Ελεύθερη απόδοση του πάπυρου PGM IV.1716-1870

Η ιεροτελεστία ονομάστηκε «ξίφος» γιατί δεν υπάρχει καμία όμοια εξαιτίας της δύναμής της, καθότι άμεσα υποτάσσει και προσελκύει την ψυχή οποιουδήποτε επιθυμείς.
Καθώς λες την μαγική επίκληση, πες επίσης: «Κάνω να καμφθεί η ψυχή του NN».
Πάρε λίθο μαγνήτη που αναπνέει (μαγνητίτης;) και χάραξε την Αφροδίτη να κάθεται καβάλα στην Ψυχή και με το αριστερό χέρι της να κρατά τα μαλλιά της που είναι δεμένα σε βοστρύχους (μπούκλες). Και επάνω από το κεφάλι της (χάραξε): «αχμαγε ραρπεψει» και κάτω από την Αφροδίτη και την Ψυχή χάραξε τον Έρωτα να στέκεται στο θόλο του ουρανού, κρατώντας έναν φλεγόμενο δαυλό και καίγοντας την Ψυχή. Και κάτω από τον Έρωτα αυτά τα ονόματα: «αχαπα Αδωναιε βασμα χαρακω Ιακωβ Ιαω η· φαρφαρηϊ». Στην άλλη πλευρά της πέτρας χάραξε την Ψυχή και τον Έρωτα αγκαλιασμένους και κάτω από τα πόδια του Έρωτα αυτά τα γράμματα: «σσς- σσσσς» και κάτω από τα πόδια της ψυχής: «ηηηηηηηη· ». Χρησιμοποίησε την πέτρα, όταν χαραχτεί και καθαγιαστεί, έτσι: βάλε την κάτω από τη γλώσσα σου και περίστρεψε την σε ότι επιθυμείς και πες αυτή τη μαγική επίκληση:
"Σε καλώ Εσένα, δημιουργέ όλης της δημιουργίας, που απλώνεις τα φτερά σου πέρα από ολόκληρο τον κόσμο, Εσύ, ο απροσπέλαστος και απεριόριστος, ο οποίος αναπνέεις μέσα σε κάθε ζώσα ψυχή δίνοντας λογική, ο οποίος ταίριαξες όλα τα πράγματα μαζί με τη δύναμή Σου, πρωτογέννητε, ιδρυτή του κόσμου, ο έχων χρυσές φτερούγες, του οποίου το φως είναι ανεξιχνίαστο, ο οποίος καλύπτεις δίκαιες σκέψεις και υπάρχεις εμπρός στη σκοτεινή μανία, Μυστικέ Ένα που κρυφά κατοικείς στην κάθε ψυχή. Εσύ δημιουργείς ένα αθέατο πυρ καθώς παίρνεις κάθε ζωντανό πράγμα χωρίς ανάπτυξη, εξαντλημένο από τα βάσανά του, μάλλον έχοντας με ευχαρίστηση γοητεύσει το άλγος από το χρόνο, όταν ο κόσμος εισέρεε στη ζωή. Εσύ επίσης έρχεσαι και φέρνεις πόνο, που είναι μερικές φορές λογικός, μερικές φορές άλογος, εξ αιτίας του οποίου οι άνθρωποι τολμούν πέρα του τι είναι κατάλληλο και παίρνουν προφύλαξη στο Φως Σου το οποίο είναι ανεξιχνίαστο. Ο πλέον ισχυρογνώμων, άνομος, αμείλικτος, ανηλεής, αόρατος, ασώματος, γεννήτωρ της παραφροσύνης, τοξότης, μεταφορέας πυρσού, κύριος πάσης ζώσης αισθήσεως και από κάθε τι κρυφός, φαρμακευτής της λησμονιάς, δημιουργός της σιωπής, δια μέσου του οποίου το φως και προς τον οποίο το φως ταξιδεύει, παιδιάστικος όταν έχει δημιουργήσει με την καρδιά, σοφότατος όταν έχει επιτύχει. Σε καλώ, ατάραχος δια της δεήσεως, δια του μεγάλου ονόματός Σου: αζαραχθαραζα λαθα ιαθαλ· υυυ λαθαϊ· αθαλλαλαφ· ιοιοιο· αϊ αϊ· αϊ· αϊ ουεριευ· οιαϊ· λεγετα· ραμαϊ· αμα· ραταγελ· πρωτοφανη, νυκτιφανη, νυκτιχαρη, νυκτιγενετωρ, επηκοε, ερηκισιθφη αραραχαραρα ηφθισικηρε Ιαβεζεβυθ ΙΩ βύθιε· βεριαμβω βεριαμβεβω· πελάγιε μερμεργου· κρύφιε καί πρεσβύτατε αχαπα· Αδωναίε· βασμα· χαρακω· Ιακώβ· Ιάω· Χαρουήρ· Αρουήρ· Λαϊλαμ· Σεμεσιλάμ· σουμαρτα· μαρβα· καρβα· μεναβωθ· ηιια· Γύρισε την «ψυχή» της NN σε μένα τον NN, έτσι ώστε αυτή να με αγαπήσει, έτσι ώστε αυτή να αισθανθεί πάθος για μένα, έτσι ώστε αυτή να μου δώσει ότι είναι στη εξουσία της. Άφησέ την να πει σε μένα τι βρίσκεται στην ψυχή της επειδή έχω επικαλεστεί το μέγα όνομά Σου».
