυχὴν ἐπ' ἐμῇ φιλότητι καὶ εὐνῇ.
    ἀλλὰ σύ, ὦ Ἑκάτη, πολυώνυμε, παρθένε, κούρα,
    λοεσσα ελομαι ἅλωος φυλακὰ καὶ ἰωγή,
    Περσεφόνα, τρικάρανε, θεὰ πυρίφοιτε, βοῶπι,
    βουορφορβη, πανφορβα φαρβαρα Ακτιωφι Ερεσχιγαλ
    Νεβουτοσουαληθ παρὰ θύραις πυπυληδεδεζω ῥηξιπύλη τε.
    δεῦρ' Ἑκάτη, πυρίβουλε, καλῶ σ' ἐπ' ἐμαῖς ἐπαοιδαῖς
    μασκελλι μαινομένη δ' 'ἡ δεῖνα( ἥκοι ἐπ' ἐμαῖσι θύραισι τάχιστα
    ληθομένη τέκνων τε συνηθείης τε τοκήων
    καὶ στυγέουσα τὸ πὰν ἀνδρῶν γένος ἠδὲ γυναικῶν
    εἰς τόδ' ἐμοῦ τοῦ δεῖνα, μόνον με δ' ἔχουσα παρέστω
    ἐν φρεσὶ δαμνομένη κρατερῆς ὑπ' ἔρωτος ἀνάγκης.
     

    Ἰὼ πασικράτεια καὶ Ἰὼ πασιμέδουσα, Ἰὼ παντρεφέουσα
    σπεῦδε τάχιστ', ἤδη δ' ἐπ' ἐμαῖσι θύραισι παρέστω.
     Ἀφρογενὲς Κυθέρεια, θεῶν γενέτειρα καὶ ἀνδρῶν,
    αἰθερία, χθονία, Φύσι παμμήτωρ, ἀδάμαστε,
    ἀλληλοῦχε, πυρὸς μεγάλου περιδινήτειρα,
    ἣ τὸν ἀεικίνητον ἔχεις περιδινέα Βαρζαν
    ἄρρηκτον, σὺ δὲ πάντα τελεῖς, κεφαλήν τε πόδας τε,
    σαῖς τε θελημοσύναις περιμίγνυται ἱερὸν ὕδωρ,
    ἡνίκα κινήσῃς τὸν ἐν ἄστροις χείρεσι Ρουζω,
    ὄμφαλον ὃν κατέχεις κόσμου· κινεῖς δὲ τὸν ἁγνόν
    ἵμερον εἰς ἀνδρῶν ψυχὰς ἐπί τ' ἄνδρα γυναῖκας,
    κἀνδρὶ γυναῖκα τίθης συ ἐράσμιον ἤματα πάντα.
    ἡμετέρη βασίλεια, θεά, μόλε ταῖσδ' ἐπαοιδαῖς,
    πότνια 'Αρρωριφρασι Γωθητινι(
    Κυπρογένει', 'σουι ης θνοβοχου θοριθε σθενεπιω ἄνασσα
    σερθενεβηηι καὶ τῇ Δ ἣν Δ(
    αὐτῇ βάλε πυρσὸν ἐρώτων,
    ὥστ' ἐπ' ἐμοῦ 'τοῦ Δ, οὗ ἡ Δ( φιλότητι τακήμεναι ἤματα πάντα.
    σὺ δέ, μάκαρ, Ζουρω, τάδε νεῦσον ἐμοί, τῷ δεῖνα, ὡς σὸν ἐν ἄστροις
    ἐς χόρον οὐκ ἐθέλοντ' ἦξες ἐπὶ λέκτρα μιγῆναι,
    ἀχθεὶς δ' ἐξαπίνης καὶ τὸν μέγαν ἔστρεφε Βαρζαν,
    στρεφθεὶς δ' οὐκ ἀνεπαύσετ' ἐλισσόμενός τε δονεῖται.
    'διὸ ἆξόν μοι τὴν Δ, φιλότητι καὶ εὐνῇ(
    'σὺ δὲ( Κυπρογένεια θεά, σὺ τέλει τελέαν ἐπαοιδήν.