Και πάνω σε ένα χρυσό φύλλο χάραξε αυτό το ξίφος: «Ένας Θουριήλ· Μιχαήλ· Γαβριήλ· Ουριήλ· Μισαήλ· Ιρραήλ· Ιστραήλl: Είθε να είναι μια ευνοϊκή μέρα για αυτό το όνομα και για μένα που το γνωρίζω και το φορώ. Συγκαλώ την αθάνατη και αλάνθαστη ισχύ του Θεού. Χορήγησέ μου την υποταγή κάθε ψυχής της οποίας κάθε φορά επικαλούμαι».
Δώσε το φύλλο σε μια πέρδικα να το καταβροχθίσει και σκότωσέ την. Μετά σήκωσέ την και φόρεσέ την γύρω από τον αυχένα σου προσθέτοντας φλούδα από το φυτό παιδέρως». Είναι η προσφορά θυμιάματος που ζωντανεύει τον Έρωτα και την όλη διαδικασία: λιβανωτός (μάννα) 4 δράμια, στύραξ 4 δράμια, όπιο 4 δράμια, σμύρνα 6 δράμια, λιβανωτό, σαφράν βδέλλιο 2 δράμια. Ανάμιξε σε ένα ξηρό σύκο αλειμμένο με λίπος πάρε κρασί μυρωδάτο, όλα σε ίσες ποσότητες και χρησιμοποίησέ το για την τέλεση. Στην τέλεση πρώτα ρίξε θυμίαμα στο βωμό και έτσι χρησιμοποίησε αυτόν τον τρόπο.
Υπάρχει επίσης μια  ιεροτελεστία για την  απόκτηση  ενός βοηθού, που φτιάχνεται σε ξύλο από μουριά. Πραγματοποιείται ένας πτερωτός Έρωτα που φορά ένα μανδύα, με το δεξιό πόδι ανυψωμένο (με μορφή βαδίσματος), έχοντας κοίλωμα στο πίσω μέρος (στους γλουτούς). Μέσα στην κοιλότητα βάλε ένα χρυσό φύλλο που έγραψες με σφυρηλατημένη χάλκινη γραφίδα, κάποιου το όνομα. «Μαρσαβουταρθε γίνε βοηθός και υποστηρικτής και αποστολέας ονείρων». Πήγαινε αργά τη νύχτα στο σπίτι αυτής που επιθυμείς, κτύπησε την πόρτα της με τον Έρωτα και πες: «Επίσης, εδώ διαμένει η NN, για να παρουσιαστείς σε αυτήν να πεις αυτά που προτιμώ, όμοιος με αυτόν που σέβεται θεό ή δαίμονα».
Και πηγαίνοντας στο σπίτι σου, τοποθέτησε το τραπέζι και άπλωσε ένα καθαρό λινό ρούχο και εποχιακά άνθη και τοποθέτησε επάνω τη μικρή εικόνα τη γλυπτή, μετά για αυτήν (την εικόνα) ρίξε θυμίαμα στο βωμό και συνεχώς λέγε τα λόγια της μαγικής επίκλησης και στείλε τον και (αυτός) θα δράσει χωρίς αποτυχία. Όταν δε πλαγιάσεις στο λίθο σε αυτή τη νύχτα θα έχεις όνειρα. Διότι σε άλλη, αφοσιώνεται σε άλλους.

Αρχαίο κείμενο

 Ξίφος Δαρδάνου· πρᾶξις ἡ καλουμένη ξίφος, ἧς οὐδέν ἐστιν ἶσον διὰ τὴν ἐνέργειαν· κλίνει γὰρ καὶ ἄγει ψυχὴν ἄντικρυς, οὗ ἂν θέλῃς, λέγων τὸν λόγον καὶ ὅτι· κλίνω τὴν ψυχὴν τοῦ δεῖνα.
λαβὼν λίθον μάγνητα τὸν πνέοντα γλύψον Ἀφροδίτην ἱππιστὶ καθημένην ἐπὶ Ψυχῆς, τῇ ἀριστερᾷ χειρὶ κρατοῦσαν, τοὺς βοστρύχους ἀναδες- μευομένην, καὶ ἐπάνω τῆς κεφαλῆς αὐτῆς· αχμαγε ραρπεψει· ὑποκάτω δὲ τῆς Ἀφροδίτης καὶ τῆς Ψυχῆς Ἔρωτα ἐπὶ πόλου ἑστῶτα, λαμπάδα κρατοῦντα καομένην, φλέγοντα τὴν Ψυχήν. ὑποκάτω δὲ τοῦ Ἔρωτος τὰ ὀνόματα ταῦτα· αχαπα Ἀδωναῖε βασμα χαρακω Ἰακὼβ Ἰάω η· φαρφαρηϊ· εἰς δὲ τὸ ἕτερον μέρος τοῦ λίθου Ψυχὴν καὶ Ἔρωτα περιπεπλεγμένους ἑαυτοῖς καὶ ὑπὸ τοὺς πόδας τοῦ Ἔρωτος ταῦτα· σσς- σσσσς, ὑποκάτω δὲ τῆς Ψυχῆς· ηηηηηηηη· γλυφέντι δὲ τῷ λίθῳ καὶ τελεσθέντι χρῶ οὕτως· λαβὼν αὐτὸν ὑπὸ τὴν γλῶσσάν σου στρέφε, εἰς ὃ θέλεις, λέγε τὸν λόγον τοῦτον·
ἐπικαλοῦμαί σε, τὸν ἀρχηγέτην πάσης γενέσεως, τὸν διατείναντα τὰς ἑαυτοῦ πτέρυγας εἰς τὸν σύμπαντα κόσμον, σὲ τὸν ἄπλατον καὶ ἀμέτρητον, εἰς τὰς ψυχὰς πάσας ζωογόνον ἐμπνέοντα λογισμόν, τὸν συναρμοσάμενον τὰ πάντα τῇ ἑαυτοῦ δυνάμει, πρωτόγονε, παντὸς κτίστα, χρυσοπτέρυγε, με- λαμφαῆ, ὁ τοὺς σώφρονας λογισμοὺς ἐπικαλύπτων καὶ σκοτεινὸν ἐμπνέων οἶστρον, ὁ κρύφιμος καὶ λάθρᾳ ἐπινεμόμενος πάσαις ψυχαῖς· πῦρ ἀθεώρητον γεννᾷς βαστάζων τὰ πάντα ἔμψυχα οὐ κοπιῶν αὐτὰ βασανίζων, ἀλλὰ μεθ' ἡδονῆς ὀδυνηρᾷ τέρψει, ἐξ οὗ τὰ πάντα συνέστηκεν. σὺ καὶ ἐντυγχανόμενος λύπην φέρεις ποτὲ μὲν σώφρων, ποτὲ δὲ ἀλόγιστος, δι' ὃν ὑπὲρ τὸ καθῆκον τολμῶντες οἱ ἄνθρωποι ἐπὶ τὸν μελανφαῆ σε