    εἰς Μοῦσαν
    Ἄειδε μοῦσά μοι φίλη,
    μολπῆς δ' ἐμῆς κατάρχου,
    αὔρη δὲ σῶν ἀπ' ἀλσέων
    ἐμὰς φρένας δονείτω.
    Καλλιόπεια σοφά,
    μουσῶν προκαθαγέτι τερπνῶν,
    καὶ σοφὲ μυστοδότα,
    Λατοῦς γόνε, Δήλιε Παιάν,
    εὐμενεῖς πάρεστέ μοι.

    ὕμνος εἰς Ἥλιον
    Εὐφαμείτω πᾶς αἰθήρ,
    γῆ καὶ πόντος καὶ πνοιαί,
    οὔρεα, τέμπεα σιγάτω,
    ἦχοι φθόγγοι τ' ὀρνίθων·
    μέλλει γὰρ πορτ' ἡμᾶς βαίνειν
    Φοῖβος ἀκερσεκόμας εὐχαίτας.
    χιονοβλεφάρου πάτερ Ἀοῦς,
    ῥοδόεσσαν ὃς ἄντυγα πώλων
    πτανοῖς ὑπ' ἴχνεσσι διώκεις,
    χρυσέαισιν ἀγαλλόμενος κόμαις
    περὶ νῶτον ἀπείριτον οὐρανοῦ
    ἀκτῖνα πολύστροφον ἀμπλέκων,
    αἴγλας πολυδερκέα παγάν
    περὶ γαῖαν ἅπασαν ἑλίσσων,
    ποταμοὶ δὲ σέθεν πυρὸς ἀμβρότου
    τίκτουσιν ἐπήρατον ἁμέραν.
    σοὶ μὲν χορὸς εὔδιος ἀστέρων
    κατ' Ὄλυμπον ἄνακτα χορεύει
    ἄνετον μέλος αἰὲν ἀείδων
    Φοιβηίδι τερπόμενος λύρᾳ,
    γλαυκὰ δὲ πάροιθε Σελάνα
    χρόνον ὥριον ἁγεμονεύει
    λευκῶν ὑπὸ σύρμασι μόσχων·
    γάνυται δέ τέ σοι νόος εὐμενής
    πολυείμονα κόσμον ἑλίσσων.

    ὕμνος εἰς Νέμεσιν
    Νέμεσι πτερόεσσα βίου ῥοπά,
    κυανῶπι θεά, θύγατερ Δίκας,
    ἃ κοῦφα φρυάγματα θνατῶν
    ἐπέχεις ἀδάμαντι χαλινῷ,
    ἔχθουσα δ' ὕβριν ὀλοὰν βροτῶν
    μέλανα φθόνον ἐκτὸς ἐλαύνεις.
    ὑπὸ σὸν τροχὸν ἄστατον ἀστιβῆ
    χαροπὰ μερόπων στρέφεται τύχα,
    λήθουσα δὲ πὰρ πόδα βαίνεις,
    γαυρούμενον αὐχένα κλίνεις.
    ὑπὸ πῆχυν ἀεὶ βίοτον μετρεῖς,
    νεύεις δ' ὑπὸ κόλπον ὄφρυν ἀεί
    ζυγὸν μετὰ χεῖρα κρατοῦσα.
    ἵλαθι μάκαιρα δικασπόλε
    Νέμεσι πτερόεσσα βίου ῥοπά.
    Νέμεσιν θεὸν ᾄδομεν ἀφθίταν,
    Νίκην τανυσίπτερον ὀμβρίμαν
    νημερτέα καὶ πάρεδρον Δίκας,
    ἃ τὰν μεγαλανορίαν βροτῶν
    νεμεσῶσα φέρεις κατὰ ταρτάρου.