καταφεύγουσιν. νεώτατε, ἄνομε, ἀνίλαστε, ἀλιτάνευτε, ἀϊδῆ, ἀσώματε, οἰστρογενέτωρ, τοξότα, λαμπαδοῦχε, πάσης πνευματικῆς αἰσθήσεως, κρυφίων πάντων ἄναξ, ταμία λήθης, γενάρχα σιγῆς, δι' ὃν τὸ φῶς καὶ εἰς ὃν τὸ φῶς χωρεῖ, νήπιε, ὅταν γεννηθῇς ἐνκάρδιος, πρεσβύτατε, ὅταν ἐπιτευχθῇς· ἐπικαλοῦμαί σε, τὸν ἀπαραίτητον, τῷ μεγάλῳ σου ὀνόματι· αζαραχθαραζα λαθα ιαθαλ· υυυ λαθαϊ· αθαλλαλαφ· ιοιοιο· αϊ αϊ· αϊ· αϊ ουεριευ· οιαϊ· λεγετα· ραμαϊ· αμα· ραταγελ· πρωτοφανῆ, νυκτιφανῆ, νυκτιχαρῆ, νυκτιγενέτωρ, ἐπήκοε, ερηκισιθφη αραραχαραρα ηφθισικηρε Ἰαβεζεβυθ ἰὼ βύθιε· βεριαμβω βεριαμβεβω· πελάγιε μερμεργου· κρύφιε καὶ πρεσβύτατε αχαπα· Ἀδωναῖε· βασμα· χαρακω· Ἰακώβ· Ἰάω· Χαρουήρ· Ἁρουήρ· Λαϊλαμ· Σεμεσιλάμ· σουμαρτα· μαρβα· καρβα· μεναβωθ· ηιια· ἐπίστρεψον τὴν ψυχὴν τῆς δεῖνα εἰς ἐμὲ τὸν δεῖνα, ἵνα με φιλῇ, ἵνα μου ἐρᾷ, ἵνα μοι δοῖ τὰ ἐν ταῖς χερσὶν ἑαυτῆς. λεγέτω μοι τὰ ἐν τῇ ψυχῇ ἑαυτῆς, ὅτι ἐπικέκλημαι τὸ μέγα σου ὄνομα.
εἰς δὲ πέταλον χρυσοῦν τὸ ξίφος τοῦτο γράφε· εἷς Θουριήλ· Μιχαήλ· Γαβριήλ· Οὐριήλ· Μισαήλ· Ἰρραήλ· Ἰστραήλ· ἀγαθὴ ἡμέρα γένοιτο τῷ ὀνόματι, καὶ ἐμοί, τῷ εἰδότι αὐτὸ καὶ περικειμένῳ, τὴν ἀθάνατον καὶ ἄπτωτον ἰσχὺν τοῦ θεοῦ παρακαλῶ. δὸς δέ μοι πάσης ψυχῆς ὑποταγήν, ἧς ἂν ἐπικαλέσωμαι. καὶ δὸς τὸ πέταλον καταπεῖν πέρδικι καὶ σφάξον αὐτὸν καὶ ἀνελόμενος φόρει περὶ τὸν τράχηλον ἐνθεὶς εἰς τὴν λεπίδα παιδέρωτα βοτάνην.
ἔστιν τὸ ἐπίθυμα τὸ ἐμψυχοῦν τὸν Ἔρωτα καὶ ὅλην τὴν πρᾶξιν· μάννης δραχμαὶ δ, στύρακος δραχμαὶ δ, ὀπίου δραχμαὶ δ, ζμύρνης δραχμαὶ δ, λίβανος, κρόκος, βδέλλα ἀνὰ ἡμίδραχμον. ἰσχάδα λιπαρὰν μίξας ἀναλάμβανε οἴνῳ εὐώδει πάντα ἴσα καὶ χρῶ εἰς τὴν χρῆσιν. ἐν δὲ χρήσει πρῶτον ἐπίθυε, καὶ οὕτως χρῶ.