    εἰς τὴν Φύσιν
    Ἀρχὰ καὶ πάντων γέννα,
    πρεσβίστα κόσμου μᾶτερ
    καὶ νὺξ καὶ φῶς καὶ σιγά,
    ἃ φρουρεῖς πάντασ μύστασ
    ἠδ' ἀγγέλλεις τοὺς Ζηνός
    παῖδας κυδίστῃ Ῥείῃ,
    δέχει γὰρ πάντας μύθους
    μειλικτοὺς ἀνδρῶν ἔργοις.
    καί μοι πρῶτον μὲν ψυχά
    ὀρθὰν βαίνοι πρὸς γραμμάν
    ἀψευδεῖ γλώσσης ῥύμῃ·
    γυίων αὖθις δ' ἀσκηθεῖς
    γόμφοι τ' εἶεν καὶ ταρσοί
    ζωᾶς ἐς μέτρον τᾶσδε.
    σὺ δ' ὦ λαμπραῖς ἀκτῖσιν
    γαῖαν πᾶσαν πυρσεύων
    Αἰὼν ἀσβέστων φλογμῶν,
    ταῖς σαῖς δέρκευ με γλήναις
    ὄλβον χεύων εὐαγῆ
    τῷ σῷ, Παιάν, βακχευτᾷ.
    εἰς σὲ ζωὰν γὰρ τείνω
    γυίοις ἐνναίων ῥευστοῖς·
    οἴκτειρον τόσσον, Τιτάν,
    ἀνθρώπου δειλοῦ δεσμόν.

    εἰς τὴν Ἶσιν
    Εἷς ὕμνος ἀνά τε γᾶν
    ἀνά τε νηῦς ἁλιπόρους
    ᾄδεται, πολυτρόποις
    ἓν τέλος ἐν ὀργίοις·
    ἁ βαθύκερως Ἶσις
    ἅτ' ἔαρος ἅτε θέρεος
    ἅτε χείματος ἄγει
    νεογόνους ἡνίας.
    τὲ καλεῦσι πῦρ Ἄιδος 'τε(
    καὶ χθόνιος ὑμέναιος,
    αἱ φυτῶν ὠδῖνες,
    οἱ Κύπριδος ἵμεροι,
    τὲ νηπιάχου γονά,
    πῦρ τέλεον ἄρρητον,
    οἱ Ῥέας Κούρητες
    ὅ τε Κρόνιος ἄμητος·
    ἄστρα διφρηλάτᾳ
    πάντα δι' ἀνακτόρων
    Ἴσιδι χορεύεται.

    εἰς Ἀδρίαν
    Ἀδρία βαθύπλου, πόθεν ἄρξομαι
    ὑμνεῖν σε, μεσαιπόλε πόντου;
    πῶς ἢ τίς ἔτικτέ σε παγά
    ἢ πῶς τὸ πανόλβιον ὕδωρ
    χθονὶ μὴ περικείμενον ἵσταται;
    οὐ γὰρ βλέπετ' ἔνθεν †ἀπωροφά,
    οὐ βουκόλος, οὐ γένος ὀρνέων,
    οὐ μηκάσι σύρισε ποιμήν·
    ἔνθ' ὕδατα καὶ πλατὺς ἀήρ.
    χορὸς εἰς σὲ πάλιν κέκλιτ' ἀστέρων
    καὶ κέντρα φαεινὰ σελάνας
    καὶ Πλειάδος ἀστέρες εὐγενεῖς.
    δὸς ἰδεῖν χθόνα, δέσποτα, καὶ πόλιν,
    ἀνέμους δὸς ἀπήμονας εὐδίους·
    καὶ μητέρα γῆς ἐσιδὼν πόλιν
    τότε σοι νεβρὸν εὔκερω θύσω.

nooriya blogger facebook pinterest