ἔχει δὲ καὶ πρᾶξιν πάρεδρος, ὃς γίνεται ἐκ μορέας ξύλου· γίνεται δὲ Ἔρως πτερωτὸς χλαμύδα ἔχων, προβεβληκὼς τὸν δεξιὸν πόδα, κοῖλον ἔχων τὸν νῶτον. εἰς δὲ τὸ κοίλωμα βάλε χρυσοῦν πέταλον κυπρίῳ γραφείῳ γράψας ψυχρηλάτῳ τινὸς τὸ ὄνομα· Μαρσαβουταρθε - γενοῦ μοι πάρεδρος καὶ παραστάτης καὶ ὀνειροπομπός. καὶ ἐλθὼν ὀψὲ εἰς τὴν οἰκίαν, ἧς βούλει, κροῦε τὴν θύραν αὐτῆς τῷ Ἔρωτι καὶ λέγε· ἰδέ, ὧδε μένει ἡ δεῖνα, ὅπως παρασταθεὶς αὐτῇ εἴπῃς, ἃ προαιροῦμαι, ὁμοιωθεὶς ᾧ σέβεται θεῷ ἢ δαίμονι. καὶ ἐλθών σου εἰς τὸν οἶκον θὲς τράπεζαν καὶ ὑποστρώσας σινδόνα καθαρὰν καὶ ἄνθη τὰ τοῦ καιροῦ θὲς ἐπάνω τὸ ζῴδιον, εἶτα ἐπίθυε αὐτῷ καὶ λέγε τὸν λόγον συνεχῶς τὸν τῆς ἐπικλήσεως καὶ πέμπε, καὶ ποιήσει ἀπαραβάτως. ὅταν δὲ κλίνῃς τῷ λίθῳ, ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ὀνειροπομπεῖ· ἄλλῃ γὰρ ἄλλων ἔχεται.
Μηδένα δίδασκε. ἔστιν γὰρ καρτερὸν λίαν καὶ ἀνυπέρβλητον, ποιοῦν πρὸς πάντας αὐθήμερον, ἁπλῶς ἐσχημένως, λίαν καρτερώτατον. ἔστι δέ· λαβὼν κηροῦ οὐγκίας δ, ἄγνου καρποῦ οὐγκίας η, μάννης δραχμὰς δ. ταῦτα λειώσας χωρὶς ἔκαστον, μίςγε τῇ πίσσῃ καὶ τῷ κηρῷ καὶ πλάσον κύνα δακτύλων ὀκτώ, χάσκοντα. ἐνθήσεις δὲ εἰς τὸ στόμα τοῦ κυνὸς ἀπὸ ἀνθρώπου κεφαλῆς βιαίου ὀστέον καὶ ἐπίγραψον εἰς τὰς πλευρὰς τοῦ κυνὸς τοὺς χαρακτῆρας τούτους· ΧΖΟΠΨΧ Ψ καὶ θήσεις ἐπὶ τρίποδα τὸν κύνα. ἐχέτω δὲ ὁ κύων τὸν πόδα ἐπηρμέ- νον τὸν δεξιόν. γράφε δὲ εἰς τὸ πιττάκιον ταῦτα τὰ ὀνόματα καὶ ἃ θέλεις· Ἰάω αστω ιωφη καὶ θήσεις ἐπὶ τὸν τρίποδα τὸ πιττάκιον καὶ ἐπάνω τοῦ πιττακίου στήσεις τὸν κύνα καὶ λέγε ταῦτα πολλάκις τὰ ὀνόματα. καὶ εἰπόντος σοῦ τὸν λόγον ὁ κύων συρίζει. καὶ ἐὰν συρίσειεν, οὐκ ἔρχεται. ἐπίλεγε οὖν πάλιν τὸν λόγον, κἂν ὑλακτήσῃ, ἄγει. εἶτα ἀνοίξας τὴν θύραν εὑρήσεις παρὰ ταῖς θύραις, ἣν θέλεις. παρακείσθω δὲ τῷ κυνὶ θυμι- ατήριον, εἰς ὃ ἐπικείσθω λίβανος, λέγων τὸν λόγον. λόγος· βαυκύων, ἐξορκίζω σε, Κέρβερε, κατὰ τῶν ἀπαγξαμένων καὶ τῶν νεκρῶν καὶ τῶν βιαίως τεθνηκότων· ἄξον μοι τὴν δεῖνα τῆς δεῖνα, ἐμοὶ τῷ δεῖνα τῆς δεῖνα. ἐξορκίζω σε, Κέρβερε, κατὰ τῆς ἱερᾶς κεφαλῆς τῶν καταχθονίων θεῶν· ἄγε μοι τὴν δεῖνα τῆς δεῖνα ζουχ ζουκι το παρυ· υφηβαρμω ενωρ· σεκεμι· κριουδασεφη· τριβεψι· ἄγε μοι τὴν δεῖνα τῆς δεῖνα, ἐμοί, τῷ δεῖνα, ἤδη ἤδη, ταχὺ ταχύ. ἐρεῖς δὲ καὶ τὸν κατὰ πάντων λόγον. ταῦτα δὲ ἐν ἐπιπέδῳ ποιήσεις, καθαρῷ τόπῳ.

nooriya blogger facebook pinterest